Όλο το άρθρο του Der Spiegel, για τις μίζες 55 εκατομμυρίων.

Πολλά διαβάσατε από τα ελληνικά ΜΜΕ για το περιβόητο δημοσίευμα του Der Spiegel, το οποίο υποστηρίζει ότι δόθηκαν μίζες 55 εκατομμυρίων ευρώ για την υπόθεση των ελληνικών υποβρυχίων.
Για όσους όμως θέλουν να έχουν ενημέρωση από πρώτο χέρι και να σχηματίσουν προσωπική άποψη,δημοσιεύουμε μεταφρασμένο ολόκληρο το άρθρο.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Κωδικός «Κύκλος Προσευχής»

Ο ανακριτικός φάκελος των Εισαγγελικών Αρχών του Μονάχου στην υπόθεση της Ferrostaal σκιαγραφεί ένα εμφανώς διεφθαρμένο σύστημα. Στο επίκεντρο: τα γερμανικά υποβρύχια, το καμάρι της ντόπιας βιομηχανίας εξοπλισμών.

Η ζωή ενός ανακριτή μπορεί να είναι πραγματικά βαρετή. Μόνο και μόνο όλοι οι φάκελοι που συγκεντρώνει κανείς από κάθε έφοδο, κούτες γεμάτες φακέλους, που μετά για βδομάδες, ή για μήνες πρέπει να ξεφυλλίσει… Ένα εκατομμύριο σελίδες χαρτί, χωρίς αστεία.

Αυτή είναι και η περίπτωση του Horst W., που είναι κατηγορούμενος στην προκειμένη υπόθεση και για τον οποίο έχει σε βάθος ασχοληθεί η Εισαγγελία του Μονάχου. Όχι μόνο επειδή ως μάνατζερ της ιδιωτικής εταιρίας παραδέχτηκε τα πάντα για το σκάνδαλο δωροδοκίας στην Ferrostaal στο Essen, αλλά επειδή η περίπτωσή του Horst W. αποτελεί ενδιαφέρον θέμα συζήτησης.

Στις 24 Μαρτίου 2010 η Εισαγγελία εισβάλλει στα κεντρικά της Ferrostaal στο Essen με μία ομάδα αστυνομικών. Ένας κατηγορούμενος στην υπόθεση αφηγείται στους ανακριτές ιστορίες για συμβάσεις με μίζες σε όλο τον κόσμο, για ένα σύστημα δωροδοκίας όπως αυτό της Siemens στο παρελθόν με τη. Τώρα ψάχνουν για αποδεικτικά στοιχεία.

Εκείνο το πρωινό λοιπόν, στις 11.05, ο Horst W., ο αρμόδιος της Ferrostaal για κάθε είδους κρατικές συμβάσεις, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από το σπίτι του. Ήταν η σύζυγός του. «Λοιπόν, τώρα έφυγαν όλοι», του λέει ανακουφισμένη. Όμως, η αστυνομία εκείνη την ώρα στεκόταν στην πόρτα της.

Το ότι στην πραγματικότητα οι κρατικοί λειτουργοί δεν είχαν φύγει, αλλά παρακολουθούσαν την τηλεφωνική συνομιλία, δεν το φανταζόταν.

Το μόνο που την ανησυχούσε τώρα ήταν πως το εγκληματολογικό ήθελε τη διεύθυνση της «γιαγιάς», δηλαδή της μητέρας της. Κανένα πρόβλημα, την καθησυχάζει ο σύζυγός της, που της εξηγεί ότι έχει «αφήσει τα πράγματα στην γιαγιά».

Και όμως, τώρα ο Horst W. έχει ένα πρόβλημα: «Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την γιαγιά, αλλά πού να τα πάμε, πού;», συλλογίζεται. Εκείνη σκέφτεται: «Θα τα βγάλω έξω, τα δίνω στην Karin και της λέω να τα φυλάξει για λίγο.» Στην Karin λοιπόν, την κουνιάδα. «Καλή ιδέα. Τα λέμε αργότερα», αποχαιρετά τον Horst W.

Δύο μήνες αργότερα, η αστυνομία τον οδηγεί από την προσωρινή κράτηση σε φάση προανάκρισης, όπου φυσικά οι εισαγγελείς με ικανοποίηση τον βάζουν να ακούσει λέξη προς λέξη τη μαγνητοφωνημένη τηλεφωνική συνομιλία. Και ο Horst W. τους δίνει μία εξήγηση, τόσο γελοία, που οι ανακριτές σκάνε στα γέλια.

Τα «πράγματα»; Όχι, όχι, δεν είχε σκοπό βέβαια να αποκρύψει κανένα φάκελο, πράγματι δεν είχε σκοπό. Μόνο η γιαγιά, η γιαγιά έπρεπε να φύγει από το σπίτι της, ισχυρίζεται με κάθε σοβαρότητα. Και τα έγγραφα της Ferrostaal, που οι ανακριτές βρήκαν αμέσως στης Karin, της κουνιάδας; Αχ αυτά, ε, αυτά τα είχε αφήσει ίσως από παράλειψη από πριν, στην γιαγιά, αλλά πώς βρέθηκαν στην Karin; Και οι λίστες με τις αμφισβητούμενες πληρωμές στην Ελλάδα, για τις οποίες ενδεχομένως δεν ήξερε τίποτε, πού είχαν παραπέσει; Για δες, και αυτά στην γιαγιά, και έπειτα στην Karin. Τί μπορεί να ξεχάσει κανείς! Μόλις πριν από το τέλος της ανάκρισης ο W. δίνει τέλος στην κωμωδία και λέει, «δεν θα ήθελα να επιμείνω στην κατάθεσή μου». Τουλάχιστον όχι στα πιο παράλογα σημεία της.

Ψέματα, ελιγμοί, απόκρυψη, όλα αυτά είναι στη φύση της διαφθοράς. Ωστόσο, η υπόθεση είναι σοβαρότερη από την προσπάθεια του Horst W., να ξεγλιστρήσει κατά κάποιο τρόπο από την όλη ιστορία. Για πρώτη φορά τα πράγματα σοβαρεύουν για τον όμιλο εταιρειών της Ferrostaal. Μετά από μήνες, κατά τους οποίους οι ανακριτές ανέκριναν δεκάδες μαρτύρων και κατηγορουμένων και ασχολήθηκαν με ράφια από έγγραφα του ομίλου εταιρειών, οι εμπιστευτικοί φάκελοι της ανάκρισης δείχνουν πόσο βαθιά είχε βυθιστεί η θυγατρική της MAN στο βούρκο των δωροδοκιών. 50 κατηγορουμένους προσάγει εντωμεταξύ η εισαγγελία, μεταξύ των οποίων τρείς παλαιότερα διευθυντικά στελέχη. Ένα από αυτά είναι ο πρώην μάνατζερ της εταιρίας Matthias Mitscherlich, γιος των διάσημων ψυχαναλυτών Margarete και Alexander Mitscherlich.

Οι εισαγγελείς απαιτούν από τον όμιλο εταιρειών αποζημίωση περίπου 200 εκατομμυρίων ευρώ. Τόσα πρέπει να πληρώσει η νέα διοίκηση της Ferrostaal, υπό τον Σουηδό Jan Secher, για να λάβει τέλος η δικαστική δίωξη της εταιρείας. Είναι τόσο μεγάλο το ποσό, όσο και στην περίπτωση της Siemens, μόνο που η Siemens έχει ετήσιο κύκλο εργασιών αξίας 80 δισεκατομμυρίων. Στην περίπτωση της Ferrostaal, η επιχείρηση, που δεν κατασκευάζει τίποτε η ίδια, αλλά εφαρμόζει για λογαριασμό άλλων εταιρειών μεγάλα προγράμματα σε όλο τον κόσμο, ο κύκλος εργασιών ανέρχεται σε 1,6 δισεκατομμύρια. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για το πιο αυστηρό πρόστιμο, που έχει κληθεί να πληρώσει ποτέ μία γερμανική επιχείρηση.

Γιατί αντίθετα από τον όμιλο εταιρειών της Siemens, που δωροδοκούσε μόνο για να μεγαλώσει τον κύκλο εργασιών της με συμβάσεις, η Ferrostaal αναλάμβανε υποθέσεις δωροδοκίας ανοιχτά και εκ μέρους άλλων γερμανικών εταιριών, όπως ευθύς εξαρχής υποψιάζονταν οι αρχές. Ήταν σαν ένα είδος παρόχου υπηρεσιών, ειδικευόταν σε δουλειές σε χώρες με τις οποίες οι πελάτες της Ferrostaal δεν επιθυμούσαν να έχουν σχέσεις.
Αυτό όμως δεν έχει αποδειχτεί μέχρι τώρα. Σίγουρο είναι ότι η περίπτωση της Ferrostaal παραπέμπει πίσω στους χαλεπούς καιρούς της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των μιζών. Σε ονόματα, που ξεπηδούσαν από τις πιο διεφθαρμένες συμφωνίες εξοπλισμών της εποχής του Kohl, με την πώληση 36 Τεθωρακισμένων Οχημάτων Μεταφοράς Προσωπικού (ΤΟΜΠ) τύπου Fuchs στην Σαουδική Αραβία, κατά την οποία 220 εκατομμύρια μάρκα εισέρρευσαν σε λογαριασμούς offshore εταιρειών.

«Κατ’ αρχάς, δεν δωροδοκούμε», διατεινόταν ο διευθυντής της Ferrostaal Mitscherlich με σιγουριά, ο οποίος είχε αποχωρήσει μήνες πριν. Ήταν μία διάψευση, που προστάτευε επίσης και ένα μύθο: αυτόν του θριάμβου της γερμανικής τεχνολογίας αιχμής, της ανυπέρβλητης γερμανικής μηχανολογικής τέχνης, που τόσο την ποθούν σε όλο τον κόσμο, ώστε να πουλάει από μόνη της.

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται το καμάρι της γερμανικής εξοπλιστικής βιομηχανίας, τα υποβρύχια της εταιρείας HDW από το Κίελο. Τα πιο εκσυγχρονισμένα και καλύτερα υποβρύχια του κόσμου. Το απόλυτο σκάφος. Αλλά μόνο χάρη στη Ferrostaal και με τη βοήθεια «μίζας» θα μπορούσε να πωληθεί στο εξωτερικό.

Στα τέλη Οκτωβρίου 2010 οι έρευνες δεν είχαν εντοπίσει ακόμα ποιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Νότιο Αφρική είχαν δωροδοκηθεί. Ίσως και να μην το εξακριβώσουν ποτέ, γιατί οι συνήγοροι των κατηγορουμένων κάνουν λόγο για εκβιαστική πίεση μιας εισαγγελικής αρχής που δεν διαθέτει αποδείξεις. Όμως, οι ανακριτές εξακρίβωσαν ότι οι προφανώς υψηλές προμήθειες που πλήρωνε η Ferrostaal στους φερόμενους ως συμβούλους είχαν να κάνουν λιγότερο με παροχή συμβουλών και περισσότερο με μοίρασμα μιζών. Τουλάχιστον από τότε που άρχισαν ερευνούν όλο και βαθύτερα τη συμφωνία με την Ελλάδα.

Τι μέρα και αυτή, η 2 Νοεμβρίου 2010. Μέρα γιορτής στο Κίελο. Επιτέλους. Τέσσερα χρόνια μετά την παραγγελία του, κατά τα οποία το «Παπανικολής» παρέμενε δεμένο στην προβλήτα της HDW αφού δεν είχε πάει κανείς να το παραλάβει, η ελληνική σημαία ανέμιζε πάνω από το υποβρύχιο. Ένας Έλληνας Αντιναύαρχος μίλησε με ενθουσιασμό για την υπέροχη τεχνολογία που διέθετε το υποβρύχιο. Και ο Έλληνας Πρέσβης ερωτεύτηκε αμέσως τις καμπύλες του υπερόπλου.

Ήδη από το 2000 η Ελλάδα είχε παραγγείλει τέσσερα νέα υποβρύχια Τύπου 214 -ένα αυτό στο Κίελο και άλλα τρία για να κατασκευαστούν σε ελληνικό ναυπηγείο- συνολικής αξίας 1,14 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τότε κυβερνούσε ακόμη το κόμμα του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα, μετά ήρθε η ΝΔ και δεν ήθελε πλέον το σκάφος, δήθεν γιατί έγερνε πάρα πολύ. Στην πραγματικότητα έγερνε μάλλον η χρηματοδότηση. Από το 2009 όμως το λόγο είχε ξανά το ΠΑΣΟΚ. Κι έτσι όλα ήταν καλά.

Αυτό ήταν όλο; Όχι, δεν ήταν αυτό για τον Johann Friedrich Haun, που έως την συνταξιοδότησή του το 2003 ήταν δεύτερος στην ιεραρχία της HDW και πριν επί 32 χρόνια ήταν στην Ferrostaal. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους μάνατζερ με μεγάλη επιρροή στο χώρο της γερμανικής εξοπλιστικής βιομηχανίας. Τύπος ευθύς, τύπος του στυλ «εμένα δεν μπορεί κανείς να με ζορίσει», στον κύκλο ονομαζόταν απλά «Hannfried». Για τις εισαγγελικές αρχές απλά «ο κατηγορούμενος».

Ο 72χρονος Haun δεν είχε λόγο να γιορτάζει στις 2 Νοεμβρίου. Ήταν ήδη προφυλακισμένος από το καλοκαίρι. Τις πρώτες εβδομάδες της προφυλάκισής του έλεγε ότι στην Ferrostaal «δεν έπεφταν στο κρεβάτι» με άλλες εταιρείες που μοίραζαν λεφτά σε υπεύθυνους κρατικών υπηρεσιών. Τα πάντα ήταν καθαρά και σωστά και σ’ αυτό έδιναν μεγάλη σημασία.

Στις 27 Οκτωβρίου, έξι μέρες πριν από την τελετή παραλαβής στο Κίελο, η φυλακή τον είχε εξαντλήσει. Εκείνη τη μέρα ο Haun έδινε την έκτη του κατάθεση και από αυτήν γινόταν ξεκάθαρο πως και πολλοί άλλοι δεν θα είχαν λόγο να γιορτάζουν. Θα ήταν καλύτερα να έφευγε αμέσως ο «Παπανικολής» και ακόμα καλύτερα χωρίς ομιλίες και τελετές, να έκανε αμέσως κατάδυση στα βαθιά.

Η Ferrostaal δεν είχε μιλήσει για δωροδοκία συμβούλων που είχε προσλάβει για να κλείσει η ελληνική συμφωνία για τα υποβρύχια. «Ήταν μια συμφωνία μεταξύ κυρίων». Βέβαια «στον καθένα», κατά τον Haun, «ήταν ξεκάθαρο»: Αν ήταν απαραίτητο, να σπρώξουν λεφτά οι σύμβουλοι σε αυτούς που έπαιρναν τις αποφάσεις, τότε αυτό και έπρεπε να γίνει. Γι’ αυτόν ήταν βέβαιο πως ίσως να έγινε έτσι και σε αυτή την περίπτωση. Κι αν έγινε, «για μένα ήταν εντάξει».

Πόσες από τις παχυλές προμήθειες συμβούλων τελικά μετατρέπονταν σε δωροδοκίες και για ποιόν, αυτό δεν το γνωρίζει, δεν ήθελε καν να το ξέρει. Ωστόσο, όπως ισχυριζόταν ο Haun, ένα πράγμα πιστεύει πως μπορεί να πει με βεβαιότητα: «Ως Γερμανός δεν μπορείς να κάνεις δουλειές στην Ελλάδα».
Όχι, χωρίς μια «Ομάδα A», με την κωδική ονομασία «Κύκλος Προσευχής», στην οποία ανήκαν οι παρατρεχάμενοι της Ferrostaal.

Για τους ανακριτές, η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μία περίπτωση στις πολλές, στις οποίες θα μπορούσαν να προστεθούν ίδιες ή παρόμοιες περιπτώσεις: όπως αυτή της Αιγύπτου, όπου ένας σύμβουλος της Ferrostaal χρειάστηκε να δώσει χρήματα σε έναν τετράστερο ναύαρχο για την κατασκευή ρυμουλκών πλοίων, ή της Αργεντινής, όπου ένας κολλητός είχε προωθήσει δουλειές για έναν συνέταιρο της Ferrostaal. Στην Κολομβία υπάρχουν υποψίες ότι οι Γερμανοί «έσπρωξαν» την σύμβαση για σκάφη της ακτοφυλακής.

Όλα αυτά τα είπε ένας πρώην μάνατζερ του ομίλου στον εισαγγελική αρχή του Μονάχου, ο οποίος κατά την συναλλαγή πρέπει να κράτησε κρυφές κάποιες λεπτομέρειες, μια και ως κύριος μάρτυρας στην υπόθεση ήθελε να εξασφαλίσει μειωμένη ποινή με αντάλλαγμα την κατάθεσή του. Σε αυτή την κατάθεση προστέθηκαν και άλλα επιβαρυντικά έγγραφα που έπεσαν στα χέρια των ανακριτών το 2009 σε μία έρευνα της πρώην μητρικής της Ferrostaal, της MAN. Όλα αυτά μαζί ήταν αρκετά για να στηριχθεί μια πρώτη υποψία.

Αλλά καμιά υπόθεση δεν ξεκαθαρίστηκε με ακρίβεια από τους εισαγγελείς του Μονάχου, ούτε και η συμφωνία για τα υποβρύχια με την Ελλάδα, για την οποία πρόσφατα ενδιαφέρθηκε και η εισαγγελία Αθηνών. Ενδιαφέρον έχει και μια άλλη υπόθεση, στην Πορτογαλία, όπου εκεί οι Πορτογάλοι ανακριτές διεξάγουν ήδη έρευνες για να διαπιστώσουν αν έχουν λαδωθεί πολιτικοί. Όποιος όμως θέλει να κατανοήσει το τρόπο λειτουργίας του συστήματος, πρέπει να ακολουθήσει τα ελληνικά χνάρια που φτάνουν πολύ πίσω στο παρελθόν, το ελληνικό και γερμανικό.

Χωρίς λαδώματα μπορεί να θάβαμε την υπόθεση της κατασκευής υποβρυχίων στην Γερμανία, είπε ο Haun όταν άρχισε να μιλάει σοβαρά κάτι στους ανακριτές. Το ίδιο άκουσαν από τον Walter Klausmann διευθύνοντα σύμβουλο της HDW: Η ελληνική σύμβαση εξασφάλιζε τέσσερα ως πέντε χρόνια δουλειάς για το ναυπηγείο. Η ελληνική σύμβαση ήταν η επιβίωσή μας. «Αυτές οι συμβάσεις ήταν απολύτως σημαντικές για την HDW», είπε ο Klausmann.

Διότι η υπόθεση έχει ως εξής σε ό,τι αφορά τα γερμανικά υποβρύχια: Η HDW είχε πουλήσει στο Πολεμικό Ναυτικό της Γερμανίας το πρώτο επαναστατικό σκάφος Τύπου 212. Επαναστατικό, γιατί έφερε στον κινητήρα του τεχνολογία κυψέλης καυσίμου, με την οποία μπορούσε το υποβρύχιο να παραμείνει κάτω από το νερό πολύ περισσότερο από ό,τι με το συνηθισμένο κινητήρα ντίζελ. Ωστόσο, τα έξοδα κατασκευής ενός υποβρυχίου είναι τόσο μεγάλα, που δεν αρκούσαν οι γερμανικές παραγγελίες, όχι μόνο γι’ αυτόν τον τύπο υποβρυχίου, αλλά ούτε και για κανέναν άλλον. «Η HDW χρειάζεται τις εξαγωγές», εξήγησε ο Klausmann στην εισαγγελέα.

Έτσι, στο Κίελο κατασκεύασαν ένα πολύ ελαφρύτερο σκάφος από το γερμανικό –που ήταν πολύ ακριβό για το εξωτερικό- και από Τύπος 212 έγινε Τύπος 214. Και η πρώτη κυβέρνηση που θα αγόραζε τον Τύπο 214 ήταν αυτή της Αθήνας. «Η Ελλάδα ήταν εκείνη που έσπασε τον πάγο», είπε ο Klausmann που επισήμανε ότι αν παράγγελναν πρώτοι οι Έλληνες, τότε θα ακολουθούσαν και άλλοι.

Γι’ αυτό ήταν «πανευτυχείς στην HDW» όταν τους ανατέθηκε τελικά η σύμβαση το 2000. Και φυσικά και στην Ferrostaal, τον βραχίονα διακίνησης της HDW. Το ναυπηγείο θα κατασκεύαζε τα σκάφη, αλλά η σύμβαση και η υπογραφή της ήταν δουλειά της Ferrostaal στο πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας των δύο εταιριών.

Η αρχή έγινε το 1997, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις ότι η Ελλάδα χρειάζεται νέα υποβρύχια. Υπήρχαν βέβαια και άλλες προσφορές, από τους Σουηδούς, τους Ολλανδούς και κυρίως τους Γάλλους της DCN για τον Τύπο Scorpene. Από τεχνολογικής άποψης δεν υπήρχε κανένας ουσιαστικός ανταγωνισμός, αλλά όλα παίζονταν ως προς το κόστος. Ήταν λοιπόν θέμα επιρροής.

Στην Ελλάδα δεν κλείνεις δουλειές χωρίς να είσαι κοινωνικά και πολιτικά καλά δικτυωμένος, εξήγησε ο Haun στους ανακριτές. Γι’ αυτό, κάθε τρεις και λίγο ο Γάλλος πρέσβης πήγαινε στα γραφεία των Ελλήνων Υπουργών Άμυνας και Οικονομικών. Εκεί θα έπρεπε να παιχτεί το παιγνίδι. Και ο Haun γνώριζε κάποιον εδώ και 30 χρόνια, έναν «αξιότιμο άνθρωπο», κάποιον που καταλάβαινε από αντιπαραθέσεις. Τον Hermann Graf von Pückler.

Ο Graf είχε καλό όνομα και εθεωρείτο ευγενής και πιστός στις παραδόσεις. Κάποια στιγμή πήγε στο Βραδεμβούργο για να ιδρύσει μία εταιρία κατασκευής ανθόκηπων, όπως και ο διάσημος πρόγονός του, ο δημιουργός πάρκων Hermann von Pückler- Muskau. Ο Graf ήταν κομματικός φίλος του Franz Josef Stauß (αποθανών ηγέτης του δεξιού κόμματος CSU) και μεταξύ άλλων ιδιοκτήτης της εταιρείας Eurotechnik GmbH, που έκλεισε το 2005. Είχε γίνει γνωστός επίσης ως μεσάζων για να κλείνουν δουλειές για τη γερμανική βιομηχανία στο εξωτερικό.
Κατά τις δεκαετίες του ‘80 και του ’90, ο Pückler εκπροσωπούσε σε πολλές χώρες την εταιρεία Odenwaldwerke, κατασκευάστρια των ΤΟΜΠ Fuchs.

Η Thyssen είχε πουλήσει το 1991 στη Σαουδική Αραβία 36 από αυτά με προμήθεια 220 εκατομμυρίων μάρκων, που αναφέρονταν ως «επωφελείς δαπάνες». Το μεγαλύτερο μέρος από αυτό το ποσό -184 εκατομμύρια- πήγε σε δύο εταιρείες του Παναμά. Πίσω από αυτές βρισκόταν ο Mansour Ojjeh, ένας Σαουδάραβας πολυεκατομμυριούχος. Έτσι τουλάχιστον είχε αναφέρει αργότερα ο μάνατζερ της Thyssen, Jürgen Maßmann στους ανακριτές. Αυτός είχε μηχανευτεί τότε εκείνο το ντιλ.

Ο Graf διέψευσε ότι ο von Pückler ήταν από γερμανικής πλευράς ο εκπρόσωπος του εταιρικού ομίλου εταιρειών του Ojjeh, όπως είχε ισχυριστεί πριν από χρόνια ένας άνθρωπος της Thyssen. Ωστόσο υπήρχε ήδη μία διασύνδεση. Ποιοι συναντήθηκαν στις 9 Οκτωβρίου 1990 στην Κολωνία, για να μιλήσουν, σύμφωνα με το Maßmann, για τα ΤΟΜΠ Fuchs; Ο ίδιος ο Ojjeh – και ο Graf von Pückler.

Ο Ojjeh είχε φέρει μαζί του τότε κάποιον που άκουγε στο όνομα Ago. «Ανήκε στον όμιλο του Ojjeh», διαβεβαίωσε ο Haun κατά την ανάκρισή του. Αυτός ο Ago ήταν ένας παλιός γνωστός του Graf, με τον οποίο διατηρούσε στενές επαφές από το 1976. Τον Μάρτιο του 1991 ο Pückler συνάντησε τον Λιβανέζο ακόμα μία φορά στο Λονδίνο, την ίδια μέρα που οι Σαουδάραβες πλήρωναν την πρώτη δόση για τα ΤΟΜΠ. Έτσι τουλάχιστον αναφέρεται σε μία ειδική αναφορά των οικονομικών ελεγκτών, που είχαν επεξεργαστεί για την συμφωνία της Thyssen το 1996.
Σύμπτωση ή όχι; Στο φάκελο της εισαγγελικής αρχής του Μονάχου για τη Ferrostaal εμφανίζονται τώρα αυτά τα ονόματα.

Ο Pückler και ο άνθρωπος του Ojjeh, ο Ago, εμφανίζονται στο σκηνικό των συναλλαγών με την Ελλάδα το 1997. Εκείνη την εποχή η χώρα ήταν σε αναβρασμό για περισσότερο από ένα χρόνο λόγω του σκανδάλου των τεθωρακισμένων. Το ντιλ για τα υποβρύχια είναι αντιγραφή με κάθε λεπτομέρεια της συμφωνίας με τα τεθωρακισμένα πριν δέκα χρόνια: υπάρχουν και πάλι υποτιθέμενες εταιρείες συμβούλων σε φορολογικούς παραδείσους, που αποταμιεύουν παχυλές προμήθειες, χρήματα που θα μπορούσε κανείς να μοιράσει σε πολιτικούς ή αξιωματούχους. Και τα συμβόλαια με τους συμβούλους βρίσκονται και αυτήν τη φορά σε τραπεζική θυρίδα στη Ζυρίχη. Έως ότου κάποτε καταστραφούν τα έγγραφα. Αλλά σε αυτό το σημείο θα επανέλθουμε.

Ο Pückler έχει καταθέσει ότι ο παλιός τους γνώριμος ο Haun τον προσέγγισε ζητώντας του να τον βοηθήσει στο θέμα της συμφωνίας για τα υποβρύχια. Και τότε γεννήθηκε το «Ομάδα A» με τον κωδικό «Κύκλος Προσευχής». Πέντε άνδρες που θα φρόντιζαν να κερδίσει το ντιλ το γερμανικό σκάφος. Φυσικά θα ανήκαν σ’ αυτήν την ομάδα ο ίδιος ο Pückler και ο έμπιστος του Ojjeh, ο Ago. Εκτός αυτού, ένας φίλος του Ago από τα σχολικά χρόνια, τον οποίο γνώριζε επίσης ο Pückler από το 1976. Και ακόμα, ένας Έλληνας αρχιτέκτονας. Όμως, ο Pückler ισχυρίζεται σήμερα ότι αυτόν δεν τον ενέταξε ο ίδιος.

Και ο Haun διαβεβαιώνει: Αυτός ο άνθρωπος ήταν έμπιστος του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου. «Και οι δύο γνωρίζονταν από το ΠΑΣΟΚ, ήταν πολύ παλιοί φίλοι» ανέφερε στην κατάθεσή του ο Haun. Ο (Έλληνας) πολιτικός δεν ήθελε να απαντήσει σε ερωτήματα του Spiegel.
Εδώ μπαίνει και ο μεγάλος άγνωστος: Ονομάζεται Αλέξανδρος Αβατάγγελος, αλλά η εισαγγελία δεν είναι βέβαιη ούτε καν αν γράφεται έτσι το όνομά του. Ο τόπος κατοικίας στην Κύπρο, που είχε δηλώσει κάποτε, φαίνεται πως είναι όντως η διεύθυνσή του. Ωστόσο ο Ago φαίνεται πως επεδίωξε πεισματικά να τον συμπεριλάβει (στην ομάδα). Και ο Graf είχε συναντηθεί μαζί του τουλάχιστον μία φορά –το 2005 στο Λονδίνο. Ο Αβατάγγελος ανήκε στον αραβικό κλάδο της ομάδας. Σ’ αυτήν προστίθεται και ο Έλληνας φίλος του Υπουργού Άμυνας. Όλοι μαζί αποτελούσαν την «Ομάδα Α». Και όλοι γνώριζαν ότι η Ferrostaal πληρώνει μόνο σε περίπτωση επιτυχίας. Αλλά κανείς δεν θα ρωτούσε από το Essen πώς έφτασαν στην επιτυχία.

Οι προμήθειες ήταν τόσο υψηλές,
ώστε για την Ferrostaal δεν έμεινε τίποτα

Τον Ιούνιο του 1997, στο ξενοδοχείο Baur au Lac της Ζυρίχης, πραγματοποιείται η καθοριστική συνάντηση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εισαγγελίας Μονάχου. Εκείνη την μέρα υπογράφονται τα μυστικά συμβόλαια. Μέλη της Ομάδας Α υπογράφουν για τρεις εταιρείες, που εδρεύουν στη Καραϊβική, πολύ μακριά από κάθε ανακριτή. Αν η Ελλάδα παραγγείλει πράγματι τα υποβρύχια, θα λάβουν το 4,5% επί της τιμής αγοράς, αυτή είναι η συμφωνία. Για τη Ferrostaal υπογράφει ο ειδικός του Haun για ελληνικά θέματα Hans-Dieter M., παλιός υπάλληλος της εταιρείας με 40ετή προϋπηρεσία.

Η τοποθεσία της Ζυρίχης δεν είναι συμπτωματική. Αμέσως μετά, τα συμβόλαια κλειδώνονται στη θυρίδα 20843 της UBS στην Paradeplatz. Πρέπει να βρίσκονται εκεί για ασφάλεια, γιατί κανείς δεν έχει σκοπό να τα υποβάλλει πουθενά και άμεση πληρωμή από την Ferrostaal στις εταιρείες δεν θα γίνει ποτέ.

Όταν το 2000 η ελληνική κυβέρνηση δίνει πράγματι στους Γερμανούς το επιπλέον ποσό για τα τέσσερα νέα υποβρύχια και μετά από δύο χρόνια αναθέτει στη HDW και την αναβάθμιση των παλαιών υποβρυχίων, αρχίζει να ρέει το χρήμα.

Όπως αναφέρουν τα πρακτικά της εισαγγελίας, η Ferrostaal κατέβαλε χρήματα στον επί δεκαετίες επίσημο εμπορικό αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα. Αυτός έπρεπε να λάβει 7,5% προμήθεια για τη συμφωνία, δηλαδή το μυθικό ποσό των 120 εκατομμυρίων ευρώ. Στην πραγματικότητα, μόνο το 3% ήταν για τον ίδιο και το άλλο 4,5% προοριζόταν για την Ομάδα Α. Από το Essen αποστέλλουν οδηγίες, πως ο αχυράνθρωπος θα μοιράσει το ποσοστό στην Ομάδα. Στην εταιρεία του Graf Pückler εισρέουν 300.000 ευρώ γιατί αυτός έπαιξε το ρόλο του ανθρώπου που στρατολόγησε την ομάδα.

Η παράκαμψη του επίσημου αντιπροσώπου της Ferrostaal λύνει ένα πρόβλημα, που δεν υπήρχε το 1997. Και αυτό γιατί μετά το Φεβρουάριο του 1999 άλλαξε ο γερμανικός νόμος, που επέτρεπε σε γερμανικές εταιρείες να μην φορολογούνται από την γερμανική εφορία για δωροδοκίες. Μετά την «ημέρα Χ», όπως ονομάζει ο Haun την ημερομηνία έναρξης ισχύος των νέων ρυθμίσεων, η χρηματική δωροδοκίας έγινε ποινικό αδίκημα. Και οι πληρωμές σε off shore εταιρείες, μέσω των οποίων αμοίβονταν οι πραγματικοί αποδέκτες, απαγορεύτηκαν.

Στις τρεις εταιρίες της Καραϊβικής δεν μπορούσαν πλέον να γίνονται πληρωμές. Αλλά ποιος εφοριακός στην Ελλάδα θα έκανε έλεγχο σε έναν αξιοσέβαστο αντιπρόσωπο ενός νόμιμου γερμανικού ομίλου εταιριών;

Ακόμα και τα συμβόλαια στις θυρίδες ήταν κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις εντελώς περιττά. Έτσι πίστευε τουλάχιστον η «Ομάδα Α». Κάποια στιγμή, ο ειδικός επί ελληνικών θεμάτων Hans- Dieter M. πήγε για άλλη μία φορά στην Ζυρίχη για την Ferrostaal. Με έναν δικηγόρο από την «Ομάδα Α» πήρε τα συμβόλαια από την θυρίδα και τα κατέστρεψε. Τι άλλαξε; Οι παχυλές προμήθειες άρχισαν να ρέουν. Από το Μάρτιο του 2000 εισέρευσαν στα ταμεία της Ομάδας Α 25,3 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι και αλλιώς, κανείς δεν θα μπορούσε να απαιτήσει χρήματα με νόμιμες διαδικασίες. Ή θα μπορούσε;

Γύρω στο 2003 σταμάτησαν τα εμβάσματα στην Ομάδα Α. Οι παλιοί είχαν βγει στην σύνταξη: ο Haun από την HDW και ο χειριστής των ελληνικών θεμάτων Hans Dieter M. από τη Ferrostaal. Την εκπροσώπηση της εταιρίας ανέλαβε τώρα ο Horst W., ο οποίος αργότερα θα έκρυβε έγγραφα της Ferrostaal στην γιαγιά και την κουνιάδα.

Ο νέος πρόεδρος της εταιρίας, ο Mitscherlich, περίμενε από αυτόν περισσότερα από νέες συναλλαγές. Ο Horst W. μετά το πανεπιστήμιο διορίστηκε στις οικονομικές υπηρεσίες όπου και δούλεψε για μερικά χρόνια ως ανακριτής εφοριακός. Τώρα πια θα ήταν ο προσωπικός πυροσβέστης του διευθυντή, όταν κάπου ξέσπαγε φωτιά. Και στην Ελλάδα είχε πιάσει φωτιά. Θα έπρεπε να την σβήσει και να διακόψει τις σχέσεις με τους επιτίμους συμβούλους, που είχαν ξεπεράσει τα όρια. Επειδή η νέα διεύθυνση ήθελε να τηρήσει μία σκληρή στάση κατά της διαφθοράς; Ή μήπως γιατί δεν ταίριαζαν πλέον τα μεγέθη; Διότι οι προμήθειες ήσαν κατά τα φαινόμενα τόσο υψηλές, που από την συναλλαγή με τα υποβρύχια δεν περίσσευε τίποτε πλέον για την Ferrostaal.

Καμία έκπληξη: Στο πακέτο που βρήκε η αστυνομία στην κουνιάδα, υπήρχε μία λίστα των υποτιθέμενων παραληπτών των χρημάτων. Συνολικά 55 εκατομμύρια είχαν δοθεί σύμφωνα με τη λίστα αυτή. Δεν είχε όμως χρηματοδοτηθεί μόνο η Ομάδα Α. Για να πάρει τη σύμβαση, η Ferrostaal έπρεπε να αγοράσει ένα εξαθλιωμένο ημι-κρατικό ναυπηγείο. Ακόμη και ο διευθυντής του ναυπηγείου είχε εισπράξει προφανώς χρήματα με την πλάγια οδό, όπως και μία Ομάδα Β που στην κορυφή της ήταν ένας άνδρας που είχε μεγάλη επιρροή στα συνδικάτα. Αυτός έπρεπε να φροντίζει, ώστε οι απεργίες να μην εμποδίσουν τη συναρμολόγηση των τριών υποβρυχίων σε αυτό το ναυπηγείο.

Ο Horst W. μείωσε λοιπόν την προμήθεια για την ελληνικό ντιλ από τα 120 εκατομμύρια στα 80. Η Ομάδα Α αναστατώθηκε, αισθάνθηκε εξαπατημένη. Γι’ αυτό αμέσως μετά έγινε μία συνάντηση στο Λονδίνο. Ο Horst W. άκουσε τις διαμαρτυρίες του Αβατάγγελου και τις αξιώσεις του. Αργότερα όμως δεν ήρθε σε επαφή με την Ομάδα Α. Και έτσι το 2006 ξεκίνησαν οι αντιδράσεις από την εταιρεία του Αβατάγγελου στην Καραϊβική.

Πήρε έναν γερμανό δικηγόρο, υπέβαλλε αγωγή διαιτησίας στην Ελβετία και απαίτησε το υπολειπόμενο ποσό των 60 εκατομμυρίων ευρώ. Ένας άνθρωπος σκιά, για τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκεται και κυρίως ποιος είναι στην πραγματικότητα, ξαφνικά έγινε πολύ ορατός.
Στη Ferrostaal έγιναν ιδιαίτερα νευρικοί, αλλά τον πλήρωσαν στο τέλος άλλα 11 εκατομμύρια, παρά τις εισηγήσεις του Horst W.. Ο δικηγόρος τους είπε πως δεν μπορούν να κατηγορήσουν τον πελάτη του τίποτε σε όλη αυτή την ιστορία. Ο Horst W., του οποίου η εντολή σύλληψης όπως και του Haun είχε εκδοθεί, έκανε τα πάντα για να σταματήσει τις πληρωμές, που ήσαν υπό αμφισβήτηση.

Η εντολή πληρωμής στις 8 Αυγούστου 2007 φέρει την υπογραφή του προέδρου Mitscherlich. Αυτός είναι ο λόγος που η εισαγγελική αρχή θεώρησε αυτόν και έναν συνεργάτη του ενόχους. Η κατηγορία ήταν αυτή της δωροδοκίας σε μία ιδιαιτέρως σοβαρή υπόθεση.

Τι γνώριζε λοιπόν ο Mitscherlich; Ο Mitscherlich ήταν γιος των ψυχαναλυτών Margarete και Alexander Mitscherlich, οι οποίοι έγιναν είδωλα του κινήματος του ‘68 με το έργο τους «Η ανικανότητα να πενθείς». Προέτρεψαν μία ολόκληρη γενιά να θέτει στους γονείς τους ερωτήσεις που τους έφερναν σε δύσκολη θέση. Ερωτήσεις όπως, τί είχαν κάνει την εποχή του «Τρίτου Ράιχ», πού συμμετείχαν, γιατί δεν είχαν πει όχι; Και πώς τα κατάφεραν να αποσείσουν από τους ώμους τους μια τέτοια μεγάλη ευθύνη;

Ο Mitscherlich μεγάλωσε με τον Theodor Adorno, με τον Jürgen Habermas, ο οποίος μέχρι σήμερα είναι φίλος του και αυτό τον σημάδευσε. Αν και δεν υπήρξε πρωτοπόρος του έθνους, είχε όνομα διανοούμενου. Ήταν ένας διανοούμενος σε θέση διευθυντή, όπως τον αποκαλούσαν, πριν χάσει τη σπουδαία δουλειά του εξαιτίας του σκανδάλου.

Κάποιος όπως αυτός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ότι του λείπει η διορατικότητα, ότι δεν είχε ιδέα. Όχι στην περίπτωση των προμηθειών σε αυτό το ύψος, όχι σε χώρες όπως η Ελλάδα, για τις οποίες ένα θα έπρεπε να ξέρει κανείς, πως δηλαδή εκεί η δωροδοκία είναι τόσο σύνηθες φαινόμενο όπως το φιλοδώρημα στην χώρα μας. Γιατί ειδικά στην Ελλάδα ο Mitscherlich είχε ζήσει δύο χρόνια, είχε διευθύνει εκεί το αεροδρόμιο των Αθηνών.

Και πριν ήταν επίσης στην Νιγηρία, στην την εταιρεία εγκαταστάσεων της Klöckner. Όποιος επενδύει στη Νιγηρία εκατομμύρια πρέπει επίσης να γνωρίζει ποιες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε πολλά κράτη του κόσμου. Πόσο δύσκολο είναι να το αρνείσαι αυτό συνέχεια;
Το ότι ο Mitscherlich δεν είχε στο μυαλό του τη διαφθορά δεν είναι σωστή υπερασπιστική γραμμή για τον συνήγορό του. Φυσικά, ο Mitscherlich πρέπει να ήταν υποψιασμένος για τις συναλλαγές στην Ελλάδα. Γι’ αυτό έπρεπε να τα εξετάσει όλα βέβαια προσεκτικά. Όμως δεν βρήκε τίποτε ύποπτο.

Ισχύει, πράγματι, πως ο Mitscherlich είχε αναθέσει σε δικηγορικό γραφείο να οργανώσει τη συναλλαγή. Το 2007 ο δικηγόρος του επισκέφτηκε τον Haun και τον Hans–Dieter M., και οι δύο του δήλωσαν γραπτώς ότι η Ομάδα Α άξιζε τα χρήματά της, αλλιώς χωρίς τη βοήθειά της δεν θα τους ανέθεταν την σύμβαση.

Με τον Αβατάγγελο -ή μάλλον με τον άνδρα που αποκαλούνταν Αβατάγγελος- συναντήθηκε ο δικηγόρος στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης. Δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος γι’ αυτό γιατί δεν έδειξε διαβατήριο στο δικηγόρο. Με άσχημη διάθεση ο Αβατάγγελος τον διαβεβαίωσε πως ο ίδιος δεν δωροδόκησε κανέναν, γι’ αυτό και η αξίωσή του ήταν δίκαιη.

Από τον Graf Pückler ο δικηγόρος πήρε τη διαβεβαίωση ότι μετά από το συμβιβασμό με τον Αβατάγγελο, οι άλλοι της Ομάδας Α θα ησύχαζαν. Για τη Ferrostaal αυτό σήμαινε εν μέρει νομική ασφάλεια. Χωρίς αυτή την ασφάλεια ο συμβιβασμός θα ήταν σχεδόν αφερέγγυος. Σήμερα ωστόσο ο Pückler δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομα Αβατάγγελος. Έτσι λέει. Δεν ανήκε, λέει, καν στην ομάδα συμβούλων, που είχε συγκροτήσει η Ferrostaal. Εκτός αυτού ο Pückler είχε ήδη φύγει από το 2000 από την επιχείρηση, δεν ήξερε τίποτε για δωροδοκίες, δεν είχε καν σχέση με αυτά.

Η Επιτροπή Ελέγχου Επικινδυνότητας έλαβε τελικά την εντολή να συναντήσει στην Ελλάδα πιθανώς δωροδοκηθέντα άτομα σε θέσεις λήψεων αποφάσεων, αλλά χωρίς επιτυχία. Τότε, το Διαιτητικό Δικαστήριο της Ελβετίας κατέληξε στην απόφαση πως το αίτημα του Αβατάγγελου φαινόταν εύλογο και έπρεπε να υπάρξει συμβιβασμός. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς από το να πληρώσουν, ήταν το επιχείρημα του συνηγόρου του Mitscherlich.

Ωστόσο για τους ανακριτές παραμένει το ερώτημα: Τι γνώριζε πραγματικά ο Mitscherlich; Και τι ήθελε να γνωρίζει; Ο κύριος μάρτυρας της εισαγγελικής αρχής που είχε προκαλέσει τις εφόδους τα προηγούμενα χρόνια, κάνει δυσχερέστερη τη θέση του. Ο Mitscherlich γνώριζε πως στην Ελλάδα γίνονται δωροδοκίες.

Σε καμία περίπτωση, ισχυρίζεται ο Mitscherlich, ούτε σε αυτή την περίπτωση ούτε σε καμία άλλη. Επομένως ούτε και στην Αργεντινή. Εκεί, σύμφωνα με τον κύριο μάρτυρα, ο Mitscherlich ήθελε να δημουργήσει μία θέση διακινητή δωροδοκιών. Μετά από μία συνωμοτική συζήτηση με τον μάρτυρα, ο διευθυντής της Ferrostaal τον αποχαιρέτισε συνωμοτικά με τα λόγια: «Δεν γνωρίζω τίποτε. Καταλάβετέ το». Ο Mitscherlich το διαψεύδει. Και πώς μπορεί κανείς να πιστέψει έναν βασικό μάρτυρα που επιβαρύνει τους άλλους, επειδή επιβαρύνεται ο ίδιος;

Δεν είναι όμως ο μοναδικός που αμφισβητεί. Ο Hans-Dieter M., ο υπεύθυνος για τα ελληνικά θέματα, αποχαιρέτησε ο ίδιος προσωπικά τον Mitscherlich -πρέπει να ήταν 2 Ιουλίου 2003, στις τέσσερις το απόγευμα- στην μικρή αίθουσα συσκέψεων, αριστερά από το μεγάλο γραφείο. Θυμόταν καλά παρά τα 72 του χρόνια.

Ήδη για την υπόθεση, είπε στο Mitscherlich, στην Ελλάδα έφτασαν χρήματα προς τρίτους μέσω του επισήμου συνεργάτη της Ferrostaal. «Είμαι σίγουρος», είπε ο πρώην υπεύθυνος για ελληνικά θέματα στους ανακριτές.

Βέβαια, ο Mitscherlich δεν αναζήτησε, σε ποιόν, για ποιο λόγο και πόσα. «Είχε συμμεριστεί τη άποψή μου». Κατά τον Mitscherlich δεν γινόταν ωστόσο λόγος στην συζήτηση για διαφθορά, επομένως δεν έπρεπε να αντιδράσει. Είναι γεγονός ότι τρία χρόνια αργότερα ο Mitscherlich ξεκίνησε
μία έρευνα –τότε που ο Αβατάγγελος ήθελε να υποβάλει αγωγή.

Ακόμη ένα στέλεχος της Διεύθυνσης Φορολογίας και Οικονομικών κατέθετε στην εισαγγελία. Ο άνδρας είχε συγκεντρώσει σχεδόν όλες τις συμβάσεις των συμβούλων στο γραφείο σε 26 φακέλους. Τους στοιχειοθέτησε και τους σχολίασε με ακρίβεια και μπόρεσε να στηρίξει τη θέση του, όταν υπήρχε ισχυρή υποψία διαφθοράς.

Το 2007 ο Mitscherlich τον κάλεσε σε μία προσωπική συζήτηση και του είπε ότι το αιώνιο «παιχνίδι με την αποστολή e-mail εδώ κι εκεί» πρέπει να σταματήσει, όπως και η διακίνηση όλων των φακέλων. Ο Mitscherlich φρόντισε επίσης να φύγει τον Μάρτιο του 2009, έξι μήνες πριν από τον συμφωνημένο χρόνο αποχώρησής του. Αποτέλεσμα κατά τους εφοριακούς- ειδικούς ήταν ότι ο Mitscherlich προσπάθησε «να αφήσει πίσω του όσο το δυνατόν λιγότερα ίχνη».

Και πάλι ο Mitscherlich αντιστέκεται. Σε καμία περίπτωση δεν είχε απαγορεύσει κάποια εξέταση σε βάθος. Και η συνταξιοδότησή του δεν είχε σχέση με κάτι τέτοιο.

Ποιο κακό πνεύμα ζούσε κάτω τη μύτη του Mitscherlich μέσα στην εταιρία, το δείχνει κυρίως μία απόφαση, στην οποία το θέμα της διαφθοράς έπαιζε ρόλο. Ωστόσο, εύλογο είναι το ερώτημα, πώς μπορεί κανείς να μην πιαστεί επ’ αυτοφόρω.

Το 2004 η Ferrostaal ίδρυσε μαζί με την HDW στο Λονδίνο την εταιρεία Marine Force International (MFI). Αν η Ferrostaal πουλούσε μέχρι τότε τα σκάφη της HDW από το Essen, τώρα θα έκανε τις συναλλαγές μέσω Αγγλίας. Εσωτερικά λειτουργούσε ως «μέσο αξιολόγησης προγράμματος», ωστόσο κατά το δικηγόρο της εταιρίας Simons & Simons, που ήταν παρών, γίνεται φανερό πως υπήρχε ένας διαφορετικός, πολύ καθοριστικός λόγος: η ελπίδα για πιο ευμενείς φορολογικές υπηρεσίες στην Αγγλία.

Στις συνομιλίες πριν από την ίδρυση της MFI προέκυψε πολλές φορές το θέμα πως οι Γερμανοί υπάλληλοι των οικονομικών υπηρεσιών εξέταζαν εξονυχιστικά τις εξοπλιστικές συναλλαγές και ότι ήταν πολύ πιο δύσκολο κανείς να διαπραγματευτεί μια συμφωνία μαζί τους από ό,τι στην Αγγλία. Αυτό αποτελεί, κατά τον δικηγόρο σήμερα, «στα σίγουρα ένα πολύ σημαντικό σημείο». Σε ένα e-mail σε συνεργάτες του στο Λονδίνο ρώτησε να μάθει αν οι βρετανικές εφοριακές αρχές ειδοποιούν άμεσα τις εισαγγελικές αρχές σε περίπτωση ύποπτων πληρωμών, όπως γίνεται στη Γερμανία. Ή ίσως όχι.

Για τον Mitscherlich πιθανώς αυτό δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Από το Λονδίνο μπορούσε κανείς να κλείσει καλύτερες συμφωνίες. Και αυτό ανεξαρτήτως αν αυτός δεν ήταν αρμόδιος για την MFI. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να θεωρηθούν οι κατηγορίες της εισαγγελικής αρχής αβάσιμες. Στο τέλος θα ξεκινούσε η ποινική διαδικασία.

Αυτή επομένως είναι η γνώμη των ανακριτών σήμερα για την ελληνική υπόθεση, που κρύβει μια επιχείρηση, στην οποία οι ερευνητές έδιναν για καιρό το παρατσούκλι «το πλυντήριο» και στην οποία τα κανονικά έγγραφα, όπως ομολόγησε κάποιος, με τα οποία οι διευθυντές διαβεβαίωναν για τη νομιμότητα μιας συναλλαγής, έφεραν υπογραφές σύμφωνα με το υπόδειγμα «διαβάστηκε, καταχωρήθηκε, γελάσαμε». Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι του μωσαϊκού. Ένα μικρό κομμάτι.

Για την σύμβαση με τα υποβρύχια στην Πορτογαλία, η Ferrostaal θα πρέπει να είχε φροντίσει τις επαφές της με τον Πορτογάλο επίτιμο πρόξενο στο Μόναχο. Είχε κανονίσει μάλιστα ένα ραντεβού για το διευθυντή-πωλητή Haun, όπως θυμάται, για μεσημεριανό φαγητό με τον Jose Manuel Baroso, τότε Πρωθυπουργό, σήμερα Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εντωμεταξύ ο πρόξενος μετακινήθηκε. Ο Baroso διαβεβαιώνει πανηγυρικά ότι δεν αναμίχτηκε ποτέ στην διαδικασία πώλησης. Στην Πορτογαλία προσγειώθηκαν 30 εκατομμύρια ευρώ από την Ferrostaal. Οι εισαγγελείς ερευνούν αν εισέρευσαν μέσω μίας αγγλικής εταιρείας, πίσω από την οποία κρύβονταν προφανώς σε φορολογικούς παραδείσους για άλλη μια φορά μικρές εταιρείες σε ρόλο ταχυδρομικής θυρίδας. Η κάλυψη θυμίζει πολύ το μοντέλο της Ελλάδος.

Στην περίπτωση των σκαφών για την Νότιο Αφρική εισέρευσαν τουλάχιστον 6,5 εκατομμύρια ευρώ σε μία εταιρεία της Λιβερίας. Ανήκε σε έναν σύμβουλο, που ήδη είχε εισπράξει 22 εκατομμύρια δολάρια κατά την συναλλαγή για γερμανικές φρεγάτες. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν φήμες πως ο πρόεδρος της χώρας Thabo Mbeki είχε κερδίσει κάτι. Το ίδιο και ο διάδοχός του, Jacob Zuma. Όλοι οι εμπλεκόμενοι απέκρουσαν τις κατηγορίες επανειλημμένως και με εκνευρισμό. Πράγμα που δεν έκανε τον Mitscherlich να απορεί. Η Ferrostaal και Γερμανοί εισαγγελείς ήλεγξαν τις συναλλαγές στην Πορτογαλία, αλλά από παρατυπίες ούτε ίχνος.

Ακόμη και για την Μαργαρίτα Μαθιοπούλου, κάποτε έμπιστη του Willy Brandt και εκπρόσωπο του κόμματος SPD, ενδιαφέρονται οι ανακριτές. Η εταιρεία συμβούλων της εισέπραξε 1,2 εκατομμύρια ευρώ από την MFI. Αναμενόταν ότι έπρεπε να βοηθήσει, σύμφωνα με την άποψή της το 2004, να κατευθύνουν την σύμβαση κατασκευής για τα υποβρύχια, που επρόκειτο να αγοράσει η Αίγυπτος, στο ελληνικό ναυπηγείο της HWD. Από αυτό δεν βγήκε τίποτε και αυτό δεν είχε να κάνει με τις ελληνο-γερμανικές συναλλαγές για τα υποβρύχια, σύμφωνα με την Μαθιοπούλου.
Μία άλλη εταιρεία που ήταν εμπλεκόμενη, απαίτησε μάλιστα από την Ferrostaal δέκα εκατομμύρια για το πρόγραμμα χρηματοδότησης, για να μπορέσει η Πορτογαλία να προωθήσει την συναλλαγή με τα υποβρύχια, χωρίς να υπάρχουν φασαρίες με την ΕΕ. Αλλά το πρόγραμμα δεν είχε βάση, και η Ferrostaal στο τέλος μπλόκαρε την αξίωση. Η Μαθιοπούλου ισχυρίζεται ότι δεν βρισκόταν πίσω από αυτή την αξίωση και γι’ αυτό στη συνέχεια εγκατέλειψε την εταιρεία.

Ακόμη ένας πρώην πολιτικός ηγέτης ήταν για πολύ καιρό στην μισθοδοσία της Ferrostaal: o Siegfried Zoglmann, μέλος του FDP, αργότερα μέλος του CDU, μέχρι το 1976 στο γερμανικό κοινοβούλιο. Από το 1983 ο Zoglmann κέρδιζε ως μέλος του λόμπι κάθε μήνα το ποσό των 20.000 μάρκων και από το 1992 κέρδιζε 10.000 ακόμη μάρκα το μήνα. Το 2003 έληξε η σύμβασή του, παρ’ όλα αυτά η οικογένεια του απαίτησε υψηλή αποζημίωση μετά το θάνατο του Zoglmann το 2007.

Αυτός ο άνδρας, δήλωσε ο Haun στους διαδόχους του στην Ferrostaal, άξιζε τα χρήματά του. Ως «στενός φίλος του Hans Dietrich Geschner», ο Zoglmann είχε κάθε φορά συναντήσεις με τον Franz Josef Strauss, τον Theo Waigel, τον Peter Ramsauer ή με τον Edmund Stoiber. Όταν ένας δικηγόρος της Ferrostaal ρώτησε τον Haun, τί ακριβώς έκανε ο Zoglmann, αυτός επικαλέστηκε το απόρρητο του επαγγέλματος του δικηγόρου. Τί ακριβώς δεν επιτρέπεται δηλαδή να βγει στην δημοσιότητα;

Πολλά πρέπει να γίνουν σε ό,τι αφορά τη Ferrostaal, για τις εισαγγελικές αρχές, για τους ιστορικούς και φυσικά για τους νέους διευθυντές. Μόνο οι δικηγόροι κόστισαν 64 εκατομμύρια ευρώ μέχρι τώρα και πρέπει οι παλιές δωροδοκίες να εξεταστούν εσωτερικά. Αν προστεθεί και το πρόστιμο των 200 εκατομμυρίων από την εισαγγελική αρχή, η ύπαρξη της εταιρείας βρίσκεται σε κίνδυνο. Επιπλέον έχει χαθεί η μεγάλη εμπιστοσύνη στις αγορές κι αυτό είναι ένα φορτίο που δυσκολεύει την κατάσταση και δεν φέρνει νέες, καθαρές συμβάσεις.

Σε ό,τι αφορά ένα μέρος της ζημιάς, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες οι παλαιότεροι διευθυντές. Η Ferrostaal δεν θέλει να προσθέσει