Μέτρα ασφαλείας κατά της ριζοσπαστικοποίησης του Ισλάμ


Αυστραλία
«Δεν πολεμάμε το Ισλάμ, αλλά την τρομοκρατία» λέει η κυβέρνηση

Χθες ο Αυστραλός πρωθυπουργός, δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα διαθέσει άλλα 630 εκατομμύρια δολάρια στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Την ίδια στιγμή, για πολλοστή φορά, ο Τόνι ‘Αμποτ έσπευσε να διαβεβαιώσει τους Μουσουλμάνους ότι τα μέτρα δεν στρέφονται εναντίον τους.

Κάλεσε μάλιστα τη Μουσουλμανική κοινότητα, (η οποία έχει εκφράσει την έντονη ενόχλησή της για τα μέτρα) στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής αυστραλιανής κοινωνίας, να βοηθήσει να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της πιθανής εγχώριας τρομοκρατίας.

Εξάλλου και ο αρχηγός της αυστραλιανής μυστικής υπηρεσίας (ASIO), David Irvine, στην προσπάθειά του να καθησυχάσει τις αντιδράσεις που προκάλεσε η νέα (συμπληρωματική) αντιτρομοκρατική νομοθεσία στους μουσουλμάνους της χώρας, δήλωσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν πολεμά το Ισλάμ, αλλά τους τρομοκράτες.

Σημειώνεται ότι, αυτή είναι η πρώτη φορά που αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας ASIO δίνει δημόσια συνέντευξη για ένα τέτοιο θέμα και αυτό το έκανε προκειμένου να κατευνάσει τις ανησυχίες της μουσουλμανικής κοινότητας της Αυστραλίας, η οποία θεωρεί ότι τέτοιου είδους νόμοι γίνονται αφορμή να ενοχοποιηθούν και πάλι οι μουσουλμάνοι πολίτες.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξης που έδωσε σε μουσουλμανικό ραδιοφωνικό σταθμό του Σίδνεϊ, ανέφερε ότι «εκ μέρους ολόκληρης της αυστραλιανής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτειακών κυβερνήσεων, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν πολεμάμε το Ισλάμ».

Στη συνέχεια, υπογράμμισε ότι ως πολίτης της χώρας, πιστεύει ότι είναι πέρα για πέρα ακατανόητος ο ισχυρισμός ότι πολεμάμε το Ισλάμ και επισημαίνει: «δεν πολεμάμε το Ισλάμ, αλλά την τρομοκρατία, που είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα».

Αναφερόμενος στον νέο αντιτρομοκρατικό νόμο της κυβέρνησης ‘Αμποτ, είπε ότι, η νομοθεσία δεν στρέφεται κατά μελών της αυστραλιανής μουσουλμανικής κοινότητας, αλλά στοχεύει να δώσει στην αστυνομία και έως ένα βαθμό στο ASIO, τη δυνατότητα να προστατεύσουν τον αυστραλιανό λαό από πολύ λίγους ανθρώπους που θέλουν να προκαλέσουν κακό στην κοινωνία.

Να μη στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στο Ιρακ, πριν εκτιμηθούν όλες οι πτυχές του θέματος, συζητηθεί η αποστολή δύναμης από το υπουργικό συμβούλιο και ενημερωθεί η αντιπολίτευση, δεσμεύτηκε ο Αυστραλός πρωθυπουργός. Δεν απέκλεισε πάντως το ενδεχόμενο να σταλούν «επίλεκτες δυνάμεις» σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.

Επί του παρόντος, διαβεβαίωσε ο πρωθυπουργός, η Αυστραλία προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια και θα συνεχίσει να προσφέρει τέτοια βοήθεια. «Η αυστραλιανή δύναμη είναι έτοιμη να προσφέρει περαιτέρω ανθρωπιστική βοήθεια στους πληττόμενους κατοίκους του Βόρειου Ιράκ» είπε.

«Η Αυστραλία είναι στενός συνεργάτης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όπως είναι ο Καναδάς, η Γαλλία και η Βρετανία. Βρισκόμαστε σε διαρκή επαφή μεταξύ μας για την παροχή της καλύτερης ανθρωπιστικής βοήθειας στους κατοίκους του Βορείου Ιράκ» εξήγησε ο Τόνι Άμποτ.

Εξάλλου, η υπουργός Εξωτερικών, Τζούλι Μπίσοπ, συζήτησε με τον Αμερικανό ομόλογό της, Τζον Κέρι, την πρόθεση της Καμπέρας να «συμπαρασταθεί» στον αγώνα της μεγάλης συμμάχου εναντίον των τζιχαντιστών στο Ιράκ.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν αναλάβει ηγετικό ρόλο (στον αγώνα κατά του εξτρεμισμού). Εμείς (η Αυστραλία) συνεργαζόμαστε με τους Αμερικανούς για να αποτρέψουμε μία ανθρωπιστική καταστροφή στο Ιράκ. Θα συνεχίσουμε, δε, να στηρίζουμε την Αμερική για την αποτροπή ανθρωπιστικής καταστροφής στο Βόρειο Ιράκ» ανέφερε η κ. Μπίσοπ, η οποία διατύπωσε την άποψη, ότι η αναχαίτιση του βάρβαρου κινήματος Ισλαμιστική Πολιτεία (Islamic State) δεν είναι αποκλειστική ευθύνη των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, είναι ευθύνη της διεθνούς κοινότητας συμπεριλαμβανομένων και των αραβικών χωρών.

«Η αναχαίτιση των εξτρεμιστών ισλαμιστών δεν είναι ευθύνη της Αμερικής και της Αυστραλίας, μόνο. Είναι ευθύνη και των αραβικών χωρών να εμποδίσουν την εξάπλωση του είδους της τρομοκρατίας που εφαρμόζει το κίνημα των τζιχαντιστών» τόνισε χαρακτηριστικά.

Σαουδική Αραβία
Δικαστήριο της χώρας καταδίκασε σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης 23 άνδρες με την κατηγορία της συμμετοχής σε μαχητικές ισλαμιστικές ομάδες

Δικαστήριο της Σαουδικής Αραβίας καταδίκασε 23 άτομα σε ποινές φυλάκισης έως 22 χρόνια για το ρόλο τους σε επιθέσεις που εκτέλεσαν μαχητικές οργανώσεις, μετέδωσαν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου είναι τμήμα μιας επιχείρησης ασφαλείας κατά την οποία δεκάδες άνθρωποι έχουν φυλακιστεί από την προηγούμενη εβδομάδα.

Την Τρίτη τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι άλλοι 17 άνδρες καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης έως και 33 χρόνια ενώ την περασμένη εβδομάδα, 48 άνδρες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης έως και 30 έτη ενώ ένας εξ αυτών καταδικάστηκε στην ποινή του θανάτου.

Στην ετυμηγορία του δικαστηρίου αναφέρονται μια σειρά εγκλήματα που διέπραξαν οι καταδικασθέντες μεταξύ των οποίων είναι «η εναντίωση στην υποταγή του ηγεμόνα», ο ενστερνισμός μαχητικής ιδεολογίας, η δημιουργία μαχητικών κυττάρων με στόχο να επιτεθούν σε ξένους υπηκόους, καθώς επίσης η παραγωγή και κατοχή εκρηκτικών υλών.

Μαχητές της Αλ Κάιντα πραγματοποίησαν σειρά επιθέσεων εναντίον ξένων και κυβερνητικών στόχων στη Σαουδική Αραβία από το 2003 έως το 2006. Τον περασμένο μήνα η οργάνωση πραγματοποίησε μια συνοριακή επιδρομή από το έδαφος της Υεμένης, που ήταν η πρώτη κατά της Σαουδικής Αραβίας από το 2009.

Αυτή η επίθεση, μαζί με την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση που αναδύεται από τους πολέμους στο Ιράκ και τη Συρία, έχουν τροφοδοτήσει ανησυχίες για την ασφάλεια στο Ριάντ. Τον Φεβρουάριο ο βασιλιάς Αμπντάλα διέταξε να επιβάλλονται μεγάλες ποινές φυλάκισης σε όποιους μεταβαίνουν στο εξωτερικό για να πολεμήσουν ή μετέχουν σε ομάδες που θεωρούνται εξτρεμιστικές.

Η Σαουδική Αραβία συνέλαβε χιλιάδες ανθρώπους από το 2003 στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ασφαλείας φυλακίζοντας εκατοντάδες από αυτούς. Παρατηρητές για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό του σαουδαραβικού βασιλείου αλλά και στο εξωτερικό λένε όμως ότι κάποιοι αντιφρονούντες που δεν έχουν σχέση με τους ισλαμιστές μαχητές έχουν επίσης φυλακιστεί κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης ασφαλείας. Το Ριάντ αρνείται την κατηγορία.