Ανάλυση – Τουρκικές Εκλογές 2018: Η αυταρχική στροφή του Ερντογάν

Του Δημήτρη Καιρίδη, 

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η αυταρχική ροπή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενισχύονταν. Το δεύτερο δημοψήφισμα που προκήρυξε το 2010 για τον έλεγχο της δικαιοσύνης και την εκκαθάρισή της από τους αντιπάλους του απέσπασε λιγότερο από το 60% των ψήφων. Οι διαδηλώσεις εναντίον της οικοδόμησης του πάρκου Γκεζί στην πλατεία Τακσίμ στην Κωνσταντινούπολη το 2013, έστρεψαν μεγάλο τμήμα της νεολαίας και των αστών εναντίον του. Ακολούθησε η ρήξη με τον Γκιουλέν, όταν τμήμα της δικαιοσύνης και των σωμάτων ασφαλείας, στράφηκε εναντίον του κατηγορώντας τον άμεσο περίγυρό του για εκτεταμένη διαφθορά. Το 2014 κατάφερε να εκλεγεί Πρόεδρος από τον πρώτο γύρο με 55% αλλά το 2015 στραβοπάτησε στις εκλογές του Ιουνίου, επανακάμπτοντας τον Νοέμβριο, σε βάρος των εθνικιστών, τους οποίους πλαγιοκόπησε.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα, του Ιουλίου του 2016, του έδωσε την ευκαιρία να εκκαθαρίσει το τοπίο από κάθε αντίπαλο και να επιβάλει τη συνταγματική αναθεώρηση, με τις ψήφους των εθνικιστών, παρά την τεράστια αντίδραση. Στο τρίτο και πιο πρόσφατο δημοψήφισμα της διακυβέρνησης του, για την αλλαγή του συντάγματος το 2017, μετά βίας απέσπασε το 51%, ενώ οι καταγγελίες για βία και νοθεία ήταν πολλές και αξιόπιστες.

Η δημοτικότητα του Ερντογάν βρίσκεται σε κάμψη. Κύριος πυλώνας της παραμένουν τα πολυπληθή μικροαστικά, συντηρητικά και θρησκευόμενα στρώματα της Ανατολίας, που επωφελήθηκαν από το 15ετές οικονομικό θαύμα της διακυβέρνησης Ερντογάν. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη χρηματοδότησε την κατασκευή δρόμων, σχολείων και νοσοκομείων. Ο ίδιος ο Ερντογάν αρέσκεται σε μεγάλα φαραωνικά έργα, όπως το νέο διεθνές αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης το οποίο σκοπεύει να εγκαινιάσει τον Οκτώβριο. Όπως έχει ειπωθεί, το κύριο συστατικό του ερντογανισμού είναι το τσιμέντο: χτίστε παντού τα πάντα. Παρά την εύλογη κριτική των οικολογικά ευαίσθητων αλλά και των οικονομικά έμπειρων, οι οποίοι ξέρουν ότι κάποια από τα μεγάλα έργα, όπως το κανάλι στον Βόσπορο, δεν έχουν οικονομική λογική σε βάθος χρόνου, ο Ερντογάν εκπροσώπησε και κεφαλαιοποίησε την απαίτηση της τουρκικής κοινωνίας για ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, οι Ισλαμιστές του Ερντογάν δημιούργησαν, για πρώτη φορά στην τουρκική ιστορία, ένα κοινωνικό κράτος πρόνοιας και κατέστησαν προσιτές τις υπηρεσίες υγείας στη μάζα των μη προνομιούχων Τούρκων.

Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι θρησκευόμενοι μικροαστοί της Ανατολίας ιστορικά διάκεινται εχθρικά προς τους Κεμαλιστές. Η 70χρονη διακυβέρνησή τους χαρακτηρίστηκε από καταπίεση, διαφθορά και την αλαζονεία των μορφωμένων Τούρκων προς τις παραδόσεις και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της λαϊκής μάζας. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Κεμαλιστές αρνήθηκαν να προσαρμοστούν και δεν άλλαξαν, παρά τις επαναλαμβανόμενες εκλογικές τους αποτυχίες. Καθηλωμένοι στο 25-30% της λαϊκής ψήφου, ως η μόνιμη αξιωματική αντιπολίτευση, επέτρεψαν στον Ερντογάν να κυριαρχήσει και να οικοδομήσει σταδιακά το καθεστώς του. Παρέμειναν προσκολλημένοι στο παρελθόν, αδυνατώντας να συμφιλιωθούν με τους Κούρδους, τους φιλελεύθερους αστούς, τους νέους και άλλα εκλογικά ακροατήρια που αντιπαθούν την αυταρχική στροφή του Ερντογάν και με τα οποία θα μπορούσαν να συμμαχήσουν.

Η μόνη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην αντιπολίτευση την τελευταία δεκαπενταετία ήταν η είσοδος στη βουλή, για πρώτη φορά, ενός κουρδικού κόμματος υπό την ηγεσία του χαρισματικού και γι’ αυτό φυλακισμένου σήμερα Σελαχατίν Ντεμιρτάς και η προεδρική υποψηφιότητα της Ακσενέρ. Ωστόσο, ότι δεν κατάφερε η αντιπολίτευση, το πέτυχαν οι διεθνείς χρηματαγορές. Η διαρκής υποτίμηση της τουρκικής λίρας είναι μια υπενθύμιση ότι ο ερντογανισμός έχει κόστος. Οι ετερόδοξες οικονομικές δοξασίες του Ερντογάν, η καταστρατήγηση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, η πολιτική της διαρκούς τόνωσης της ζήτησης αλλά και, πιο μακροπρόθεσμα, η κατεδάφιση του κράτους δικαίου και η ανασφάλεια δικαίου καθιστούν την Τουρκία μη φιλική σε επενδύσεις και επενδυτές. Περιουσίες δισεκατομμυρίων άλλαξαν χέρια σε μια μέρα την τελευταία διετία με πρόσχημα την πάταξη των γκιουλενιστών και πολλοί επιχειρηματίες δεν έχασαν μόνο τις περιουσίες τους αλλά και την ελευθερία τους, απολογούμενοι για τις πιο απίθανες κατηγορίες.