Δένδιας: «51 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρου – Δεν ξεχνώ»

Ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας στη Λευκωσία / REUTERS / Yiannis Kourtoglou

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, σε σημερινή ανάρτησή του στο κοινωνικό δίκτυο Χ, για την θλιβερή επέτειο 51 ετών από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, σημειώνει: «51 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, 20 Ιουλίου 1974. Κύπρος. Δεν ξεχνώ».

Παράλληλα, ο κ. Δένδιας ανάρτησε φωτογραφία από το Μνημείο Πεσόντων στην Κύπρο, που βρίσκεται στο Άλσος Στρατού, με τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Το κυπριακό ζήτημα, ως διεθνές πρόβλημα, έχει τις ρίζες του στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το 1878 η Κύπρος έγινε βρετανική αποικία. Έκτοτε το αίτημα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση της νήσου και ένωσή της με την Ελλάδα δεν βρήκε ανταπόκριση από τη διεθνή κοινότητα. Το 1959 οι συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας οδήγησαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο και ιδρύθηκε ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών οι τρεις εγγυήτριες χώρες, Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία, αποφάσισαν την ίδρυση της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και της αντίστοιχης τουρκικής (ΤΟΥΡΔΥΚ), και την εγκατάστασή τους στο νησί, με στόχο την εγγύηση της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Όμως, οι αδιάκοπες τουρκικές προκλήσεις είχαν ως συνέπεια την κλιμακούμενη ένταση στο νησί, με αποκορύφωμα τα αιματηρά επεισόδια του 1964, που παρ’ ολίγον να οδηγήσουν σε πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Το πραξικόπημα ανατροπής του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στις 15 Ιουλίου 1974 ήταν η αφορμή για την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974. Επικαλούμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως, η Τουρκία εισέβαλε στη νήσο (Σχέδιο «Αττίλας I»), με σκοπό την αποκατάσταση, όπως ισχυριζόταν, της συνταγματικής τάξης και την προστασία των Τουρκοκυπρίων.

Οι σφοδρότερες συγκρούσεις της 20ής Ιουλίου έλαβαν χώρα σε τρία μέτωπα: στο χωριό Κιόνελι, κατά τη νυχτερινή επίθεση της ΕΛΔΥΚ, στο προγεφύρωμα της Κυρήνειας και στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, όπου οι συγκρούσεις υπήρξαν πολύ αιματηρές. Στις 21 και 22 Ιουλίου οι μάχες συνεχίστηκαν με σφοδρότητα, αλλά η Τουρκία είχε ήδη πετύχει τον αντικειμενικό της σκοπό.

Η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο έληξε στις 22 Ιουλίου με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που προέβλεπε την άμεση κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό της στρατιωτικής επέμβασης στο νησί.

Έκτοτε και μέχρι τις 14 Αυγούστου 1974 ακολούθησε μία περίοδος εκεχειρίας, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβαν χώρα δύο κύκλοι ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη (25 Ιουλίου και 8-14 Αυγούστου), παράλληλα, όμως, ενισχύθηκαν σημαντικά οι τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες προέβαιναν σε συνεχείς παραβιάσεις της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός.

Στις 14 Αυγούστου 1974, λίγο μετά την αποτυχία της δεύτερης ειρηνευτικής διάσκεψης της Γενεύης, η Τουρκία έβαλε σε εφαρμογή το Σχέδιο «Αττίλας II». Σε διάστημα τριών ημερών, οι τουρκικές δυνάμεις, ενισχυμένες με
εκατοντάδες άρματα μάχης και με την ισχυρή υποστήριξη δυνάμεων αεροπορίας και τμημάτων πυροβολικού, προέλασαν σε βάθος 60 χιλιομέτρων ανατολικά και 40 χιλιομέτρων δυτικά, καταλαμβάνοντας διαδοχικά τις περιοχές Μιας Μηλιάς και Αμμοχώστου προς τα ανατολικά, και Ασωμάτου, Διάβασης Σκυλλούρας και Μόρφου προς τα δυτικά.

Επίσης, επιχείρησαν να καταλάβουν τις θέσεις που κάλυπτε η ΕΛΔΥΚ στον τομέα του αεροδρομίου Λευκωσίας, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα, λόγω της ισχυρής αντίστασης που συνάντησαν εκεί. Η Τουρκία, έχοντας πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς, δέχθηκε την κατάπαυση του πυρός το απόγευμα της 16ης Αυγούστου 1974.

Από τότε η «Γραμμή Αττίλα» διαχωρίζει τεχνητά την Κύπρο. Περίπου το 37% του κυπριακού εδάφους καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ 200.000 Ελληνοκύπριοι, σχεδόν το 40% του συνολικού πληθυσμού, εκτοπίστηκαν με τη βία από τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο νότιο τμήμα του νησιού.

Με πληροφορίες από: ΓΕΣ