Δίστομο:Τελευταία ευκαιρία για διεκδικήσεις αποζημιώσεων από Γερμανία.

Η Ομάδα Πολιτών από το Δίστομο,μας περιμένει όλους στις 18.30, έξω από τη Γερμανική πρεσβεία (Καραολή και Δημητρίου 3 Κολωνάκι) στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που οργανώνει για να μας αφυπνίσει σχετικά με την υπόθεση  διεκδικήσεων αποζημιώσεων για τη σφαγή 218 Διστομιτών από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής .

Τα χρονικά περιθώρια για τη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τελειώνουν σε λίγες ημέρες και κάποιος πρέπει να κινηθεί για να μην κλείσει άδοξα αυτή η υπόθεση που με νύχια και με δόντια οι απόγονοι των σφαγιασθέντων κρατούν ανοιχτή.

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΔΙΣΤΟΜΟΥ: αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα.

ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑΘΑΣ-ΔΙΣΤΟΜΟ.
Σάββατο 10 Ιουνίου 1944.



Τα νέα από το μέτωπο ήταν καλά.
Ξημέρωνε μια ακόμα μέρα εργασίας και ελπίδας. Η μέρα της λευτεριάς και της ειρήνης κοντοζύγωνε. Τέσσερις μέρες πρίν, στις 6 Ιουνίου, οι σύμμαχοι είχαν αποβιβαστεί στη Νορμανδία. Οι Γερμανοί κατακτητές βλέπονιας να φτάνει το τέλος της αυτοκρατορίας τους καταλαμβάνονται από αμόκ καταστροφής. Βγάζουν διαταγές γενοκτονίας.

«Ένας Γερμανός σκοτωμένος – πενήντα Ελληνες, δέκα Γερμανοί – ένα χωριό»

Ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους ώστε να πάψουν να ενισχύουν τις οργανωμένες ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή.

Έτσι στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εκείνο το φοβερό πρωϊνό μια φάλαγγα επτά αυτοκινήτων με γερμανούς στρατιώτες (2ος λόχος του 2ου τάγματος του 7ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας των Ες – Ες με έδρα την Λιβαδειά), ξεκίνησε από τη Λιβαδειά με κατεύθυνση προς το Δίστομο. Από αυτά τα δύο πρώτα που προπορεύονταν αρκετά, ήταν Ελληνικά επιταγμένα, γεμάτα με Γερμανούς στρατιώτες ντυμένους μαυραγορίτες. Αυτοί θα πρωτοκτυπούσαν τους αντάρτες που ανύποπτοι θα πλησίαζαν τα αυτοκίνητα και θα ενισχύονταν από τη δύναμη που θα ακολουθούσε.

Από τον Καρακόλιθο και μετά σκορπούν το θάνατο. Σκοτώνουν πέντε και συλλαμβάνουν σαν ομήρους δώδεκα αγρότες ενώ θέριζαν.
Στη διασταύρωση Διστόμου – Αράχωβας συναντιούνται με άλλα 60 αυτοκίνητα γεμάτα Γερμανους στρατιώτες που έρχονταν από την Άμφισσα με κατεύθυνση προς το Δίστομο.

Μπαίνουν στο Δίστομο. Οι κάτοικοι είναι ανυποψίαστοι. Βλέποντας όμως τους ομήρους ανησυχούν. Η φάλαγγα ήταν πρωτόφαντα μεγάλη. O επικεφαλής καλεί τον Πρόεδρο και τον παπά τον χωριού από τους οποίους ζητά πληροφορίες για τις κινήσεις των ανταρτών στην περιοχή. Μη μπορώντας να μάθουν, αφού τοποθέτησαν στα υψώματα γύρω απο το χωριό φυλάκια για τον έλεγχο και εκφοβισμό, επιδίδονται σε λεηλασίες.

Κι εδώ αρχίζει η τραγωδία του Διστόμου.

Οι κάτοικοι, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν νωρίτερα από το Διάσκελο, τη μόνη αφύλακτη διάβαση, κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους.
Τους έρημους δρόμους του χωριου διατρέχουν εξαγριωμένοι στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη. 
Μπαίνουν στα σπίτια, σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν και βιάζουν. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, γέροι, γριές ακόμα και βρέφη λίγων ημερών πέρασαν από τον ίδιο τρομακτικό Γολγοθά.

Απαίσιοι ακούγονται οι θρήνοι και οι οιμωγές αυτών που ξεψυχουν.Νέοι Ηρώδεις οι εκπολιτιστές του Χίτλερ μακελεύουν τα παιδάκια του Διστόμου.

 Στο Δίστομο έγιναν αυτά. Θα γίνονταν κι άλλα. Μα ήρθε η νύχτα και οι δολοφόνοι φοβήθηκαν και έφυγαν.
Τώρα στο χωριό απλώνεται η γαλήνη του Νεκροταφείου για πολλή ώρα. Μα σιγά – σιγά ξύπνησε το Δίστομο. Και τότε ακούστηκαν οι θρήνοι των παιδιών που έρημα κλαίγαν τους γονείς τους και οι γόοι των γερόντων.

Ακούγονταν ακόμη και κάποια παράξενα γέλια και τραγούδια αυτών που παρεφρόνησαν, μπροστά στη φρίκη που έζησαν.
Μέσα στη νύχτα μικρά παιδιά πήραν τους σκοτεινούς δρόμους προσπαθώντας να φτάσουν στα κοντινά χωριά. ‘Ενα καραβάνι παιδιών που γύρευε ένα ανθρώπινο χέρι για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μουτράκια τους και να δώσει απάντηση στο ερωτηματικό: Γιατί τους σκότωσαν;»