Γερμανικά ΜΜΕ: Κριτική για την συνάντηση του Φρίντριχ Μερτς με τον Ταγίπ Ερντογάν

REUTERS/Umit Bektas

Η πρόσφατη επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς στην Άγκυρα και η συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, τόσο από πολιτικούς αντιπάλους όσο και από εταίρους.

Η προσπάθειά του να εστιάσει σε μια «θετική ατζέντα» έχει υποβαθμίσει σημαντικά ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αντιδράσεις από πολιτικούς και ΜΜΕ

Πολλοί πολιτικοί, όπως ο Σερντάρ Γιουκσέλ, βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), έχουν εκφράσει την ανησυχία τους. Ο Γιουκσέλ δήλωσε ότι «όποιος μιλάει για ευρωπαϊκές προοπτικές στην Άγκυρα, δεν μπορεί να σιωπά για την πραγματικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα». Η σιωπή για διπλωματικούς λόγους, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν συμβάλλει σε μια γνήσια ευρωπαϊκή προοπτική για την Τουρκία.

Αντίστοιχα, ο Μαξ Λουκς, εκπρόσωπος των Πρασίνων για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επέκρινε τον καγκελάριο, υποστηρίζοντας ότι είτε αγνοεί την πραγματικότητα στην Τουρκία, είτε απολαμβάνει να φιμώνεται αυθαίρετα.

Η στρατηγική του Μερτς

Τα γερμανικά ΜΜΕ αναδεικνύουν την προσπάθεια του Μερτς να διατηρήσει τη «θετική ατζέντα» στις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία. Ο καγκελάριος προσπαθεί να υιοθετήσει μια ρεαλιστική προσέγγιση, αναγνωρίζοντας ότι η Τουρκία είναι ένας στρατηγικός εταίρος για τη Γερμανία, ιδιαίτερα σε γεωπολιτικά ζητήματα.

Στην κοινή συνέντευξη Τύπου, ο Μερτς αναφέρθηκε στις γεωπολιτικές κρίσεις και τόνισε τη σημασία της στρατηγικής συνεργασίας με την Τουρκία. Ωστόσο, η αναφορά του στην κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία ήταν περιορισμένη, γεγονός που προκάλεσε περαιτέρω κριτική.

«Ο Μερτς ήθελε να είναι ευγενικός, αλλά ο Ερντογάν δεν τον ευχαρίστησε για αυτό», επισημαίνει στον τίτλο του το περιοδικό Der Spiegel και αναφέρει ότι «ο Φρίντριχ Μερτς επαίνεσε τον Τούρκο πρόεδρο όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά ο Ερντογάν παρέμεινε πεισματάρης».

Αντιπαραθέσεις με τον Ερντογάν

Η συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ήταν χωρίς εντάσεις. Ο Ερντογάν εξέφρασε παράπονα για την «ξενοφοβία των Γερμανών» και την καθυστέρηση της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Ο Μερτς, αν και προσπάθησε να είναι ευγενικός, δεν κατάφερε να απαντήσει σε πολλές από τις ανησυχίες που εξέφρασε ο Ερντογάν.

«Ο Μερτς επιδιώκει στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία», γράφει η Handelsblatt στον τίτλο της ανταπόκρισής της και σημειώνει ότι «κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Τουρκία, ο Γερμανός καγκελάριος επικεντρώθηκε στην αρμονία, στη συνέντευξη Τύπου ωστόσο, αποκαλύφθηκαν ανοιχτά σημεία διαφωνίας». Ο Ταγίπ Ερντογάν «παραμένει ένας δύσκολος εταίρος και αυτό κατέστη σαφές το αργότερο στην συνέντευξη Τύπου», γράφει χαρακτηριστικά η οικονομική εφημερίδα.

«Πώς ο Φρίντριχ Μερτς προσπαθεί να συμπαθήσει έναν αυταρχικό ηγέτη», είναι ο τίτλος του άρθρου της Süddeutsche Zeitung, η oποία αποκαλύπτει μεταξύ άλλων ότι ο καγκελάριος συνοδευόταν από τη σύζυγό του Σαρλότε, την οποία είχε προσκαλέσει η Εμινέ Ερντογάν. «Οι συνεργάτες του Φρίντριχ Μερτς φαίνεται ότι ήλπιζαν πως η οικογενειακή ατμόσφαιρα που θα προσέδιδε αυτό στο ταξίδι θα έχει θετικό αντίκτυπο στην ατμόσφαιρα της επίσκεψης. Ο πρόεδρος με τη σειρά του μπορούσε να υποθέσει ότι ο επισκέπτης από το Βερολίνο δεν ήρθε για να τον αναστατώσει», σχολιάζει η εφημερίδα.

«Γερμανοί και Τούρκοι, Μερτς και Ερντογάν, είμαστε τώρα και πάλι φίλοι;», είναι ο τίτλος στην BILD, η οποία περιγράφει τα σημεία διαφωνίας των δύο ηγετών, αλλά και την σαφή διάθεση του καγκελάριου να οικοδομήσει στενή σχέση με τον τούρκο πρόεδρο και σε σχόλιό της επαινεί τον κ. Μερτς ιδιαίτερα για την στάση του σχετικά με το Ισραήλ.

Η επίσκεψη του Φρίντριχ Μερτς στην Άγκυρα φαίνεται να μην πήγε όπως είχε προγραμματιστεί. Οι πολιτικές αντιδράσεις και οι κριτικές από τα ΜΜΕ υποδεικνύουν ότι η στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία είναι πιο περίπλοκη από ό,τι φαίνεται. Ο καγκελάριος φαίνεται πως θα πρέπει να επανεξετάσει την προσέγγισή του, καθώς οι δημοκρατικές δυνάμεις στην Τουρκία αναμένουν μια πιο σαφή στάση από τη Γερμανία και την Ευρώπη.

Πηγή: Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φ. Καραβίτη