Για χρόνια, ο πόλεμος με drones ήταν ουσιαστικά μια επιδίωξη των ΗΠΑ. Η νέα εποχή των, εξοπλισμένων με πυραύλους Hellfire, μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων, όπως για παράδειγμα τα Predators και τα Reapers, αποτελεί μια πραγματικότητα στην οποία έχουν εναρμονιστεί οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου
Ωστόσο, προς έκπληξη σχεδόν όλων, δεν είναι οι Αμερικανοί, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας τέτοιων επιθετικών συστημάτων ούτε ο επί δεκαετιών μεγαλύτερος ανταγωνιστής και αντίζηλός τους, η Ρωσία.
«Από το 2014 μέχρι το 2018 η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας εξειδικευμένων μη επανδρωμένων επιθετικών εναέριων οχημάτων (UCAVs), με κύριους αγοραστές, κράτη στη Μέση Ανατολή», σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Ειρήνης της Στοκχόλμης, το οποίο συγκεντρώνει εκτιμήσεις παγκόσμιων στρατιωτικών συντελεστών ισχύος και αμυντικών δαπανών.
«Υπάρχει εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με τον αντίκτυπο της διάδοσης των UCAV στην ειρήνη και την ασφάλεια. Η Κίνα έχει καταστεί ο κύριος εξαγωγέας drones, κι ενώ μέχρι πρότινος εξήγαγε περίπου δέκα τέτοιου είδους οχήματα σε 2 χώρες την περίοδο 2009 μέχρι 2013, την περίοδο 2014 έως 2018 εξήγαγε 153 drones σε 13 χώρες, εκ των οποίων πέντε χώρες στη Μέση Ανατολή.
Αυτές ήταν η Αίγυπτος, το Ιράκ, η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέδωσαν τρία UCAV το 2009-13 και πέντε το 2014-18, με μοναδικό αγοραστή το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ιράν παρέδωσε δέκα UCAV στη Συρία το 2014-18, ενώ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα παρέδωσαν δύο στην Αλγερία. «
Αυτό εξηγεί γιατί ο στρατός των ΗΠΑ, ο οποίος υπήρξε αδιάφορος για την αεράμυνα εδώ και χρόνια, τώρα ξαφνικά ενδιαφέρεται. Κράτη όπως το Ιράν που είναι πολύ κατώτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε συμβατικά οπλικά συστήματα αλλά και σε άρματα μάχης και μαχητικά αεροσκάφη, δεν χρειάζονται πολλά χρήματα ή προηγμένη τεχνολογία για να ενσωματώσουν μια βόμβα σε ένα μικρό drone που είναι δύσκολο να εντοπιστεί ή να καταρριφθεί.
Οι εξαγωγές όπλων της Κίνας έχουν μείνει στάσιμες σχετικά μετά από μια τεράστια αύξηση των τελευταίων ετών. Μετά από έναν σχεδόν τριπλασιασμό πωλήσεων μεταξύ του 2004 και του 2013, αυξήθηκαν μόνο κατά 2,7% την περίοδο 2014 έως 2018.
Είναι ενδιαφέρον ότι η πιο επιθετική εξωτερική πολιτική της Κίνας στην Ασία έχει προκαλέσει πλήγμα στις εξαγωγές όπλων, οι οποίες περιορίζονται από το γεγονός ότι πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων από τους δέκα πρώτους εισαγωγείς όπλων το 2014-18, που είναι η Ινδία, η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και το Βιετνάμ, δεν θα προμηθευτούν κινεζικά όπλα για πολιτικούς λόγους.
«Ο αριθμός των χωρών στις οποίες η Κίνα εξάγει σημαντικά όπλα αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, από 32 χώρες την περίοδο 2004-2008, σε 41 χώρες την περίοδο 2009-2013 σε 53 χώρες το 2014-2018.
Το Πακιστάν ήταν ο κύριος αποδέκτης (37%) το 2014-18, όπως συνέβη για όλες τις πενταετείς περιόδους από το 1991” σημειώνει η έκθεση της SIPRI.
Ωστόσο, οι εξαγωγές όπλων της Κίνας δεν επιβάρυναν πλήρως την όρεξη του Πεκίνου για εισαγόμενα – κυρίως ρωσικά – όπλα. Η Κίνα ήταν ο έκτος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο μεταξύ 2014 και 2018. «Η Ρωσία αντιπροσώπευε το 70% των κινεζικών εισαγωγών όπλων το 2014-18,» εκτιμά η SIPRI.
«Η Κίνα εξακολουθεί να εξαρτάται από τις εισαγωγές ορισμένων τεχνολογιών όπλων, όπως κινητήρες για πολεμικά αεροσκάφη και μεγάλα πλοία, καθώς και πυραυλικά συστήματα αεροπορικής άμυνας μεγάλης εμβέλειας.
Η δική της βιομηχανία όπλων δεν έχει ακόμη αναπτύξει την τεχνολογική ικανότητα να συμβαδίζει και να “ανταγωνίζεται” τους Ρώσους προμηθευτές σε αυτούς τους τομείς” τονίζει η έκθεση του Ινστιτούτου.
Πηγή: The National Interest