Ροσάνα Ροσάντα: «Η πτώση του τείχους είναι μια αρχή και όχι ένα τέλος»

Η Ροσάνα Ροσάντα είναι μια ιστορική φυσιογνωμία της ιταλικής και της ευρωπαϊκής κομμουνιστικής αριστεράς. Στα νιάτα της πήρε μέρος στην  Αντίσταση και στον ένοπλο αγώνα ενάντια στον φασισμό. Με το τέλος του πολέμου έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και έγινε υπεύθυνη για την πολιτιστική πολιτική του κόμματος.

Το 1969 εκδιώχθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, λόγω της κριτικής που ασκούσε στη σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μαζί με τον Λουίτζι Πιντόρ, τον Βαλεντίνο Παρλάτο, τον Λούτσιο Μάγκρι και άλλους δημιούργησαν τότε την πολιτική οργάνωση (και την εφημερίδα) Il Manifesto.

Το περιοδικό Nuvole έθεσε στη Ροσάνα Ροσάντα το ερώτημα «τι σημαίνει να είναι κανείς κομμουνιστής σήμερα, που ο καπιταλισμός έχει ήδη νικήσει σχεδόν παντού και που έχει χαθεί η αναφορά στις χώρες, οι οποίες επικαλούνταν τον κομμουνισμό, έστω και αν στην πράξη δεν υπήρχε σε αυτές κομμουνισμός;». Και εκείνη απάντησε:

Το ερώτημα «τι νόημα έχει να αποκαλούμαστε κομμουνιστές μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου», για μένα δεν έχει νόημα. Αν κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή θεωρούσε τους «υπαρκτούς σοσιαλισμούς» σαν τέλειες κοινωνίες, ανίκανες για αδικία και σκληρότητα, αυτός είχε δεχθεί μονομιάς σκληρά πλήγματα: το 1948 (αγχόνες στην Πράγα), το 1953 (αν και πέρασε σχεδόν σιωπηλά στην Ιταλία), τέλος το 1956, που δεν πέρασε καθόλου σιωπηλά και που υπήρξε μια μεγάλη και φανερή τραγωδία. Μια τραγωδία που την επιβεβαίωναν, όχι μόνον οι πηγές των άλλων, που θα μπορούσαν να υπερβάλλουν, αλλά και εσωτερικές πηγές στην ΕΣΣΔ και αλλού. Αυτά που ακολούθησαν, η εισβολή στην Πράγα, η Πολωνία, το Αφγανιστάν και η προσπάθεια του Γκορμπατσόφ δεν αποκάλυπταν τίποτα που να μην ήταν γνωστό.

Σε κάθε περίπτωση, εγώ δεν ανήκα ποτέ στους πιστούς οπαδούς της ΕΣΣΔ και πράγματι εκδιώχθηκα από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και αυτό έγινε με ένα σεβασμό που συνήθως τα κομμουνιστικά κόμματα δεν επιδείκνυαν. Και ήδη από το 1956, καθώς δεν έπαψα να γράφω, το ότι ήμουν κομμουνίστρια πήγαζε από τη διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα στην κυριολεξία απάνθρωπο, όχι επειδή εκφυλίστηκε, αλλά από την ίδια τη φύση του, στον βαθμό που κάνει τον άνθρωπο εργαλείο και μάλιστα εμπόρευμα. Αυτό δεν έπαψε να υπάρχει και μάλιστα οι ανισότητες μεγάλωσαν, όπως μεγάλωσαν και οι καταπιέσεις και οι ωμότητες. Αυτές είναι που με υποκινούσαν πάντοτε, ακόμα και πριν. Στον ρωσικό παράδεισο δεν είχα ούτε λόγο ούτε επιθυμία να πιστέψω, όπως δεν πιστεύω γενικά στους παραδείσους.

Αντιλήφθηκα καθυστερημένα ότι, παρόλο που γράφω πολλά κείμενα στην εφημερίδα Il Manifesto -ο Πιντόρ με χαρακτήριζε αστειευόμενος γραφιά-ύαινα, όπως είχε χαρακτηρίσει ο Καναπά τον Σαρτρ- δεν έγραψα τίποτα για την πτώση του τείχους. Οχι βέβαια για να αποκρύψω το γεγονός, το οποίο άλλωστε γέμιζε και τη δική μου εφημερίδα. Αυτό το γεγονός δεν μου φάνηκε σαν μια λαϊκή εξέγερση, αλλά σαν γιορταστική συνειδητοποίηση μιας συμφωνίας μεταξύ δυνάμεων που είχε ήδη γίνει και επομένως σαν ευτυχισμένη συνάντηση και επανένωση ανθρώπων που είχαν χωριστεί και με πολλές αυταπάτες για τη Δύση, αλλά και σαν απελευθέρωση όλης της ευρωπαϊκής Αριστεράς από τη σιωπή, σαν δυνατότητα επανατοποθέτησης του σοσιαλισμού πάνω στις αρχικές του βάσεις. Εγώ αυτό ήλπιζα και έκανα λάθος, αλλά αυτό εξηγεί, φαντάζομαι, και το γιατί δεν έγραψα ευθύς αμέσως.

Οφειλα, όμως, να συνειδητοποιήσω ότι ακριβώς ό,τι λιγότερο μαρξιστικό και σοσιαλιστικό υπήρχε στους «υπαρκτούς σοσιαλισμούς», και πρώτα απ’ όλα σε εκείνον της ΕΣΣΔ, δηλαδή ένα καταπιεστικό κράτος που δεν θα καταργούνταν ποτέ, ήταν εκείνο που θεωρούνταν μια δύναμη, την οποία σέβονταν ως συγκεκριμένη πραγματικότητα ακόμα και εκείνοι που δεν την συμπαθούσαν -πύραυλοι και στρατεύματα «για τον κομμουνισμό», για φαντάσου! Ενώ το σχέδιο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν ξανάρχιζε διόλου πάνω σε βάσεις που θα είχαν γίνει πιο καθαρές από την εμπειρία. Ούτε και φαίνεται να ενδιαφέρει πλέον κανέναν.

Η πρώην ΕΣΣΔ είναι μια καταστροφή και η Κίνα, μιλώντας μαρξιστικά, είναι ένα τέρας. Αλλά, από ό,τι φαίνεται, μόνον τα τέρατα τα παίρνουν στα σοβαρά. Αυτά είναι που μετράνε στον συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, μεταξύ των οποίων η απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους δεν έχει θέση.

Δεν υπάρχουν πολλά ενθουσιαστικά που μπορούμε να αντλήσουμε από όλα αυτά. Αλλά εγώ είμαι κομμουνίστρια γι’ αυτό τον λόγο και μπορείτε να με κατατάξετε μεταξύ εκείνων που θεώρησαν την πτώση του τείχους σαν μια νέα αρχή και όχι σαν ένα τέλος.