Γιατί οι ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ ηττούνται από τους Ισλαμιστές

Γράφει ο Ευάγγελος Διαμαντόπουλος
MA Middle East Studies

Η τρομοκρατική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος ελέγχει μεγάλες περιοχές του Ιράκ μετά από συνεχόμενες στρατιωτικές επιτυχίες. Οι συχνά ντροπιαστικές ήττες των ενόπλων δυνάμεων της χώρας έχουν προκαλέσει προβληματισμό στις ΗΠΑ που στηρίζουν την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Ποιές είναι οι αιτίες της παρακμής ενός από τους πάλαι ποτέ ισχυρότερους στρατούς του Αραβικού κόσμου;

Η έλλειψη υποστήριξης, η απειρία των ανώτατων αξιωματικών και η αδυναμία παροχής οπλισμού στις εστίες συγκρούσεων έχουν οδηγήσει σε απανωτές αποτυχίες. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα είναι η πόλη Ράμαντι, περίπου 120 χλμ από την πρωτεύουσα, που έπεσε στα χέρια των τζιχαντιστών τον προηγούμενο μήνα. Οι Ισλαμιστές σχεδίαζαν λεπτομερώς την επίθεσή τους για εβδομάδες περνώντας μυστικά δυνάμεις γύρω από κυβερνητικά κτήρια και τις τοπικές δυνάμεις ασφαλείας και απομονώνοντάς τους. Όταν έκαναν την ξαφνική επίθεσή τους χρησιμοποιώντας κατειλημμένα τεθωρακισμένα και παγιδευμένες με εκρηκτικά μπουλντόζες, οι Ιρακινοί πιάστηκαν στον ύπνο. Εξαντλημένες και με χαμηλό ηθικό οι κυβερνητικές δυνάμεις υποχώρησαν γρήγορα από την 500.000 κατοίκων πρωτεύουσα της επαρχίας Ανμπάρ χωρίς ουσιαστικά να προβάλλουν κάποια οργανωμένη αντίσταση παρά τη σαφή αριθμητική υπεροχή τους και αφήνοντας πίσω τους δεκάδες τεθωρακισμένα οχήματα, άρματα μάχης και πυροβόλα. Η προσπάθεια άμεσης ανακατάληψης από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τη Σιιτική πολιτοφυλακή απέτυχε σύντομα. Ένα μέρος των Σουνιτών κατοίκων, που πλειοψηφούν στην περιοχή, καλωσόρισε τους τζιχαντιστές αφού είχε αγανακτήσει με τις διακρίσεις της Σιιτικής κυβέρνησης. Έκτοτε η Βαγδάτη έχει αρκεστεί σε μία χαλαρή πολιορκία της πόλης ζητώντας παραπάνω χρόνο από τους Αμερικάνους για την επίθεσή της.

Τα παράπονα και τα υποτιμητικά σχόλια από ανώτατες πηγές του Αμερικάνικου Πενταγώνου για τους συμμάχους τους στο Ιράκ μάλλον εκφράζουν την πλειοψηφία παρά τις προσπάθειες του Λευκού Οίκου να το διαψεύσει. Έχουν όμως δίκιο οι Αμερικανοί να διαμαρτύρονται; Οι ΗΠΑ το 2003 δεν ανέτρεψαν μόνο το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν που ήταν ένας από τους πυλώνες ισχύος στη Μέση Ανατολή (μαζί με Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, Ιράν, Τουρκία) διαταράσσοντας την ισορροπία της περιοχής, αλλά διέλυσαν και τις ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ. Οι έμπειροι Σουνίτες αξιωματικοί που πρόσκεινταν στο κόμμα Μπααθ του Σαντάμ πολεμούσαν για χρόνια τους Αμερικανούς και τους Ιρανούς. Όταν οι ΗΠΑ παραχώρησαν την εξουσία στους Σιίτες, που πλειοψηφούν στη χώρα, αυτοί ξεκίνησαν τις εκκαθαρίσεις “ξηλώνοντας” από τις ένοπλες δυνάμεις ότι είχε απομείνει από το Σουνιτικό στοιχείο και ανεβάζοντας σε θέσεις ευθύνης νέους άπειρους αξιωματικούς.

Οι ηττημένοι, παραγκωνισμένοι και πικραμένοι Σουνίτες στρατιωτικοί ήρθαν σε επαφή με τοπικές φυλές και εξτρεμιστικές Σουνιτικές ομάδες δημιουργώντας και ενισχύοντας θύλακες του Ισλαμικού Κράτους. Ακόμα και όσοι, λίγοι, Σουνίτες αξιωματικοί κατάφεραν να επιστρέψουν στις δυνάμεις ασφαλείας, έρχονταν αντιμέτωποι με την καχυποψία και τις παρενοχλήσεις των Σιιτών συναδέλφων τους ενώ το νέο καθεστώς τους κρατούσε μακρυά από θέσεις ευθύνης. Από την άλλη, οι νέοι Σιίτες αξιωματικοί δεν έχουν τις γνώσεις, τις γνωριμίες και την απαραίτητη υποστήριξη για να επικρατήσουν στο πεδίο. Πράγματι, οι Ιρακινές δυνάμεις βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο με τους τζιχαντιστές περισσότερο από ενάμιση χρόνο τώρα χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τη Βαγδάτη και οδηγούνται από αποτυχία σε αποτυχία. Στους πρώην αξιωματικούς του Σαντάμ έχει δοθεί σχετική ελευθερία κινήσεων από το Ισλαμικό Κράτος και χρησιμοποιώντας τα δίκτυα πληροφοριών του κραταιού παλαιότερα Μπααθ, τις γνώσεις τους για την περιοχή και τις κοινωνικές της δομές καθώς και τις προσωπικές τους γνωριμίες με τις τοπικές φυλές έχουν επιτύχει σημαντικές νίκες.

Μετά την αποχώρηση του κύριου όγκου των Αμερικανικών δυνάμεων το 2011, ο μικρός αριθμός στρατιωτικών συμβούλων που έμεινε πίσω, 200 για όλο το Ιράκ αυτή τη στιγμή, δεν επαρκούσε για τη συμβουλή και κατάρτιση των ανώτερων και ανώτατων στελεχών. Σε συνδυασμό με τις υλικοτεχνικές ελλείψεις και τις θρησκευτικές και εθνοτικές διακρίσεις μέσα στο στράτευμα που δεν επιτρέπουν την άνοδο των πιο ικανών αξιωματικών, έχουν οδηγήσει στην απαξίωση του στρατού της Αραβικής χώρας. Η βασική ευθύνη αλλά και μία πιθανή λύση δεν πρέπει να αναζητούνται στην Βαγδάτη αλλά στην Ουάσινγκτον.