«Τους στρατιωτικούς τους χρειαζόμαστε»! Ένας αριστερός που έγραψε για τον Άρη λέει αληθειες

Ο Διονύσης Χαριτόπουλος, συγγραφέας και της βιογραφίας του Άρη Βελουχιώτη, έχει άποψη για τις Ένοπλες Δυνάμεις και τους ανθρώπους που τις στελεχώνουν. Το κείμενό του για όσους υπηρετούν στις Ειδικές Δυνάμεις ,γραμμένο πολλά χρόνια πίσω το ΄χουμε αρκετές φορές αναδημοσιεύσει. Κι είναι ένα κείμενο που όσοι δηλώνουν “αντιμιλιταριστές” θα πρέπει να διαβάσουν.

Ο συγγραφέας Χαριτόπουλος , που έχει δημοσίως πει ότι ψηφίζει ΚΚΕ έγραψε ένα νέο βιβλίο, με τίτλο “Πρόβες Πολέμου”. Είναι μια νουβέλα που ασχολείται με όσα έγιναν σε μονάδες του Έβρου ,μετά από το πραξικοπημα του 1967. Πρωταγωνιστής του βιβλίου ένας Έφεδρος Δόκιμος Αξιωματικός που δεν έχει κανένα “βύσμα” και τα πολιτικά του φρονήματα είναι “΄ύποπτα”.

Ο Δόκιμος μετατίθεται εκεί και περιπλανιέται σε σε μονάδες της Ορεστιάδας, του Διδυμότειχου και της Αλεξανδρούπολης.«Τριάντα μέρες κλειστά τα σχολεία στον Έβρο. Τριάντα μέρες άδεια τα στρατόπεδα. Οι στρατιώτες στο ποτάμι. Σε θέσεις μάχης για τους Τούρκους. Μετά σκοτωθήκαμε μεταξύ μας», σημειώνει ο συγγραφέας στο λιτό Δελτίο Τύπου για το βιβλίο του που βγάζουν οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.

Ο Διονύσης Χαριτόπουλος πριν μερικές μέρες μίλησε στην Ελευθεροτυπία και στην Σταυρούλα Παπασταύρου. Μια συνεντευξη στην οποία ο συγγραφέας λέει πολλά ενδιαφέροντα ,για τις Ένοπλες Δυνάμεις αλλά και για την κρίση. Πάντα ανατρεπτικός και αιχμηρός λέει μεγάλες αλήθειες . «Τους έχουμε παρεξηγήσει τους στρατιωτικούς. Τους βάζουμε απέναντι, αλλά είναι σαν τους γιατρούς, τους θέλουμε αχρείαστους, αλλά τους χρειαζόμαστε”, λέει . Και για την Χρυσή Αυγή;
 «Οι αριστεροί έφτιαξαν τη Χρυσή Αυγή, εξορίζοντας την έννοια της πατρίδας από το λεξιλόγιό τους» λέει.


Ολόκληρο το άρθρο της Σταυρούλας Παπασπύρου στην Ελευθεροτυπία :

<<Ο Διονύσης Χαριτόπουλος το ‘χει ξεκαθαρίσει από παλιά κι απ’ ό,τι φαίνεται δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ρότα: «Δεν είμαι παραμυθάς ούτε επαγγελματίας συγγραφέας. Θα μπορούσα κάλλιστα να δίνω από ένα επινοημένο γραπτό το μήνα αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει, ας το κάνουν άλλοι. Με εξαίρεση τη βιογραφία του Αρη, όλα τα έργα μου βιωματικά είναι».

Βρισκόμαστε στο κολωνακιώτικο καφέ όπου δίνει καθημερινά το «παρών», όποτε κατεβαίνει από το Βελούχι, και αφορμή έχουν δώσει οι «Πρόβες πολέμου» που κυκλοφορούν όπου να ‘ναι από τον «Τόπο». «Προς τι το ενδιαφέρον; Αυτό το βιβλίο δεν είναι για κορίτσια!» ήταν η αυθόρμητη αντίδρασή του, όταν ορίζαμε το ραντεβού μας. Δεν χρειαζόταν να το διευκρινίσει, αλλά το κάνει: «Αστειευόμουν».

Η αλήθεια είναι πως μια νουβέλα βασισμένη στις σημειώσεις ενός δόκιμου αξιωματικού στον Εβρο επί χούντας, ακόμη κι ως… εξωτικό ανάγνωσμα, λίγες πιθανότητες έχει να συνεπάρει τα γυναικεία πλήθη. Ωστόσο, από τις πρώτες κιόλας γραμμές, η κοφτή, νευρώδης γραφή του Χαριτόπουλου σε μαγνητίζει: «Μετάθεση στον Εβρο. Τόπος προορισμού για όσους δεν έχουν βύσμα. Ή έχουν ύποπτα φρονήματα. Εξορία για τα μαμόθρεφτα. Καρφί δε μου καίγεται. Γουστάρω κιόλας. Να δούμε πώς ζει και ο υπόλοιπος κόσμος. Τι είμαστε εμείς στην Αθήνα. Γαλαζοαίματοι;». Για τον ανώνυμο -εκ Πειραιώς προερχόμενο- αφηγητή που καταφθάνει τον Νοέμβριο του ’67 στα σύνορα με μια ολοκαίνουργια δερμάτινη βαλίτσα, «η ζωή δεν είναι για φόβο. Κι όταν είσαι στα είκοσι, γουστάρεις περιπέτεια. Αγνωστα μέρη. Ερωτες, μεθύσια, ντράβαλα. Ακόμα κι ο πόλεμος έχει ανομολόγητη γοητεία».

Ολα γι’ αυτόν είναι πρωτόγνωρα: ο τόπος, οι άνθρωποι, ο παχυλός μισθός του, η ένταση που κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα, τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας… «Ψιθυρίζεται ότι λύνεται το Κυπριακό» κι όλοι στον Εβρο κοιτάζουν απέναντι, προετοιμαζόμενοι για «ζοριλίκια». Οι στρατιώτες γύρω του γράφουν γράμματα -«κάνουν παράπονα, στέλνουν αγάπες»- αλλά εκείνος, όσο περιπλανιέται στις μονάδες της Ορεστιάδας, της Αλεξανδρούπολης, του Διδυμότειχου, γράφει στον εαυτό του. Σημειώνει ό,τι πιάνουν οι κεραίες του και δεν μπορεί να θεωρηθεί απόρρητο, σκιτσάρει φάτσες, φρονήματα και διαλέκτους, αποτυπώνει τσάρκες, ενέδρες και καψώνια, κι αυτό το «ρεπορτάζ», που είναι και εξομόλογηση ταυτόχρονα, γίνεται μωσαϊκό που χωράει τους πάντες: τζογαδόρους, χαρτοπαίχτες, «γραψαρχίδες», «κάργα ντίκτα» στρατηγούς-απομεινάρια του Εμφυλίου, «μαγκάκια της φακής», τσογλάνια, «χρυσές κλάρες», πλακατζήδες, τρελαμένους, αισθηματίες… Πώς θ’ αντιδράσουν άραγε οι παραπάνω όταν σημάνουν οι σειρήνες του πολέμου;

Οπως ισχυριζόταν ο Χαριτόπουλος σ’ ένα παλιότερο άρθρο του περί πατριωτισμού, που εντάχθηκε στη συλλογή «Ημών των Ιδίων», «ένα γεγονός που έχει επιμελώς αποσιωπηθεί είναι ότι στις 16 Νοεμβρίου 1967 η τουρκική εθνοσυνέλευση κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας».

Ο πόλεμος που δεν έγινε το ’67 και η Μεραρχία

Επικαλούμενος στο άρθρο του τη μαρτυρία ενός ιλάρχου, περιέγραφε το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί στα σύνορα εκείνες τις μέρες κι εξυμνούσε το κουράγιο και την αυτοθυσία που είχαν επιδείξει όλοι όσοι υπηρετούσαν στον «κάλαθο των αχρήστων», που ήταν ανέκαθεν για το στρατό ο Εβρος. Μ’ αυτό το γεγονός, το οποίο βίωσε κι ο ίδιος όπως όλα δείχνουν, κορυφώνεται και η νέα του νουβέλα:
«Εχουν αλλάξει. Οχι οι μόνιμοι αξιωματικοί. Αυτοί και τις καλές μέρες είναι σοβαροί. Προσηλωμένοι. Οι έφεδροι αξιωματικοί άλλαξαν. Προσεκτικοί. Υπεύθυνοι. Και οι στρατιώτες. Ολοι πρόθυμοι. Να βοηθήσουν. Τίποτα πια δεν θεωρούν αγγαρεία» διαβάζουμε. «Παρατηρώ τα παιδιά γύρω μου. Ούτε ένα δεν δείχνει φόβο. Ούτε ένα. Φέγγουν αλλιώς τα πρόσωπά τους. Κάτι αγαπησιάρικο με πιάνει. Αρχίζω να τους βρίζω, να καλύπτονται καλύτερα. Γελάνε. Καταλαβαίνουν. Σφίγγουν το Μ1 τους σαν να κρέμονται πάνω του. Το δικό μου μαλακοπίστολο μου είναι σχεδόν άχρηστο. Κάνω μια μακάβρια σκέψη. Θα πάρω το Μ1 του πρώτου που θα πληγωθεί ή θα σκοτωθεί. Την παίρνω αμέσως πίσω». Και λίγο παρακάτω: «Σκέφτομαι κάτι μπούληδες που κάνουν τον άρρωστο. Για να βγουν ανίκανοι προς στράτευση. Και κάτι νούμερα που το παίζουν παλαβοί. Απαλλάσσονται κι αυτοί. Σπιτάκι τους. Παλικαράκια, όσο αξίζει η ζωούλα σας αξίζει κι η δική μου. Αλλά τώρα δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού».
Τελικά, η σύγκρουση αποσοβήθηκε. Ενας από τους όρους που έθεσαν οι Τούρκοι για να μην εισβάλουν ήταν η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο… Οι συνταγματάρχες της χούντας «διάλεξαν να σώσουν το καθεστώς και σακάτεψαν την πατρίδα». Εκτοτε, σύμφωνα με τον Χαριτόπουλο, χάνουμε σταθερά τα δικαιώματά μας απέναντί τους.

Ο σημερινός στρατός

Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται σήμερα, παρά τις μίζες, τα σκάνδαλα, τα ελαττωματικά υποβρύχια κι όλα τα συμπαρομαρτούντα, «ο στρατός μας είναι πολύ καλά εξοπλισμένος». Κι όπως επιμένει, «τους έχουμε παρεξηγήσει τους στρατιωτικούς. Τους βάζουμε απέναντι, αλλά είναι σαν τους γιατρούς, τους θέλουμε αχρείαστους, αλλά τους χρειαζόμαστε!».

Συμμερίζεται άραγε την άποψη ότι μέρες πολέμου ζούμε τρόπον τινά και τώρα; «Θεωρώ ότι τα περί νέας κατοχής κι ερημοποίησης της χώρας είναι δημοσιογραφικές τερατολογίες», απαντάει. «Εχουμε όλο το εικοσιτετράωρο ρεύμα και νερό και τα νοσοκομεία μας, παρά τα μύρια προβλήματά τους, εξακολουθούν να λειτουργούνε. Η κοινωνία μας έχει αντιδράσει πολύ καλά μέχρι σήμερα. Αρκεί να δούμε τι πλάτες έβαλε στην κρίση η τόσο λοιδορημένη ελληνική οικογένεια: 1,8 εκατομμύριο άνθρωποι εμφανίζονται στις φορολογικές δηλώσεις ως φιλοξενούμενοι…».

Για την Χρυσή Αυγή και την πατρίδα

Τι κι αν ο ίδιος, αναγνωρίζοντας στον εαυτό του «το δικαίωμα στην ουτοπία», ψηφίζει -όποτε ψηφίζει- ΚΚΕ; Εχει να σύρει τα εξ αμάξης στην «αυτιστική» Αριστερά «που λοιδορεί κάθε λαϊκό τομέμ», από το ποδόσφαιρο ώς τον Καζαντζίδη. «Οι αριστεροί έφτιαξαν τη Χρυσή Αυγή, εξορίζοντας την έννοια της πατρίδας από το λεξιλόγιό τους» λέει. «Δεν το καταλαβαίνουμε επειδή το θεωρούμε δεδομένο, αλλά ζούμε σ’ έναν από τους τελευταίους παραδείσους.
»Οπως έλεγα στα παιδιά μου όταν φεύγαν στην Αγγλία για σπουδές, αν θέλετε καριέρα μείνετε έξω, αλλά αν θέλετε να ζήσετε σαν άνθρωποι πρέπει να γυρίσετε πίσω. Αν εμείς, σαν να φτύνουμε τα μούτρα μας στον καθρέφτη, αναρωτιόμαστε τι ν’ αγαπήσουμε στην Ελλάδα, τι να πουν οι ξένοι;».

Για την ΕΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ

 Η τύχη μας, για τον Χαριτόπουλο, είναι συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή Ενωση -«αν ανακάμψει εκείνη, θ’ ανακάμψουμε με τη σειρά μας». Κι αν στις επόμενες εκλογές βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, «θα ‘χουμε ακόμη μια γελοία κατάσταση ν’ αντιμετωπίσουμε. Το ξύλο που έφαγα στα χρόνια του παππού Καραμανλή, δεν το ‘χω φάει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Ο τελευταίος όμως σοβαρός πολιτικός που είχαμε, εκείνος ήταν»>>.

Διαβάστε ακόμη:

Ειδικές Δυνάμεις:»κάποιοι για τα δύσκολα».’Ενα κείμενο κι ένα βίντεο για όσους «κυνηγούν το αδύνατο»

Προσλαμβάνονται 300 κομάντος στις Ειδικές Δυνάμεις – Πως θα επιλεγούν

Έλληνες κομάντος εκπαιδεύουν Ιορδανούς – Φωτογραφίες