Από το «Makedonski» στο «Μακεδονικός/ή»

 Του Δημήτρη Καιρίδη

Η λύση, στην οποία φαίνεται πως κατέληξε η Ελλάδα στη διαμάχη της με την ΠΓΔΜ, βασίζεται σε έναν επώδυνο συμβιβασμό. Η πλευρά της ΠΓΔΜ δέχτηκε τη σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» έναντι όλων και η πλευρά της Ελλάδας έδωσε το συνοδευτικό πακέτο, δηλαδή τη «μακεδονική» γλώσσα και εθνότητα.

Ήταν εξ αρχής γνωστό ότι το συνοδευτικό, στην ονομασία του κράτους, πακέτο (ο επιθετικός προσδιορισμός της γλώσσας, της εθνότητας κλπ) ήταν το βασικό αγκάθι της διαπραγμάτευσης που θα έκρινε την έκβασή της. Η αναγνώριση της «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας από την Ελλάδα, μεταφρασμένο στη γλώσσα κάθε χώρας (Macedonian, makedonski, μακεδονική), αποτελεί υποχώρηση από τα ακραία όρια της ελληνικής διαπραγματευτικής θέσης στο Βουκουρέστι το 2008, όταν ο επιθετικός προσδιορισμός, στη χειρότερη περίπτωση, θα παρέμενε αμετάφραστος στα σλαβικά, δηλαδή «Makedonski», προκειμένου να συνδέει το «μακεδονικό» εθνικό ιδεολόγημα άρρηκτα με τον σλαβικό κόσμο και να το αποσυνδέει απόλυτα από την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.

Η προσπάθεια του Έλληνα ΥΠΕΞ, της κυβέρνησης και των προπαγανδιστικών της μηχανισμών να μας πείσει ότι η Ελλάδα είχε παραχωρήσει τον επιθετικό προσδιορισμό «μακεδονική» γλώσσα από το 1977 είναι παραπλανητική και δεν ευσταθεί. Άλλωστε, η ελληνική διπλωματία συστηματικά και επίμονα επί δεκαετίες αντιτάχθηκε στη χρήση του όρου «μακεδονικός/ή» από τις αρχές της ΠΓΔΜ διεθνώς και σε πλείστες όσες περιπτώσεις τα κατάφερε, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των Σκοπίων.

Ο πρωθυπουργός φαίνεται πως έχει επιλέξει να εργαλειοποιήσει τη διαπραγμάτευση με τον ομόλογό του Ζόραν Ζάεφ, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα οφέλη και να ελαχιστοποιήσει το κόστος της. Τις τελευταίες μέρες παίχτηκε ένα θέατρο με τηλεφωνήματα που καθυστερούν ενώ ετοιμάζεται μια φιέστα σε χρόνο που διευκολύνει τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Το σημαντικότερο είναι η επιλογή να μην έρθει στη βουλή το θέμα τώρα αλλά όταν ο Αλέξης Τσίπρας αποφασίσει να πάει σε εκλογές, μεταφέροντας μέρος ή το σύνολο του βάρους της λύσης στην επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.