Οι διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας – Ευρώπης σε τροχιά σύγκρουσης – Ανάλυση

Στη ραγδαία επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη, μετά και τα όσα συνέβησαν το Σαββατοκύριακο στην Ολλανδία, με αφορμή την άρνηση των ολλανδικών αρχών να επιτρέψουν την επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αναφέρεται άρθρο της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας της Al-Monitor το οποίο υπογράφει ο τούρκος αρθρογράφος και συγγραφέας Τσενγκίζ Τσαντάρ (Cengiz Candar).

Διαβάστε: Τσαβούσογλου: Ο Καμμένος, οι τουλίπες και το «ατύχημα στο Αιγαίο»

Εάν ζούσε σήμερα ο γερμανός συγγραφέας Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, γνωστός για το αριστούργημά του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», μετά και τις τελευταίες εξελίξεις με την Τουρκία πιθανότατα θα εμπνεόταν να γράψει το «Πολλά προβλήματα στο δυτικό μέτωπο», υποστηρίζει ο αρθρογράφος. Ο Τσενγκίζ Τσαντάρ εκφράζει την άποψη ότι η εδώ και πολλά χρόνια ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας βρίσκεται σε κίνδυνο και υπονομεύεται. Η ένταση μεταξύ του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της Γερμανίας επεκτάθηκε στην Ολλανδία όπου το Σαββατοκύριακό σημειώθηκαν πρωτοφανή γεγονότα. Μετά και τις τελευταίες αυτές εξελίξεις ίσως, όπως γράφει, οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση να δέχθηκαν ένα μοιραίο πλήγμα.

Αφορμή για τα γεγονότα στη Ολλανδία στάθηκε η απαγόρευση που επέβαλαν οι ολλανδικές αρχές στον τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, να προσγειωθεί στο Ρότερνταμ όπου είχε προγραμματίσει να μιλήσει ενόψει του δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του συντάγματος στην Τουρκία. Εξαλλος, ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε τις ολλανδικές αρχές «ναζιστικά απομεινάρια και φασίστες», ενώ λίγες μέρες νωρίτερα είχε κατηγορήσει τη Γερμανία ότι «συνεχίζει τις πρακτικές των ναζί».

Αμέσως, ο ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε ανταπάντησε χαρακτηρίζοντας «εντελώς απαράδεκτα» τα σχόλια του Ερντογάν.
Η ένταση μεταξύ της Τουρκίας και των Κάτω Χωρών επιδεινώθηκε περαιτέρω το απόγευμα της 11ης Μαρτίου, όταν οι ολλανδικές αρχές απέλασαν την ισλαμίστρια υπουργό Κοινωνικών υποθέσεων, Φάτμα Μπετούλ Σαγιάν Καγιά, η οποία έφθασε από τη Γερμανία στο Ρότερνταμ προκειμένου να ακούσει την ομιλία Τσαβούσογλου.

Διαβάστε: Κλιμακώνεται η ένταση μεταξύ Ολλανδίας και Τουρκίας – Συνελήφθη και απελάθηκε Τουρκάλα υπουργός

Η κίνηση αυτή πυροδότησε μεγάλη ένταση καθώς δεκάδες τούρκοι διαδηλωτές κρατώντας τουρκικές σημαίες κινήθηκαν προς το τουρκικό προξενείο, πετώντας πέτρες προς τους ολλανδούς αστυνομικούς. Εκείνοι από την πλευρά τους διέλυσαν το πλήθος με σκυλιά και αντλίες νερού με αποτέλεσμα επτά τούρκοι διαδηλωτές να τραυματισθούν και έντεκα να συλληφθούν.

Το πρωί της 12ης Μαρτίου, η ολλανδική σημαία αντικαταστάθηκε από την τουρκική στο ολλανδικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ μερικοί άνθρωποι φώναζαν «Allahu Akbar» («Ο Θεός είναι ο πιο μεγάλος»).
Ο Ερντογάν επέκρινε εκ νέου τους Ολλανδούς ισχυριζόμενος ότι «ο ναζισμός είναι σε άνοδο στη Δύση». Για καταπίεση και τυραννία, κατηγόρησε από την πλευρά της στο Twitter η Καγιά τους Ευρωπαίους.

Μερικοί Τούρκοι έσπευσαν να ανταποκριθούν στοχεύοντας στην ασυνέπεια και την ανειλικρίνεια της κυβέρνησης που τους εκπροσωπεί. Το κοινωνικό δίκτυο Turkey Untold, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως παρατηρητής των παραβιάσεων των εγκλημάτων πολέμου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, έγραψε ένα tweet λέγοντας πως «153 δημοσιογράφοι, 13 εκλεγμένοι βουλευτές, 80 εκλεγμένοι δήμαρχοι και αμέτρητοι ακτιβιστές φυλακίστηκαν στην Τουρκία».

Είναι ενδιαφέρον ότι ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές των γεγονότων ήταν ο μουσουλμάνος δήμαρχος του Ρότερνταμ, Αχμέντ Αμπουνταλέμπ, ο οποίος κατηγόρησε τον τούρκο γενικό πρόξενο ότι «παραπλάνησε σκανδαλωδώς» τις ολλανδικές αρχές σχετικά με τα γεγονότα και την επίσκεψη της Καγιά στην πόλη. Είπε ότι ο γενικός πρόξενος κάλεσε τους ανθρώπους να έρθουν στο προξενείο, παρά την απαγόρευση των ολλανδικών αρχών.

Ο Αμπουνταλέμπ, ο οποίος είναι ένας δημοφιλής Ολλανδός πολιτικός, είναι μαροκινής καταγωγής και μέλος του Εργατικού Κόμματος. Οπως καταμαρτυρεί ο αρθρογράφος του κειμένου, ο οποίος επισκέπτεται τακτικά το Ρότερνταμ, έχει προσωπική άποψη και επίγνωση του κύρους του Αμπουνταλέμπ στην πόλη και των συνθηκών στις οποίες ζουν οι τούρκοι συμπατριώτες του, οι οποίοι δεν υφίστανται καμία απολύτως, όπως λέει, διάκριση. Ετσι, σε αυτήν την περίπτωση, κατά τον αρθρογράφο, οι τούρκοι ηγέτες δεν μπορούν να κατηγορήσουν τον δήμαρχο της πόλης ως «ισλαμοβικό».

Την ίδια ώρα, η Ολλανδία ετοιμάζεται να κατέλθει στις 15 Μαρτίου σε μία «μοιραία» για τη χώρα, όπως τη χαρακτηρίζει ο Τσαντάρ, εκλογική αναμέτρηση, με τον υπερεθνικιστή -ισλαμοφοβικό, υπέρμαχο του Nexit (αντίστοιχο του Brexit) Γκέερτ Βίλντερς, να βρίσκεται στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Ο Βίλντερς απέκτησε μεγάλο πλεονέκτημα στη διαμάχη με την Τουρκία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την οιονεί ρατσιστική πολιτική του. Στον αντίποδα, ο πρωθυπουργός Μαρτ Ρούτε, ο οποίος εκπροσωπεί το φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, και ο σοσιαλιστής υπουργός Εξωτερικών Μπερτ Κέντερς, δεν μπορεί να θεωρηθούν αντι-Τούρκοι, ή ισλαμοφοβικοί και σίγουρα όχι «φιλο-ναζιστές ή φασίστες».

Η διπλωματική αυτή κρίση ξεκίνησε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, όταν Ρούτε είχε εκφράσει την άποψη ότι η επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Ολλανδία το μόνο που θα προκαλούσε θα ήταν προβλήματα μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ. Μιλώντας στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, στις 9 Μαρτίου, ο Ρούτε είχε χαρακτηρίσει εξαιρετικά σοβαρό το ενδεχόμενο επίσκεψης Τσαβούσογλου στην Ολλανδία καλώντας τον μάλιστα να μην έρθει.
«Ανεπιθύμητη» είχε χαρακτηρίσει από την πλευρά του ο ολλανδός υπουργός Εξωτερικών, Μπέρτ Κέντερς, την επίσκεψη του τούρκου ομολόγου του στην Ολλανδία, εν μέσω μάλιστα προεκλογικής εκστρατείας.

Στις 10 Μαρτίου, ο δήμαρχος του Ρότερνταμ Αχμέντ Αμπουνταλέμπ δήλωσε ότι πιθανότατα θα απαγορεύσει την έλευση Τσαβούσογλου στην πόλη για λόγους δημόσιας τάξης, εξαιτίας των εντάσεων που υπήρχαν στην τουρκική κοινότητα.

Ο Τσενγκίζ Τσαντάρ εκφράζει την άποψη ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Δημοκρατίας της Τουρκίας, απελάθηκε ένας τούρκος υπουργός ενώ ο υπουργός Εξωτερικών αντιμετωπίσθηκε ως persona non grata από μια συμμαχική χώρα – γεγονός που συνιστά μία μια άνευ προηγουμένου ταπείνωση για την τουρκική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, γράφει, στη διάρκεια των αιώνων της ιστορίας της Τουρκίας και των προβληματικών σχέσεων που είχε με τον δυτικό κόσμο, κάτι παρόμοιο δεν συνέβηκε ποτέ.

Γιατί λοιπόν συνέβη τώρα; Στη σημερινή Τουρκία, απαντά, η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν δεν δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις με την ΕΕ, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης ένταξη. Η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ήταν το κύριο θέμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν τέθηκαν τα θεμέλια της ΕΕ.

Σήμερα, όπως διαπιστώνει ο τούρκος αρθρογράφος, η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι ολοκληρωτικά στραμμένη στην εσωτερική ατζέντα του Ερντογάν, ο οποίος είναι πλήρως προσηλωμένος στην 16η Απριλίου. Ημέρα όπου θα διεξαχθεί το «μοιραίο» δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση που θα τον μετατρέψει από έναν de facto «ηγέτη» σε ένα είδος de jure «σουλτάνο- πρόεδρο».

Τις τελευταίες εβδομάδες το ενδεχόμενο να απορριφθεί το περιπόθητο «Ναι» είναι πιο πιθανό από ποτέ. Στις περισσότερες δημοσκοπήσεις υπερτερεί σημαντικά το «Οχι» – ένα αποτέλεσμα που, κατά τον τούρκο αρθρογράφο, ο Ερντογάν δεν μπορεί να αντέξει πολιτικά και ψυχολογικά. Αγωνίζεται απεγνωσμένα για το «Ναι» και για τον λόγο αυτό, χρειάζεται τις ψήφους των Τούρκων που ζουν στην Ευρώπη.

Την 1η Νοεμβρίου 2015, όταν το τουρκικό εκλογικό σώμα έδωσε στον Ερντογάν μια πολύ ισχυρή εντολή για να κυβερνήσει με το 50% των ψήφων, οι ψηφοφόροι του στη Γερμανία του έδωσαν ποσοστό 10% παραπάνω, φθάνοντας στο 60%.

Ετσι, ο Ερντογάν τώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να μεταφέρει την προεκλογική του εκστρατεία στην Ευρώπη, γνωρίζοντας παράλληλα ότι αυτό θα αναστατώσει το κοινό αίσθημα των χωρών-μελών της ΕΕ, που είναι ήδη δυσαρεστημένες από τις αντιδημοκρατικές πρακτικές του και την εκτροπή της Τουρκίας προς την απολυταρχία. Ωστόσο, είναι αυτός ο ίδιος που ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τη δημοκρατία και κατηγορείς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης –τη Γερμανία και τώρα την Ολλανδία– για ναζισμό και φασισμό.

Σχολιάζοντας τις δηλώσεις Ερντογάν ο δήμαρχος του Ρότερνταμ πέρασε στην αντεπίθεση λέγοντας: «Μας συγκρίνουν με τους ναζί. Αναρωτιέμαι εάν γνωρίζουν ότι είμαι δήμαρχος μίας πόλης που βομβαρδίστηκε από τους ναζί».
Όσο η τουρκική ηγεσία έχει δεσμευθεί να απεμπλακεί η Τουρκία από την Ευρώπη και την ΕΕ, τίποτε από αυτά δεν είναι σημαντικό. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Νουρετίν Τσανικλί συνόψισε πολύ απλά την τουρκο-ολλανδική κρίση λέγοντας: «Το όνειρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει λήξει και η πτώση έχει αρχίσει».

Ο αναπληρωτής πρόεδρος του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, Γιασίν Ακτάι, υποστήριξε ότι η κρίση δεν είναι ανάμεσα στην Τουρκία και την Ολλανδία, αλλά αντανακλά την εσωτερική κρίση της ΕΕ και της Ευρώπης. Χωρίς να επεξεργασθεί τα πώς και τα γιατί πρόσθεσε: «Για μας, η ΕΕ και η Ευρώπη τελείωσαν».

Η διαμάχη με την Ευρώπη, λέει ο Τσαντάρ, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα απαραίτητο συστατικό στον στόχο του Ερντογάν να εδραιώσει την ισλαμο-εθνικιστική του πολιτική στην Τουρκία, καθώς και μία ωραία χειρονομία προς τον φίλο του Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν. Ωστόσο μένει να δούμε εάν αυτό είναι αρκετό για να εξασφαλίσει το περιπόθητο «Ναι».

Η αναπόφευκτη συνέπεια της διαμάχης με τη Γερμανία και την Ολλανδία, και σε κάποιο βαθμό με την Αυστρία, είναι ότι εφεξής θα είναι ακόμα πιο δύσκολο από ό,τι πριν να είσαι Τούρκος στην Ευρώπη. Χθες μάλιστα, 12 Μαρτίου, η Δανία διά στόματος του πρωθυπουργού της Λαρς Λόκε Ράσμουσεν πρότεινε να αναβληθεί η προγραμματισμένη επίσκεψη του τούρκου πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ αυτόν τον μήνα στη χώρα, εξαιτίας της διπλωματικής έντασης μεταξύ Τουρκίας και Ολλανδίας.

Εν κατακλείδι, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έκλεισε γρήγορα το ευρωπαϊκό όνειρο, μετά την πιο σοβαρή ίσως των τελευταίων χρόνων διπλωματική κρίση με ευρωπαϊκή χώρα, αυτή με την Ολλανδία, με αφορμή ένα συλλαλητήριο υπέρ του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Τουρκία.