Απελευθέρωση Ιωαννίνων: Στις εκδηλώσεις η 8η Μ/Π Ταξιαρχία με το LEO1A5

Στη «βιτρίνα» των ποικιλόμορφων εκδηλώσεων για την 105η επέτειο από την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων, βρίσκεται το LEO1A5 στο πλαίσιο της στατικής έκθεσης της 8ης Μηχανοποιημένης Ταξιαρχίας.

Φέτος άλλωστε συμπληρώνονται και τα 25χρονα από την ένταξη του στον Ελληνικό Στρατό, και με το επετειακό Άρμα Μάχης, σε χώρο παρακείμενο του Στρατηγείου του Σχηματισμού, στα Ιωάννινα, η Ταξιαρχία αποδίδει τις ανάλογες τιμές στην ιστορική μνήμη και ταυτόχρονα φέρνει το κοινό πιο κοντά σε ένα από τα σημαντικότερα τμήματα του οπλαστασίου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. 

Η έκθεση λειτουργεί από 20 έως 25 Φεβρουαρίου 2018, από ώρες 10:00 – 13:00 και 16:30 – 18:00 καθημερινά και είναι ανοιχτή για το κοινό.

 

Η 8η Μηχανοποιημένη Ταξιαρχία

Η 8η Μηχανοποιημένη Ταξιαρχία (8η Μ/Π ΤΑΞ, VIII MΠ «Ηπείρου») είναι μηχανοποιημένη ταξιαρχία του Ελληνικού Στρατού. Εδρεύει στα Ιωάννινα και υπάγεται στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Σχηματίστηκε έπειτα από τη μετάπτωση της 8ης Μεραρχίας Πεζικού (VIII MΠ).H VIII Μεραρχία Πεζικού προήλθε από μετονομασία, την 11η Ιανουαρίου 1913, της «Μεραρχίας Ηπείρου», η οποία συγκροτήθηκε την 22α Σεπτεμβρίου 1912.

Πρώτος Διοικητής της ήταν ο Υποστράτηγος Ματθαιόπουλος Δημήτριος. Ουσιαστική ήταν η συμμετοχή της στον πόλεμο του 1913 για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Είχε αποστολή να καθηλώσει το αριστερό της εχθρικής διατάξεως (Οχυρό Μπιζάνι). Μετά από την κατάληψη των Ιωαννίνων, στη Μεραρχία δόθηκε αποστολή να προελάσει προς τη Βόρειο Ήπειρο. Από 1-3-1913 μέχρι την 23-3-1913 κατέλαβε την Κλεισούρα, το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι και την Πρεμετή.

Στις 23-6-1913 μετακινήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έλαβε μέρος στον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο του 1913. Από 9-7-1913 μέχρι 14-7-1913 κατέλαβε το Παρανέστι, τη Ξάνθη και την Κομοτηνή. Μέχρι της υπογραφής της συνθήκης παρέμεινε στη Δυτική Θράκη. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μεραρχία επανήλθε στην Ήπειρο (Ιούλιος 1917) και το Νοέμβριο του 1918 εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα. Στη Μικρασιατική εκστρατεία έλαβε μέρος μόνο με το 15 ΣΠ, το οποίο είχε σημαντικές επιτυχίες.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 η VIII Μεραρχία, με Διοικητή τον Υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, έγραψε στην ιστορία της σελίδες άφθαστου μεγαλείου και δόξας. Είχε διαταχθεί στην περιοχή Καλπακίου και αρχικά ανέκοψε την προέλαση του εχθρού, ενώ στη συνέχεια έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επιθετική επιστροφή.

Η εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία ανάγκασε τα τμήματα της Μεραρχίας να επανέλθουν στα αρχικά ελληνοαλβανικά σύνορα. Στη συνέχεια συμπτύχθηκε στο χώρο της Φιλιππιάδας για να διαλυθεί με την υπογραφή της ανακωχής (20-4-41). Επανασυγκροτήθηκε την 18-3-1946 και στην μεγάλη αναδιοργάνωση του Ελληνικού στρατού που έλαβε χώρα το 2013 μετέπεσε σε μηχανοποιημένη ταξιαρχία.[1]

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Πενήντα ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, τα μόνα σοβαρά οθωμανικά ερείσματα στα Βαλκάνια απέμεναν τα Γιάννενα, η Σκόδρα και η Αδριανούπολη, με τους Έλληνες και τους συμμάχους αντίστοιχα καθηλωμένους προσωρινά μπροστά στο Μπιζάνι και στην Τσατάλτζα, στον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη.

Ο σουλτάνος θέλησε ν’ αρπάξει την ευκαιρία και ζήτησε ανακωχή, καλώντας τους συμμάχους στην Τσατάλτζα να κουβεντιάσουν. Σερβία και Βουλγαρία δέχτηκαν. Η Ελλάδα, όχι. Η κουβέντα οδήγησε στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου με τους εμπολέμους αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις γύρω από το τραπέζι. Άρχισε στις 3 Δεκεμβρίου και επί ένα μήνα πελαγοδρομούσε καθώς οι Τούρκοι χρονοτριβούσαν κι ακολουθούσαν παρελκυστική τακτική. Η συμμαχική απειλή ότι θα ξαναρχίσουν οι μάχες τους ανάγκασε να μπουν στην ουσία του θέματος.

Στις 4 Ιανουαρίου 1913, η Τουρκία αποδεχόταν ότι πια δεν της ανήκαν τα εδάφη που είχε χάσει στα πεδία των μαχών, ενώ την επομένη, 5 του μήνα, ο στόλος της μάταια προσπαθούσε να βγει στο Αιγαίο. Οκτώ ελληνικά πολεμικά με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ» τον ανάγκασε να κρυφτεί οριστικά στα Δαρδανέλια (ναυμαχία της Λήμνου).

Η είδηση προκάλεσε αναταραχή στις τάξεις των Τούρκων. Ο Εμβέρ μπέης, που το 1908 είχε ηγηθεί στην επανάσταση των Νεότουρκων, έφτασε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη. Η επανάσταση ξέσπασε στις 10 Ιανουαρίου 1913, ο Τούρκος αρχιστράτηγος δολοφονήθηκε, οι εθνικιστές Νεότουρκοι επικράτησαν και δήλωσαν πως η Οθωμανική αυτοκρατορία αποχωρεί από τις συνομιλίες και προσφεύγει πάλι στα όπλα. Έτσι κι αλλιώς, οι μάχες στην Ήπειρο είχαν επαναρχίσει τρεις μέρες νωρίτερα.

Στην αρχή του πολέμου, ο τουρκικός στρατός διέθετε στην Ήπειρο πάνω από 15.000 πεζούς, μια ίλη ιππικού και αναρίθμητα πυροβόλα. Μόνο στο οχυρωμένο από τους Γερμανούς Μπιζάνι είχαν στηθεί 112 βαριά κανόνια. Τον Νοέμβριο, ενισχύθηκε με δυο ακόμα μεραρχίες που έφτασαν από το Μοναστήρι.

Αλλά και οι 8.200 Έλληνες με τα 24 πυροβόλα είχαν ενισχυθεί από το κύριο ελληνικό σώμα που έφτασε από τη Φλώρινα. Οι μάχες είχαν κοπάσει από τις 16 Δεκεμβρίου και ξανάρχισαν στις 7 Ιανουαρίου. Τα ξημερώματα, 20 Φεβρουαρίου 1913, μια φαινομενικά τεράστια δύναμη χτύπησε τους Τούρκους στο ανατολικό πλευρό τους, στο οχυρωμένο Μπιζάνι.

Η επίθεση ήταν εικονική. Η κύρια δύναμη χτύπησε στα δυτικά, άνοιξε τον δρόμο και με την ξιφολόγχη και κάτω από πολικό ψύχος πήρε το ένα μετά το άλλο τα τουρκικά οχυρά. Το απόγευμα, οι Έλληνες κατηφόριζαν προς τα Γιάννενα. Καθώς βράδιαζε πήραν το στρατόπεδο του τουρκικού πυροβολικού στον Άγιο Ιωάννη. Φωτισμένη η πόλη τους περίμενε.Στις 11 τη νύχτα, ο Εσάτ πασάς προσπαθούσε να βρει τρόπο να έρθει σ’ επαφή με το ελληνικό στρατηγείο για να παραδοθεί. Ήξερε πως όλα είχαν τελειώσει. Τα έγγραφα της παράδοσης υπογράφτηκαν στις 21 Φεβρουαρίου 1913, ώρα 5.30 το πρωί.

Η παρέλαση των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων μέσα στα ελεύθερα Γιάννενα έγινε στις 22 του μήνα. Μέσα στις επόμενες δέκα μέρες, οι Έλληνες ελευθέρωσαν όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου, παίρνοντας Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Πρεμετή και μπαίνοντας (4 Μαρτίου 1913), στο Τεπελένι. Εννιά μήνες αργότερα, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913), όριζε ότι οι περιοχές βόρεια από το Καλπάκι και την Κακκαβιά, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος που είχε ελευθερωθεί με το αίμα του ελληνικού στρατού, προσφέρονταν από τις μεγάλες δυνάμεις, ελληνική συμμετοχή στη δημιουργία ενός νέου κράτους: Της Αλβανίας.

Το άρμα μάχης Leopard 1 A5 είναι ένα μέσο άρμα μάχης.

Είναι ένα ερπυστριοφόρο όχημα με πύργο, υδραυλικά ή χειροκίνητα περιστρεφόμενο κατά 360ο .

Το πλήρωμα του αποτελείται από 4 άτομα. Η θέση του αρχηγού πληρώματος (Αρχηγός Πληρώματος Μέσου Άρματος – ΑΠΜΑ) του πυροβολητή (Πυροβολητής Ασυρματιστής Μέσου Άρματος ΠΑΜΑ) και του γεμιστή (ΓΕμιστής Μέσου Άρματος ΓΕΜΑ) βρίσκονται στο πύργο, ενώ αυτή του οδηγού (Οδηγός Μέσου Άρματος ΟΔΜΑ), είναι μπροστά και δεξιά στο σκάφος.

Τo άρμα μάχης Leopard 1 A5 χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για την αντιμετώπιση θωρακισμένων στόχων, μέσω του πυροβόλου των 105 mm,και για την αντιμετώπιση χερσαίων και εναέριων στόχων, μέσω του συζυγούς και του αντιαεροπορικού πολυβόλου.

Ο οπλισμός αποτελείται από ένα πυροβόλο 105 χιλ. ένα ομοαξονικό συζυγές πολυβόλο 7.62 χιλ, ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο 7.62 χιλ και 8 συσκευές εκτόξευσης καπνογόνων των 77 χιλ. Μεταφέρει 55 βλήματα των 105 χιλ , 13 στο πύργο και 42 στο σκάφος.
-Σύνολο φυσιγγίων 7.62χιλ 5500 τεμάχια.
-Καπνογόνα διαμετρήματος 77 χιλ. 16 τεμάχια.
-Χειροβομβίδες 4 τεμάχια.