Γιατί τα αεροπλανοφόρα μπορεί να είναι πλέον παρωχημένα – ΒΙΝΤΕΟ – ΦΩΤΟ

 Το Πολεμικό Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών έχει το μεγαλύτερο στόλο αεροπλανοφόρων στον κόσμο με 10 πλοία της κατηγορίας Nimitz και ένα πλοίο κατηγορίας Gerald R. Ford. Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει δύο αεροπλανοφόρα και ήδη έχει ξεκινήσει η κατασκευή ενός τρίτου, ενώ υπάρχουν σχέδια για την κατασκευή και άλλων, μεταξύ των οποίων και ένα πυρηνοκίνητο. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ινδία κατασκευάζουν επίσης αεροπλανοφόρα, ενώ η Ρωσία και η Γαλλία διαθέτουν από ένα τέτοιο σκάφος. Για τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο, τα αεροπλανοφόρα είναι ένα σύμβολο του κύρους και της ισχύος – σαν το θωρηκτό πριν από αυτό. Αλλά τα αεροπλανοφόρα εξακολουθούν να αποτελούν αποτελεσματικό εργαλείο πολέμου ή είναι απλά ακριβοί λευκοί ελέφαντες;

Πολλοί έχουν προβλέψει το τέλος των αεροπλανοφόρων από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Τα πλοία είναι μεγάλα και εξαιρετικά ακριβά και ευάλωτα σε κάθε είδους απειλή, σύμφωνα με το επιχείρημα τους. Αυτές οι απειλές, από το 1947, έχουν συμπεριλάβει μια τεράστια ποικιλία πραγμάτων, από τις τορπίλες και τους κατευθυνόμενους πυραύλους μέχρι και τακτικούς πυρηνικούς πυραύλους. Μέχρι στιγμής, το αεροπλανοφόρο έχει παραμείνει η βασίλισσα των θαλασσών, αλλά τα ισχυρά πλοία δεν έχουν εμπλακεί σε μια υψηλού επιπέδου σύγκρουση από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Θα μπορούσαν τα αεροπλανοφόρα να είναι παρωχημένα στην εποχή των μεγάλου βεληνεκούς κατευθυνόμενων πυραύλων ακριβείας;

Ίσως, απλά δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε με σιγουρία. Χρειάστηκε τα ιαπωνικά βομβαρδιστικά να βυθίσουν το βρετανικό θωρηκτό HMS Prince of Wales και το θωρακισμένο καταδρομικό HMS Repulse στις 10 Δεκεμβρίου 1941, στην ακτή της Malaya, ώστε οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις του κόσμου να συνειδητοποιήσουν ότι η εποχή του θωρηκτού είχε τελειώσει. Τα αεροπλανοφόρα δεν έχουν αντιμετωπίσει μια τέτοια στιγμή ακόμα.

Πολλοί αναλυτές θεωρούσαν ότι οι ημέρες των αεροπλανοφόρων ήταν μετρημένες κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η Σοβιετική Ένωση ανέπτυξε προηγμένους κατευθυνόμενους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς – μαζί με βομβαρδιστικά, πλοία επιφανείας και υποβρύχια για να τους μεταφέρουν – για να εξολοθρεύουν τα πανίσχυρα αεροπλανοφόρα. Ωστόσο, ούτε το Σοβιετικό δόγμα, ούτε η αμερικανική στρατηγική κατά των αεροπλανοφόρων δοκιμάστηκαν ποτέ. Το Grumman F-14 Tomcat, τα καταδρομικά με συστήματα Aegis και άλλα στοιχεία της ομάδας μάχης αεροπλανοφόρων δεν αντιμετώπισαν ποτέ τα σοβιετικά Tupolev Tu-22M Backfire, ή τα πυρηνικά υποβρύχια κατευθυνόμενων πυραύλων τύπου Oscar ή τα καταδρομικά πλοία κατηγορίας Slava και Kirov και το οπλοστάσιό τους.

Το Ρωσικό Ναυτικό πραγματοποιεί δοκιμαστική βολή του  πυραύλου Kalibr: 

Στα περίπου 30 χρόνια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η απειλή για τα αεροπλανοφόρα ήταν ανύπαρκτη και η αμερικανική δύναμη έπλεε ανεξέλεγκτα σε όλη την υδρόγειο. Ωστόσο, η Κίνα – μαθαίνοντας από την Κρίση των Στενών της Ταϊβάν το 1996, όπου το αεροπλανοφόρο USS Nimitz και η ομάδα μάχης του και το Belleau Wood έπλευσαν μεταξύ της ηπειρωτικής Κίνας και της Ταϊβάν – ορκίστηκε να μην ταπεινωθεί ποτέ ξανά και ξεκίνησε την ανάπτυξη αντιμέτρων. Αυτά τα αντίμετρα είναι μια νέα γενιά κατευθυνόμενων πυραύλων εδάφους-θαλάσσης και βαλλιστικών πυραύλων, οι οποίοι θα μπορούσαν θεωρητικά να αχρηστεύσουν ή ακόμα και να βυθίσουν ένα αεροπλανοφόρο από 1200 ναυτικά μίλια μακριά ή και περισσότερο.


Ο Κινεζικός πύραυλος εδάφους-θαλάσσης C-602

Η Κίνα – μαζί με μια Ρωσία που επιστρέφει δυναμικά – έριξαν δισεκατομμύρια για να χτίσουν μια δύναμη που θα μπορούσε θεωρητικά να κρατήσει το αμερικανικό ναυτικό και τα αεροπλανοφόρα του σε απόσταση. Η ιδέα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα διακινδυνεύσουν ένα αεροπλανοφόρο αξίας 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να επέμβουν σε μια ξένη σύγκρουση, επειδή η απώλεια – ή ακόμα και η ζημιά – σε ένα τέτοιο σκάφος θα ισοδυναμούσε με εθνική καταστροφή. Το αμερικανικό ναυτικό επιμένει ότι τα αεροπλανοφόρα του μπορούν να πολεμήσουν εντός του βεληνεκούς εμπλοκής των βαλλιστικών πυραύλων, όπως το κινέζικο DF-21D, αλλά η υπηρεσία ίσως να μην λαμβάνει υπόψη το πολιτικό κόστος για την Ουάσινγκτον εάν υποστεί βλάβη ένα αεροπλανοφόρο της κατηγορίας Nimitz ή καταστραφεί. Ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν σοβαρό πλήγμα για το εθνικό κύρος και την αμερικανική αξιοπιστία.


Το αμερικανικό υπεραεροπλανοφόρο USS Gerald R. Ford

Αλλά υπάρχει παρελθόν που υποστηρίζει τις υποθέσεις της Κίνας. Ήδη από το 1905 οι Βρετανοί ναυτικοί θεωρητικοί θεωρούσαν ότι η απώλεια ακόμη και ενός μόνο θωρηκτού θα ισοδυναμούσε με εθνική καταστροφή, διότι τόσο μεγάλη ισχύς και πόροι είχαν επενδυθεί σε ένα και μόνο σκάφος. Φυσικά, με τον καιρό, οι προβλέψεις αυτές αποδείχτηκαν αληθινές μετά τη μάχη της Γιουτλάνδης, όπου παρά τη μικρή νίκη σε τακτικό επίπεδο, ο στόλος της Αυτοκρατορικής Γερμανίας δεν αμφισβήτησε ποτέ ξανά άμεσα τη δύναμη του βασιλικού ναυτικού, επειδή το Βερολίνο δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τα ακριβά θωρηκτά του. Αντ ‘αυτού, οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στον πόλεμο των υποβρυχίων και των ναρκών – και το θωρηκτό έπαψε να είναι σχετικό.

Το αεροπλανοφόρο, όπως και το θωρηκτό είναι μια τεράστια επένδυση εθνικού πλούτου και συγκεντρώνει σε μια τεράστια πλατφόρμα μια τεράστια δύναμη μάχης και εθνικό κύρος. Με την εμφάνιση όπλων ακριβείας μεγάλης εμβέλειας, το αεροπλανοφόρο -όπως το θωρηκτό πριν από αυτό όταν αντιμετώπισε την αεροπορική δύναμη- μπορεί να είναι υπερβολικά ευάλωτος για να επιβιώσει. Και αν ένα τέτοιο σκάφος είναι πολύ ευάλωτο για να επιχειρεί στην πρώτη γραμμή, γιατί δαπανούνται 13 δισεκατομμύρια δολάρια ανά πλοίο; Ωστόσο, μέχρι να υπάρξει η επόμενη μεγάλη σύγκρουση στις ανοικτές θάλασσες, η μοίρα του αεροπλανοφόρου δεν θα είναι σαφής. Είναι πιθανό το αεροπλανοφόρο να αποδείξει την αξία του, αλλά θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ένας ακριβός λευκός ελέφαντας.

Πηγή National Interest