ΙΡΑΝ ΠΥΡΗΝΙΚΑ: Υπάρχουν επιπτώσεις για την Ελλάδα; Ανάλυση

Ποιες είναι οι πιθανές επιπτώσεις της σύγκρουσης για τα πυρηνικά του Ιράν ακόμη και για την Ελλάδα εξηγεί μεταξύ άλλων ο γεωστρατηγικός αναλυτής Βασίλης Γιαννακόπουλος σε σχετική ανάλυσή του. Χθες δημοσιεύσαμε το πρώτο μέρος της το οποίο μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ. Σήμερα το δεύτερο μέρος.

Γράφει ο
Βασίλης Γιαννακόπουλος*
Γεωστρατηγικός Αναλυτής

Μυστική αμερικανο-ισραηλινή δραστηριότητα

Η διεθνής ανησυχία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κορυφώνεται, αλλά διαφαίνεται ότι η Ουάσιγκτον δεν προτίθεται να προβεί σε περαιτέρω συγκαλυμμένη δράση, όπως έπραξε στο παρελθόν, προκειμένου αφενός να επιβραδύνει την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, αφετέρου να το αποσταθεροποιήσει πολιτικά.

Κατά τη χρονική περίοδο 2006-2008, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ δραστηριοποιούνταν συγκαλυμμένα, με σκοπό το Ιράν να προμηθευθεί τεχνολογία και πυρηνικά υλικά που είχαν καταστροφικές συνέπειες για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Όπως για παράδειγμα, ο ιός Stuxnet που προκάλεσε την καταστροφή αρκετών συσκευών φυγοκέντρησης (χρησιμοποιούνται στον εμπλουτισμό ουρανίου). Επίσης, οι δολοφονίες ορισμένων Ιρανών επιστημόνων τα τελευταία χρόνια παραμένουν ανεξήγητες και θα μπορούσαν να ήταν το αποτέλεσμα της εν λόγω αμερικανο-ισραηλινής μυστικής δράσης. Ο τελευταίος Ιρανός επιστήμονας που σκοτώθηκε ήταν ο Mostafa Ahmadi Roshan, χημικός μηχανικός στο εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου της Natanz, ο οποίος έχασε τη ζωή του όταν μια βόμβα που τοποθετήθηκε κάτω από το αυτοκίνητό του εξερράγη στις 10 Ιανουαρίου του 2012. Πριν τον Roshan, στις 5 Δεκεμβρίου του 2011, ένα αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος τύπου RQ-170 Sentinel κατέπεσε στο Ιράν. Πιθανολογείται ότι απογειώθηκε από το Αφγανιστάν, με σκοπό να συλλέγει πληροφορίες από συγκεκριμένες ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.

Ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους για τις εν λόγω μυστικές αμερικανικές δραστηριότητες, καθώς εκτιμούν ότι η Τεχεράνη θα μπορούσε να οδηγηθεί σε αντίποινα, όπως για παράδειγμα η διεξαγωγή κυβερνο-επιθέσεων εναντίον εταιριών πετρελαίου του Περσικού Κόλπου. Επομένως, βραχυπρόθεσμα, αυτού του είδους η μυστική δραστηριότητα, τουλάχιστον από αμερικανικής πλευράς, συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες.

Ο ισραηλινός παράγοντας

Όπως προαναφέρθηκε, το Ισραήλ υποστηρίζει ότι ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα θα συνιστούσε μείζονα απειλή για την ύπαρξή του και ότι αυτό πρέπει να αποτραπεί έστω και με μια μονομερή ισραηλινή στρατιωτική ενέργεια. Από την πλευρά του, ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόταση του ισραηλινού πρωθυπουργού Benjamin Netanyahu, που παρουσίασε με ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (27 Σεπτεμβρίου 2012) και η οποία προέβλεπε να τεθούν «κόκκινες γραμμές», που αν παραβιάζονταν από το Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αναλάβουν στρατιωτική δράση εναντίον του. Ωστόσο, στις 22 Μαΐου 2013, η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ενέκρινε ψήφισμα (Απόφαση 65, 2013), σύμφωνα με το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να υποστηρίξουν το Ισραήλ διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά, εάν αναγκασθεί να χτυπήσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν.

Για την εκλογή Rouhani, ο Netanyahu υποστηρίζει ότι δεν μειώνει τις ανησυχίες του Ισραήλ σχετικά με τις ιρανικές πυρηνικές επιδιώξεις. Αντίθετα, λειτουργεί εις βάρος των ισραηλινών συμφερόντων, καθότι διακρίνει να ελαχιστοποιούνται οι διεθνείς ανησυχίες για την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, πολλαπλασιάζονται οι εκτιμήσεις αρκετοί Ισραηλινοί ανησυχούν ότι «ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποδεχθούν μια πυρηνική συμφωνία, η οποία θα διευκολύνει το Ιράν να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο, θυσιάζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τα συμφέροντα και την ασφάλεια του Ισραήλ, προκειμένου η Ουάσιγκτον να μην εμπλακεί σε μια στρατιωτική ενέργεια κατά της Τεχεράνης».

Παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ υποστηρίζει ότι «εάν απαιτηθεί, μια ισραηλινή στρατιωτική ενέργεια κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων συνιστά μια ρεαλιστική και αποτελεσματική επιλογή», εντούτοις, αρκετοί Αμερικανοί εμπειρογνώμονες αμφιβάλλουν ότι «η επιχειρησιακή δυνατότητα των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων είναι ικανή να καταστρέψει και να τερματίσει την περαιτέρω λειτουργία των ιρανικών πυρηνικών υποδομών».

Οι κυρώσεις και οι συνέπειες στην ιρανική οικονομία

Αρχής γενομένης από τον Ιούλιο του 2006, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλε στο Ιράν μια σειρά κυρώσεων, προκειμένου να συμβιβασθεί και να τερματίσει τις πυρηνικές του φιλοδοξίες.

Απόφαση 1696 (31 Ιουλίου 2006): Αφενός απαιτούσε από το Ιράν να τερματίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου, την κατασκευή των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Arak και να επικυρώσει το επιπρόσθετο πρωτόκολλο της Non Proliferation Treaty, αφετέρου προέβλεπε οικονομικές κυρώσεις και απαγόρευε τις χώρες μέλη του ΟΗΕ να πουλήσουν τεχνολογία σχετική με τα Όπλα Μαζικής Καταστροφής.

Απόφαση 1737 (23 Δεκεμβρίου 2006): Απαιτούσε τον τερματισμό του εμπλουτισμού ουρανίου μέχρι την 21η Φεβρουαρίου 2007 και απαγόρευε την πώληση πυρηνικής τεχνολογίας προς την Τεχεράνη. Επίσης, καλούσε τις χώρες μέλη του ΟΗΕ να προβούν σε πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων συγκεκριμένων ιρανικών εταιριών και ατόμων, που σχετίζονταν με το πυρηνικό και βαλλιστικό πρόγραμμα του Ιράν.

Απόφαση 1747 (24 Μαρτίου 2007): Απαιτούσε τον τερματισμό του εμπλουτισμού ουρανίου μέχρι την 24η Μαΐου 2007. Απαγόρευε στο Ιράν να προμηθεύει με όπλα τη στρατιωτική πτέρυγα της Hezbollah του Λιβάνου και τους σιίτες πολιτοφύλακες του Ιράκ. Ζητούσε αφενός την αποφυγή της πώλησης όπλων προς το Ιράν, αφετέρου τη δανειοδότηση ή επιχορήγηση προς αυτό (εξαιρούνταν τα ειδικά δάνεια για ανθρωπιστικούς σκοπούς και τα δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας).

Απόφαση 1803 (3 Μαρτίου 2008): Απαγόρευε τις πωλήσεις υλικών σχετικών με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων και μεταξύ άλλων ζητούσε τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων των φορτίων της Iran Air Cargo και της Islamic Republic of Iran Shipping Line.

Απόφαση 1929 (9 Ιουνίου 2010): Επέβαλε κυρώσεις σε επιπλέον 15 ιρανικές εταιρίες και 22 Ιρανούς, απαιτούσε τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων σε ιρανικά θαλάσσια εμπορεύματα, απαγόρευε τις ξένες επενδύσεις στην εξόρυξη του ιρανικού ουρανίου και στη βαλλιστική τεχνολογία, απαγόρευε την πώληση οπλικών συστημάτων προς το Ιράν, ζητούσε τη μη ίδρυση ξένων τραπεζών στο ιρανικό έδαφος και αντιστρόφως, κτλ.

Κυρώσεις της ΕΕ (23 Ιανουαρίου 2012): Το Συμβούλιο της ΕΕ, αφού επανέλαβε τις ανησυχίες του για την ανάπτυξη και τη φύση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, αποφάσισε μεταξύ άλλων την επιβολή εμπάργκο στις ιρανικές εξαγωγές πετρελαίου και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράν.

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι παραπάνω κυρώσεις αλλά και ένας ακόμη αριθμός κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και τον ΟΗΕ (Απόφαση 1835, 1984 και 2049) προκάλεσαν μείζονα προβλήματα στην ιρανική οικονομία, όπως αύξηση του πληθωρισμού, αύξηση της ανεργίας (το 43% των ιρανικών νοικοκυριών συντηρούν από ένα τουλάχιστον άνεργο μέλος), πτώση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος σε σχέση με το δολάριο (32.000 ριάλ/δολάριο), μείωση των εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου, μείωση των εξαγωγών (13,9% το χρονικό διάστημα Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 2013, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2012) και συρρίκνωση των ξένων επενδύσεων. Σχετικά με τις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου, θα πρέπει να τονισθεί ότι συνολικά υπολογίζονται σε περίπου ένα εκατομμύριο βαρέλια/ημέρα (bpd) παρότι η ικανότητα παραγωγής ανέρχεται σε περισσότερα από 2,5 bpd. Στην παρούσα φάση, το ιρανικό πετρέλαιο κατευθύνεται προς τις ενεργειακές αγορές της Κίνας, Ινδίας, Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας, Τουρκίας, ΗΑΕ και Συρίας. Ωστόσο, σχεδόν το 50% των εσόδων από τις πωλήσεις συσσωρεύεται σε παγωμένους ξένους τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης και επαναπατρισμού από ιρανικής πλευράς.

Τα βασικά πιθανά σενάρια

Το πιο αισιόδοξο σενάριο είναι να τηρηθούν οι όροι του κοινού σχεδίου δράσης της Γενεύης και σταδιακά αφενός η Τεχεράνη να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της για την κατασκευή πυρηνικών όπλων -είτε με τη μέθοδο εμπλουτισμού ουρανίου είτε με την παραγωγή πλουτωνίου- αλλά να διατηρήσει το δικαίωμά της στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, αφετέρου η διεθνής κοινότητα (κυρίως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση) να άρει τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί κατά του Ιράν. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτό το σενάριο είναι το πλέον θετικό. Ωστόσο, λόγω της μέχρι σήμερα συμπεριφοράς της Τεχεράνης σε ανάλογες συμφωνίες, για το σενάριο αυτό θα πρέπει δικαιολογημένα να διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας και να θεωρήσουμε ότι δεν συγκεντρώνει σημαντικές πιθανότητες.

Ένα άλλο πιθανό σενάριο είναι να ναυαγήσει η προσωρινή συμφωνία της Γενεύης, καθώς λόγω των προγραμματισμένων και απροειδοποίητων επιθεωρήσεων της ΙΑΕΑ στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, η Τεχεράνη δεν θα καταφέρει να αποδείξει στη διεθνή κοινότητα ότι το πυρηνικό της πρόγραμμα έχει ειρηνικούς σκοπούς. Το σενάριο αυτό κρίνεται ως ρεαλιστικό, καθώς συγκεντρώνει και τις περισσότερες πιθανότητες εξαιτίας της μέχρι σήμερα συμπεριφοράς της Τεχεράνης. Γιατί όμως συμφώνησε και υπέγραψε το κοινό σχέδιο δράσης της Γενεύης; Πιθανόν, σκόπευε να κερδίσει χρόνο. Δηλαδή, το χρονικό διάστημα των έξι μηνών που προβλέπονται από την προσωρινή συμφωνία ίσως είναι ο κρίσιμος χρόνος, ο οποίος απαιτείται προκειμένου το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικό όπλο (;) …και γιατί όχι να διεξάγει την πρώτη του πυρηνική δοκιμή.

Ένα το τρίτο σενάριο, που προϋποθέτει την αθέτηση της Τεχεράνης στις δεσμεύσεις-μέτρα της προσωρινής συμφωνίας, είναι η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, είτε με την επιβολή μιας σειράς νέων κυρώσεων είτε ακόμη και με την υιοθέτηση της επιλογής μιας μονομερούς ή όχι στρατιωτικής ενέργειας με στόχο την καταστροφή των πυρηνικών της εγκαταστάσεων. Το σενάριο αυτό θεωρείται ως απευκταίο, επειδή προϋποθέτει ότι η Τεχεράνη θα συνεχίσει την ανάπτυξη του πυρηνικού της προγράμματος χωρίς τον έλεγχο της ΙΑΕΑ, αλλά και επειδή μια στρατιωτική ενέργεια θα προκαλέσει περαιτέρω αποσταθεροποίηση της «ευαίσθητης» περιοχής του Περσικού Κόλπου και θα επιφέρει για προφανείς λόγους αρνητικές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία.

Ένα τέταρτο σενάριο είναι η περίπτωση κατά την οποία η Τεχεράνη αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αλλά η διεθνής κοινότητα ή οι Ηνωμένες Πολιτείες ή και το Ισραήλ δεν αποφασίσουν να αντιδράσουν. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σ’ αυτή την περίπτωση χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και η Τουρκία θα επιδίωκαν να εξοπλισθούν με πυρηνικά όπλα, ενώ ένας άλλος αριθμός γειτονικών χωρών για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους θα κατέφευγε σε πιο φθηνότερες και πιο εύκολες λύσεις, όπως τα χημικά και βιολογικά όπλα και κυρίως τα σύγχρονα αντιβαλλιστικά συστήματα, προκειμένου να «αισθανθούν ασφαλείς» στην πίεση που θα τους ασκούσε το ιρανικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Το σενάριο αυτό εκτιμάται ότι συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες και ως εκ τούτου θεωρείται ως το πλέον ρεαλιστικό.

Συνολικά, εννέα χώρες θεωρούνται ως πυρηνικές δυνάμεις. Επτά χώρες κατέχουν πυρηνικά όπλα (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Κίνα, Ινδία και Πακιστάν), η Βόρεια Κορέα πραγματοποίησε τρεις πυρηνικές δοκιμές (2006, 2009 και 2013), ενώ το Ισραήλ θεωρείται ευρέως ότι κατέχει πυρηνικά όπλα παρότι δεν το έχει επιβεβαιώσει. Καθόλου απίθανο στη λέσχη των πυρηνικών δυνάμεων να προστεθεί σύντομα και το Ιράν. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει αφενός λόγω του προχωρημένου σταδίου ανάπτυξης του πυρηνικού του προγράμματος, αφετέρου λόγω της αποτυχίας των επανειλημμένων προσπαθειών της διεθνούς κοινότητας να πιέσει την Τεχεράνη προκειμένου να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της φιλοδοξίες.

Τα μέχρι στιγμής δεδομένα οδηγούν στη μη ασφαλή αλλά την πλέον πιθανή εκτίμηση ότι «βραχυπρόθεσμα, το Ιράν αναπόφευκτα θα κατέχει πυρηνικά όπλα». Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιτευχθεί μια συνολική πυρηνική συμφωνία τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο, προκειμένου -αν είναι δυνατόν- να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση των πυρηνικών όπλων. Επιπρόσθετα, να ενισχυθεί η αντιβαλλιστική δυνατότητα των γειτονικών χωρών έναντι του μελλοντικού πυρηνικού βαλλιστικού οπλοστασίου του Ιράν, ώστε να περιορισθεί η μεσο-μακροπρόθεσμη επιδίωξή τους να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.

Ήδη, οι χώρες του Κόλπου προετοιμάζονται. Από τα τέλη Μαρτίου 2012, αναθερμάνθηκε ο «Διάλογος για την Ασφάλεια του Κόλπου» (Gulf Security Dialogue – GSD), που είχε τεθεί σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Clinton. Δηλαδή, ο στρατηγικός διάλογος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Συμβουλίου Συνεργασίας των Χωρών του Κόλπου (Gulf Cooperation Council – GCC: Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), για τη σύνδεσή τους σε ένα κοινό σύστημα αντιβαλλιστικής άμυνας. Μεταξύ άλλων, η Ουάσιγκτον επιδιώκει την πώληση αντιβαλλιστικών βλημάτων τύπου Patriot στο Κουβέιτ και τα ΗΑΕ, του κιτ τύπου Joint Direct Attack Munitions (JDAMs) στη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, που μετατρέπουν τις βόμβες παλαιότερης τεχνολογίας σε «ελεγχόμενα έξυπνα όπλα» παντός καιρού, καθώς και το πλέον σύγχρονο αντιβαλλιστικό σύστημα Terminal High Altitude Area Defense (THAAD) στα ΗΑΕ. Μάλιστα, η πώληση του THAAD οριστικοποιήθηκε από το Κογκρέσο στις αρχές Ιανουαρίου 2012. Επίσης, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2012, αναφέρθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σύντομα θα εγκαταστήσουν και θα θέσουν σε λειτουργία ένα ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης αντιβαλλιστικής άμυνας στο Κατάρ, ενώ η διασύνδεσή του με τα αντίστοιχα ραντάρ του Ισραήλ και της Τουρκίας θα παρέχει ένα ευρύ φάσμα κάλυψης έναντι του ιρανικού βαλλιστικού οπλοστασίου. Κατά τη διάρκεια του 2013, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν σημαντικές πωλήσεις οπλικών συστημάτων προς τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία, όπως σύγχρονα βλήματα αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους, καθώς και μαχητικά αεροσκάφη τύπου F-16 στα ΗΑΕ.

Πιθανές επιπτώσεις για την Ελλάδα

Η Ελλάδα αποδέχεται το δικαίωμα της Τεχεράνης για την ανάπτυξη πυρηνικής τεχνολογίας αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει αφενός να υποστηρίζει την πάγια θέση της περί μη διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής, αφετέρου να τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ζώνης ελεύθερης από πυρηνικά όπλα στη νευραλγική περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, η επίλυση του ιρανικού πυρηνικού προβλήματος δεν είναι ένα «μακρινό θέμα» που δεν την επηρέασε ή δεν θα την επηρεάσει ως ένα βαθμό στο προσεχές μέλλον.

Πρώτα απ όλα, η απόφαση της ΕΕ για επιβολή εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν (23 Ιανουαρίου 2012) στέρησε την ελληνική αγορά ενέργειας από το επί πιστώσει ιρανικό πετρέλαιο, που κάλυπτε ένα ποσοστό των συνολικών ελληνικών εισαγωγών.

Δεύτερον, σύμφωνα με το τρίτο σενάριο εγκυμονεί ο κίνδυνος έναρξης ισραηλινο-ιρανικών ή και αμερικανο-ιρανικών εχθροπραξιών στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, γεγονός ιδιαίτερα αρνητικό τόσο για την ελληνική ναυτιλία καθώς είναι δυνατόν να εγκλωβισθεί ένας αριθμός ελληνικών εμπορικών πλοίων εντός του Περσικού Κόλπου, όσο και για την αναμενόμενη ραγδαία αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου.

«Σε περίπτωση μιας μονομερούς ισραηλινής στρατιωτικής ενέργειας κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας»; «Τι θα αποφασίσει η Αθήνα, αν το Τελ Αβίβ ζητήσει κάποιου είδους υποστήριξη από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, λόγω της υφιστάμενης ελληνο-ιστραηλινής στρατιωτικής συμφωνίας»; Είναι προφανές και αναμενόμενο ότι η ελληνική πλευρά θα αποφύγει με κάθε τρόπο να εμπλακεί, ωστόσο σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι καθόλου απίθανο να υπάρξει δυσαρέσκεια από ισραηλινής πλευράς, με τις όποιες συνέπειες στις ελληνο-ισραηλινές σχέσεις.

Τέλος, ιδιαίτερα δυσοίωνο είναι το τέταρτο σενάριο. Δηλαδή, η περίπτωση κατά την οποία το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Τότε, όπως προαναφέρθηκε, γειτονικές ως προς την Ελλάδα χώρες, όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, αναμένεται να ξεκινήσουν την ανάπτυξη του δικού τους πυρηνικού προγράμματος για την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Επομένως, βραχυ-μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να αναμένουμε ραγδαία(;) αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
 

•www.geostrategy.gr
geostrategical@yahoo.gr