Γιατί αγοράζουν τόσα πολλά όπλα στη Λατινική Αμερική;

Είναι πράγματι άξιο έρευνας γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής εξακολουθούν να σπαταλάνε τεράστια ποσά για αγορές εξοπλισμών. Αξιοποιώντας στοιχεία δημοσιογραφικής έρευνας,αλλά και επίσημα στοιχεία διεθνών οργανισμών, η ανάλυση του Δικτύου Ελεύθερων Φαντάρων ,δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα:

Εντύπωση προκαλεί η τεράστια αύξηση στις πωλήσεις όπλων στην Λατινική Αμερική, καθώς το 2010 έφτασαν στα 63.3 δις δολ. Συνολικά καταγράφονται πολεμικές δαπάνες σε παγκόσμιο επίπεδο της τάξης των 1.6 τρις δολ. Οι ΗΠΑ παραμένουν πρώτες στη λίστα καθώς ξόδεψαν 698 δις δολ., σημειώνοντας αύξηση 80% των αντίστοιχων δαπανών την τελευταία δεκαετία, ξοδεύοντας 6 φορές περισσότερα από τον ανταγωνιστή της, την Κίνα που δαπανά 119 δις δολ. Η Βρετανία ξοδεύει 59.6 δις δολ., ενώ συνολικά η Ευρώπη μειώνει τις πολεμικές της δαπάνες κατά 2.8%. Αύξηση καταγράφεται σε Ινδία και Ρωσία, ενώ η Αφρική δαπανά 30 δις δολ. και η Εγγύς Ανατολή 111 δις δολ.

Αν όμως οι ανάγκες πλανητικής κυριαρχίας των ΗΠΑ «δικαιολογούν» αυτά τα μεγέθη, σε Κίνα-Ινδία-Ρωσία η διεκδίκηση διευρυμένου ιμπεριαλιστικού ρόλου ωθούν σε αγορές όπλων και η Εγγύς Ανατολή παρουσιάζεται ως αιμοδότης της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας με πρόσχημα τον Ιρανικό κίνδυνο, η Λατινική Αμερική με την τεράστια φτώχεια και τις πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες γιατί να δαπανά αυτά τα τεράστια ποσά σε εξοπλισμούς;   

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα στηριχθούμε στην έγκριτη δημοσιογράφο του CBC, Connie Watson ανταποκριτή για χρόνια στη Λατινική Αμερική και με βαθιά γνώση των πραγμάτων. Πριν από την απόσπαση της στο Μεξικό, η Watson ασχολήθηκε εκτενώς σε επικίνδυνες ζώνες όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν.

Η μελέτη της δημοσιογραφικής της δουλειάς μας βοηθά να συμπεράνουμε ότι η εκτίναξη των εξοπλισμών στη Λατινική Αμερική οφείλεται στους εξής λόγους:

• Στον φόβο που προκαλεί η στρατιωτική συνεργασία ΗΠΑ-Κολομβίας, με πρόσχημα την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών.

• Την ανεξάρτητη πολιτική σειράς λατινοαμερικάνικων κυβερνήσεων έναντι των ΗΠΑ, που θέλοντας να ισχυροποιηθούν και να αντιμετωπίσουν την αμερικανική απειλή ισχυροποιούν τις Ένοπλες Δυνάμεις τους.

• Τις βλέψεις της Βραζιλίας. Σύμφωνα με την ειδικό Καρίνα Σολομιράνο «η Βραζιλία είναι υπεύθυνη για το ήμισυ των αμυντικών δαπανών στη Νότια Αμερική. Αυτό έχει κυρίως γεωπολιτικούς σκοπούς, πρόκειται για επίδειξη ισχύος πέραν των συνόρων της Νότιας Αμερικής. Επίσης, σε διεθνές επίπεδο η Βραζιλία επιθυμεί να αναλάβει σημαντικότερο ρόλο».

• Τέλος, η Λατινική Αμερική γίνεται πεδίο ανταγωνισμού για μια ακόμη φορά ανάμεσα σε Ρωσία-ΗΠΑ, με την πρώτη να θέλει μια εξισορρόπηση απειλών απέναντι στην ισχυρή της αντίπαλο που την προκαλεί με την διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο, αλλά και με την Αντιπυραυλική Ασπίδα της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο στη Λατινική Αμερική επικρατεί έντονη αναστάτωση με την συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση της Κολομβίας και των ΗΠΑ. Η Κολομβία θα επιτρέψει στις αμερικανικές δυνάμεις να εφορμούν από επτά κολομβιανές στρατιωτικές βάσεις με αντάλλαγμα αμερικανική οικονομική βοήθεια για αγορά αμερικανικών όπλων, στρατιωτική υποστήριξη και πληροφορίες για την μάχη εναντίον ομάδων ανταρτών και εμπόρων ναρκωτικών.

Η ρύθμιση είναι μέρος του λεγόμενου πολέμου των ΗΠΑ κατά των ναρκωτικών, γνωστή επίσημα ως το Σχέδιο Κολομβία στην Ουάσιγκτον.
Οι κυβερνήσεις όμως της Λατινικής Αμερικής αισθάνονται ως απειλή  την προοπτική των περισσότερων στρατευμάτων των ΗΠΑ σε απόσταση βολής των συνόρων τους, λαμβάνοντας υπόψη τους τη μακρά ιστορία της παρέμβασης των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική. Λένε ότι η αμερικανική παρουσία θα απειλήσει την περιφερειακή σταθερότητα.

Οι πρόεδροι της Νότιας Αμερικής κάλεσαν έκτακτη συνεδρίαση για να συζητήσουν τη συμφωνία, ζητώντας από τον Πρόεδρο της Κολομβίας Alvaro Uribe, να παράσχει εγγυήσεις ότι τα στρατεύματα των ΗΠΑ δεν θα επιχειρήσουν εγχείρημα έξω από τα σύνορα της Κολομβίας.

Ο Ουρίμπε δήλωσε ότι “μόνη εστίασή μας είναι να επιλύσουμε τα εσωτερικά μας προβλήματα ασφάλειας”. «Δεν παίζουν τα παιχνίδια υποθετικού πολέμου με τους γείτονές μας»!

Για δεκαετίες τώρα, η Κολομβία έχει εξαπολύσει στα εξής πεδία τη δράση των Ενόπλων Δυνάμεων της: κατά των αριστερών ανταρτών και τα βαριά οπλισμένα καρτέλ των ναρκωτικών.

Όμως οι κολομβιανές διαβεβαιώσεις δεν έπεισαν. Ο πρόεδρος της Βολιβίας, Έβο Μοράλες, μαζί με του Ισημερινού Ραφαέλ Κορέα και τον ΟύγκοΤσάβες της Βενεζουέλας κάλεσαν τους άλλους ηγέτες να απαγορεύσουν την «ξένη στρατιωτική παρουσία» στη Νότια Αμερική. Κάθε πρόεδρος εξέφρασε την ανησυχία, αλλά η συνάντηση έληξε χωρίς ομόφωνη καταδίκη της συμφωνίας Κολομβίας και ΗΠΑ.

Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, ο Τσάβες πέταξε μακριά στη Ρωσία για να παραγγείλει περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια αξίας αντιαεροπορικούς πυραύλους και τανκς, με το επιχείρημα ότι οι αμερικανικές δυνάμεις που δεσμεύονται για την Κολομβία, μπορεί μια μέρα να έρθουν και για αυτόν, λόγω της συχνά ισχυρής αντιιμπεριαλιστικής στάσης έναντι των ΗΠΑ. Πριν από αυτό το ταξίδι, ο Τσάβες είχε ήδη δαπανήσει 4,4 δις δολάρια για ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη, ελικόπτερα και αυτόματα όπλα.

Παράλληλα, η Βραζιλία δαπανά περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια για την  αναβάθμιση των δυνάμεων του.
Ένα μεγάλο τμήμα των νέων παραγγελιών όπλων πηγαίνει στη Γαλλία για υποβρύχια, ελικόπτερα, με το Γάλλο πρόεδρο Σαρκοζί να διεκδικεί συμβόλαια για τα  νέα γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη RAFAEL. Ταυτόχρονα, η Βραζιλία επιθυμεί να αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία. Αυτή η στρατηγική εταιρική σχέση θα επιτρέψει στη Βραζιλία να αναπτύξει τις δικές της βιομηχανίες όπλων, στο πλαίσιο της φιλοδοξίες της χώρας να γίνει μια παγκόσμια δύναμη.

Η Ουάσινγκτον βλέποντας την κλιμάκωση των αντιδράσεων και φοβούμενη τις ευρύτερες αρνητικές για αυτήν οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που θα μπορούσαν να υπάρξουν σε μια περιοχή που θεωρούσε προνομιακή Αγορά και φέρει τη βαριά σφραγίδα του αμερικάνικου παρεμβατισμού, προσπάθησε να ρίξει τους τόνους. 

Η Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ανησυχεί για το φάντασμα μιας κούρσας εξοπλισμών στη Νότια Αμερική. «Ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να δούμε μια αλλαγή συμπεριφοράς και στάσης εκ μέρους της κυβέρνησης της Βενεζουέλας», είπε.

Όμως δεν είναι μόνο η Βενεζουέλα που διογκώνει τα εξοπλιστικά της προγράμματα. Εκτός από τη Βραζιλία και την Κολομβία, η Χιλή, ο Ισημερινός, το Περού και η Βολιβία ακόμη, αγοράζουν επίσης νέο στρατιωτικό εξοπλισμό. Ό λόγος είναι ότι  μετά από τις ειδεχθείς δικτατορίες που σημάδεψαν τους λαούς της Νότιας Αμερικής τις περασμένες δεκαετίες, οι περισσότερες από τις επακόλουθες πολιτικές κυβερνήσεις παραμέλησαν τις ένοπλες δυνάμεις τους για πολιτικούς λόγους.

Σήμερα, μόνο η Αργεντινή συνεχίζει την πολιτική αυτή. Οι Αμυντικές δαπάνες στην περιοχή ήταν μέχρι πρόσφατα από τις χαμηλότερες στον κόσμο, κατά μέσο όρο 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, επισημαίνει ο Rosendo Fraga, ιστορικός και πολιτικός αναλυτής ο οποίος ειδικεύεται στις ένοπλες δυνάμεις της Λατινικής Αμερικής. Ακόμα, ο ίδιος προειδοποιεί ότι οι σημαντικότερες χώρες της περιοχής αγοράζουν όπλα σε μια στιγμή έντασης και ότι αυτό θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο.

«Κανείς δε θέλει έναν πόλεμο στη Νότια Αμερική. Είναι σαφές», λέει ο Fraga. «Αλλά η κατάσταση που αφορά τη Βενεζουέλα, την Κολομβία και το Εκουαδόρ είναι πολύ τεταμένη αυτή τη στιγμή. Και υπάρχει μια ιστορική σύγκρουση που αφορά το Περού, τη Χιλή και τη Βολιβία.
Αναλυτές, μεταξύ των οποίων και ο  Fraga διαπιστώνουν ένα κενό εξουσίας στην περιοχή και πιστεύει ότι η Ουάσιγκτον έχει χάσει το ενδιαφέρον της Λατινικής Αμερικής, με εξαίρεση το Μεξικό, λόγω των ανησυχιών για διακίνηση ναρκωτικών και της παράνομης μετανάστευσης.
«Οι ΗΠΑ προτιμά να μεταφέρει την ηγεσία της περιοχή στη Βραζιλία. Αλλά η Βραζιλία δε θέλει να πληρώσει το κόστος της ηγεσίας ακόμα. Και αυτό είναι μια ευκαιρία για τον Τσάβες που δεν έχει αρκετή ισχύ για τη λήψη αποφάσεων [για την περιφέρεια]. Αλλά έχει αρκετή ισχύ για να καθορίζει την ημερήσια διάταξη της συζήτησης .»

Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις εξελίξεις στην περιοχή είναι η Ρωσία. Η αμερικανική Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου σε σχετική της μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2010 αποδεικνύει ότι η Ρωσία είναι σήμερα ο κορυφαίος προμηθευτής όπλων στην Νότια Αμερική με συμφωνίες 29.6 δις δολ. ή το 70,1% των συμφωνιών το 2008.
Οι ΗΠΑ ήταν η κύρια πηγή της Βενεζουέλας για στρατιωτικό εξοπλισμό και όπλα μέχρι οι σχέσεις τους να αντιμετωπίσουν τη γνωστή κρίση από το 1998 περίπου.

Τώρα, ο Τσάβες καταγγέλλει, ότι δε μπορεί να πάρει ακόμη και ένα ανταλλακτικό για οποιαδήποτε από τις μηχανές του από τις ΗΠΑ, ούτε μέσω τρίτων. Ισχυρίζεται ότι αυτό που τον ανάγκασε να στραφεί στη Μόσχα και το Πεκίνο για νέο εξοπλισμό. Επίσης, επισημαίνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα η Ρωσία ή η Κίνα για τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Βενεζουέλα, δυνατότητα όμως που απέκτησαν οι ΗΠΑ μετά την συμφωνία τους με την Κολομβία.      

Με όλες σχεδόν τις χώρες της περιοχής να αγοράζουν όπλα αυτές τις μέρες από την Ρωσία και τη Γαλλία, πέρα από την εύλογη αποκομιδή κερδών, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με το ποια είναι τα πραγματικά  κίνητρά της δράσης της Μόσχας σε Νότια και Κεντρική Αμερική,
Ο Fraga πιστεύει ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί την επιρροή της στην περιοχή και ως ένα τρόπο για να τραβήξουν την προσοχή της Ουάσιγκτον και δημιουργώντας διαπραγματευτικό ατού για τις διαπραγματεύσεις πάνω από την Ευρώπη.

Ενώ είναι αδύνατο να αναλύσει κανείς κάθε κίνητρο σε μια ήπειρο τόσο περίπλοκη όπως τη Νότια Αμερική, δε μπορούμε να παραβλέψουμε αυτό που ενοχλεί μερικές από τις μικρότερες χώρες, όπως η Ουρουγουάη, ο Πρόεδρος της οποίος, Ταμπάρε Βάσκες, καταδικάζει την συγκέντρωση τόσων όπλων, όχι μόνο για τον κίνδυνο που ενέχει για την ειρήνη, αλλά και για τα χρήματα που καταναλώνονται για αυτό τον σκοπό.

«Η Νότια Αμερική έχει τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, και υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που πεθαίνουν σε όλη τη Λατινική Αμερική και τη Νότια Αμερική, λόγω της διάρροιας παιδί ή ασθένειες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν», είπε πρόσφατα.

«Έτσι, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι ακόμα χειρότερο να αφιερώνει αυτούς τους πόρους για να όπλα».
Λόγια που αποκαλύπτουν ότι για μια ακόμη φορά οι κυβερνήσεις βάζουν τα εθνικά-αστικά συμφέροντα πάνω από τις κοινωνικές ανάγκες και μάλιστα περικόπτουν εργατικά δικαιώματα και κονδύλια που χρησιμοποιούνταν για την ανακούφιση των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων προκειμένου να ικανοποιήσουν τα μεγαλοϊδεατικά τους σχέδια, που απαιτούν πολεμική ισχύ.