Όταν οι Ισραηλινοί σταμάτησαν τον πόλεμο με το Ιράν

Του Anshel Pfeffer

Καθώς η σκιώδης σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν στη Συρία έχει ενταθεί τις τελευταίες ημέρες, ο κίνδυνος για τις δύο χώρες – μεταξύ των ισχυρότερων στην περιοχή – να βρεθούν σύντομα σε εμπόλεμη κατάσταση έχει αυξηθεί σημαντικά.

Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ και το Ιράν έχουν βρεθεί ένα βήμα πριν από τον γκρεμό. Σχεδόν πριν από μια δεκαετία, στην αρχή της δεύτερης θητείας του Βενιαμίν Νετανιάχου ως πρωθυπουργού (τώρα βρίσκεται στην τέταρτη θητεία του), ο ισραηλινός ηγέτης εξέτασε σοβαρά την διεξαγωγή αεροπορικών επιθέσεων κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Ο τότε  πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα άσκησε εντονότατες πιέσεις για να το αποτρέψει. Αλλά όταν ο Νετανιάχου διέταξε τον στρατό του να τεθεί σε υψηλό συναγερμό πάραυτα, κίνηση που προδίκαζε την έναρξη ενός πολέμου, οι ανώτατοι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας και άμυνας ήταν εκείνοι που εμπόδισαν το σχέδιο.

Όταν ο Νετανιάχου επέστρεψε στο Πρωθυπουργικό θώκο τον Μάρτιο του 2009, κληρονόμησε τον Μέιρ Ντάγκαν ως επικεφαλής της Μοσάντ και τον Γιουβάλ Ντισκίν ως επικεφαλής της Ισραηλινής Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας. Και οι δύο είχαν αρχικά διοριστεί από τον πρώην πρωθυπουργό Αριέλ Σαρόν και η βαθιά περιφρόνηση του πρώην αφεντικού τους για το Νετανιάχου είχε εμποτιστεί και σε αυτούς. Ο Σαρόν συνήθιζε να αναφέρεται στο Νετανιάχου ως «το αρσενικό μοντέλο», μια αναφορά στις εντυπωσιακές εμφανίσεις του στην τηλεόραση και σε αυτό που ο Σαρόν αποκαλούσε έλλειψη ουσίας ή τσαγανού.

Ειδικότερα, ο Ντάγκαν απολάμβανε να σχολιάζει κακόβουλα τον Νετανιάχου.  Βρισκόμενος στο πλευρό του Σαρόν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ήταν νέος αξιωματικός υπό την εντολή του Σαρόν, είχε οδηγήσει μια ομάδα κρούσης των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας, εξαφανίζοντας τους μαχητές του PLO από τα στενά σοκάκια της Γάζας. Ο Ντάγκαν δεν άντεχε τη θέα του Νετανιάχου που καθόταν στην καρέκλα του Σαρόν. Εξιστορούσε σε φίλους του, ακόμα και σε δημοσιογράφους, ιστορίες για την έλλειψη αποφασιστικότητας του πρωθυπουργού.

Ο Ντάγκαν ήταν ο μόνος κυβερνητικός αξιωματούχος που συγκρουόταν ανοιχτά με τον Νετανιάχου. Στις εβδομαδιαίες συναντήσεις τους για να εγκρίνει ευαίσθητες επιχειρήσεις εκτός του Ισραήλ, επέμεινε ότι ο Νετανιάχου έπρεπε να αναλαμβάνει την ευθύνη και δίνει ακριβείς οδηγίες. Κάποια στιγμή , ενώ ενημέρωνε τον Νετανιάχου στην κατοικία του πρωθυπουργού, μπήκε η σύζυγος του πρωθυπουργού, η Σάρα. Ο Νετανιάχου του ζήτησε να συνεχισει, καθώς η Σάρα γνώριζε όλα τα μυστικά του. Ο Ντάγκαν ρώτησε αν είχε επίσημη εξουσιοδότηση από την Υπηρεσία Ασφαλείας. Η Σάρα έφυγε από το δωμάτιο και στον Ντάγκαν δεν επιτράπηκε πότε ξανά να επισκεφθεί την πρωθυπουργική κατοικία.

Κατά κάποιο τρόπο, οι δύο άνδρες έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους. Όπως ο Νετανιάχου, έτσι και ο Ντάγκαν πίστευε ότι το Ιράν αποτελεί θανάσιμη απειλή για το Ισραήλ. Στο γραφείο του, στην έδρα της Μοσάντ, κρεμόταν μια φωτογραφία ενός Εβραίου που γονατίζει πριν από τους στρατιώτες των Ναζί. Για τον Ντάγκαν συμβόλιζε τον παππού του λίγο πριν δολοφονηθεί. Θα έλεγε  ότι κοίταζε την εικόνα κάθε μέρα και υποσχόταν ότι το Ολοκαύτωμα δεν θα συνέβαινε ξανά. Όμως ο Ντάγκαν πίστευε ότι ο μυστικός πόλεμος που διεξήγαγε ως επικεφαλής της Μοσάντ το 2002 ήταν ο μόνος τρόπος για την καταπολέμηση του Ιράν. Μια στρατιωτική επίθεση θα ήταν ένα αναποτελεσματικό μέσο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο ως έσχατη λύση.

Ο Ντίσκιν είχε παρόμοια συναισθήματα για μια στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν – αλλά και για τον Νετανιάχου. Όπως ο Ντάγκαν, ο Ντίσκιν έχει διοριστεί στο αξίωμα του από τον Σαρόν. Ήταν επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασφαλείας για τέσσερα χρόνια όταν εξελέγη ο Νετανιάχου. Ο Νετανιάχου του φαινόταν εμμονικός με το Ιράν και ανίκανος να εκπληρώσει το απαιτούμενο έργο. «Δεν πιστεύω σε μια ηγεσία που παίρνει αποφάσεις με βάση μεσσιανικά συναισθήματα», θα έλεγε αργότερα για το παλιό του αφεντικό και τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. «Φοβούμαι πάρα πολύ ότι αυτοί δεν είναι οι άνθρωποι που θα ήθελα στο τιμόνι».

Όλοι οι στρατιωτικοί ηγέτες του Ισραήλ δεν συμμερίζονταν την αντίθεση του Ντίσκιν και του Ντάγκαν σε μια επίθεση ενάντια στο Ιράν. Όμως, οι δυο είχαν ένα κρίσιμο σύμμαχο τον Αρχηγό του Ισραηλινού Στρατού, τον Αντιστράτηγο Γκάμπι Ασκενάζι. Ένας σοβαρός και επιθετικός πεζικάριος από την Ταξιαρχία του Γκολάν, ο Ασκενάζι, δεν συμπαθούσε τους εκλεπτυσμένους από την «Sayeret Matkal», την εκπληκτική μονάδα ειδικών επιχειρήσεων του Ισραήλ. (Στους οποίους συμπεριλαμβανόταν ο προϊστάμενος του, ο Υπουργός Άμυνας Εχούντ Μπράκ και ο Πρωθυπουργός Νετανιάχου.) Ο Ασκενάζι ποτέ δεν απέφευγε μια μάχη, είτε στο πεδίο είτε στους διαδρόμους του Υπουργείου Άμυνας. Αλλά πίστευε ότι μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας εναντίον του Ιράν θα εξέθετε άσκοπα ισραηλινούς πιλότους σε κίνδυνο από τους ιρανικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους. Θα μπορούσε επίσης να θέσει σε κίνδυνο τη συνεργασία με την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ωστόσο, όσο ισχυροί και αν ήταν οι τρεις αξιωματούχοι, δεν ήταν εύκολο να αντιταχθούν στους εκλεγμένους πολιτικούς διοικητές τους. Οι υποστηρικτές του Νετανιάχου περιέγραψαν τις ενέργειές τους ως «στρατιωτικό πραξικόπημα».

Ο Ασκενάζι ήταν υπεύθυνος για την προετοιμασία μιας στρατιωτικής επίθεσης εναντίον του Ιράν και ο κύριος εκφραστής της προσπάθειας να σταματήσει η πραγματοποίησή της. Το 2010 διαδραμάτισε δύο φορές σημαντικό ρόλο στην παρεμπόδιση την εκτέλεσης μια επίθεσης. Ο Μπαράκ είχε διατάξει τον στρατό να προετοιμαστεί για μια επιχείρηση. Ο Ασκενάζι απάντησε ότι, κατά την επαγγελματική του άποψη, ο Ισραηλινός Στρατός δεν διέθετε τις πληροφορίες και τις υλικοτεχνικές προετοιμασίες που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η επιτυχία. Ο Μπαράκ τότε διαφώνησε με την εκτίμηση του Ασκενάζι, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναβάλει. Ο ίδιος διέταξε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες προετοιμασίες το συντομότερο δυνατό.

Λίγους μήνες αργότερα, ο Ασκενάζι συνασπίστηκε με τον Νταγκάν και τον Ντίσκιν σε μια ακόμη πιο δραματική αναμέτρηση εναντίον του Μπαράκ και του Νετανιάχου: Ήταν η πιο έντονη σύγκρουση μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών του Ισραήλ από την παραμονή του πολέμου των έξι ημερών το 1967, όταν ο πρωθυπουργός Λεβί Εσκόλ τους διέταξε να επιτεθούν στην Αίγυπτο και τη Συρία. Αυτή τη φορά οι ρόλοι θα αντιστραφούν, με τους στρατηγούς να συγκρατούν τους πολιτικούς. Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο αρχηγείο της Μοσάντ, ο Νετανιάχου και ο Μπαράκ διέταξαν τον Ασκενάζι να τοποθετήσει τον Ισραηλινό Στρατό στο υψηλότερο επίπεδο ετοιμότητας, ουσιαστικά σε καθεστώς πολεμικής αναμέτρησης.

Αυτός ο βαθμός ετοιμότητας προέβλεπε την διακριτική κλήση του απαραίτητου εφεδρικού προσωπικού, την ακύρωση όλων των αδειών, την τοποθέτηση αεροσκαφών και πυραύλων σε 24ωρη ετοιμότητα, το άνοιγμα εγκαταστάσεων έκτακτης αποθήκευσης πυρομαχικών και την ενεργοποίηση του μηχανισμού πολιτικής άμυνας. Θα κόστιζε στο στρατό εκατομμύρια σέκελ ημερησίως και θα του επέτρεπε να διεξάγει μια επίθεση σε μερικές ώρες. Πιστεύοντας ότι οι δύο πολιτικοί προσπαθούσαν να φέρουν προ τετελεσμένων την υπόλοιπη κυβέρνηση, ο Ασκενάζι είπε ότι η ενέργεια αυτή ήταν ισοδύναμη με μια πράξη πολέμου και από τον νόμο προβλεπόταν να εγκριθεί από το πλήρες υπουργικό συμβούλιο. Ο Μπαράκ επέμεινε ότι η εντολή ήταν νόμιμη και ακολούθησε μια θερμή συνομιλία. «Αν παίζεις με αυτό το ακορντεόν, θα βγει μουσική» (σ.σ. «Όταν παίζεις με την φωτία, θα καείς»), προειδοποίησε ο Ασκενάζι. «Θα πάρετε μια παράνομη απόφαση να πάτε σε πόλεμο», πρόσθεσε ο Ντάγκαν.

Ο Νετανιάχου παρέμεινε σιωπηλός κατά τη διάρκεια της λογομαχίας και τελικά ο Μπαράκ υποχώρησε. Εκτός από την άμεση αντιπαράθεση, ο Ασκενάζι και οι άλλοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, λέγοντας στους δημοσιογράφους ότι μια επίθεση εναντίον του Ιράν θα προκαλούσε στην Χεζμπολάχ, να αντεπιτεθεί αμέσως, εξαπολύοντας χιλιάδες ρουκέτες σε πολιτικούς στόχους στο Ισραήλ. «Είμαστε ενώπιον ενός πολέμου με χιλιάδες θύματα πολιτών», προειδοποίησε.

Ο Μπαράκ υποψιαζόταν ότι οι αντίπαλοί του είχαν επίσης διαρρεύσει λεπτομέρειες σχετικά με την διαφωνία προς τη Κυβέρνηση Ομπάμα. «Υποθέσαμε ότι οι Αμερικανοί γνώριζαν τα πάντα για την διαφωνία», είπε τον Απρίλιο του 2017. «Υπήρχε κάποιος από εμάς που συνιμιλούσε καθημερινά μαζί τους». Ο Μπαράκ θεωρούσε τον Ντάγκαν μεταξύ των βασικών υπόπτων.

Ο Μπαράκ φαίνεται να είχε βάσιμες υποψίες: καθώς σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον στην ισραηλινή τηλεόραση το 2016, ο Ντάγκαν (που πέθανε τον Μάρτιο του ίδιου έτους) δήλωσε ότι είχε έρθει σε επαφή με τότε τον διευθυντή της CIA, Λεόν Πανέττα, όταν αισθάνθηκε ότι ο Μπαράκ δεν παρουσίαζε με ειλικρίνεια τις αντιρρήσεις της κυβέρνησης Ομπάμα αναφορικά με μια επίθεση εναντίον του Ιράν στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Πανέττα, σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη, δήλωσε ότι ο Ντάγκαν «είχε δείξει την απογοήτευση του με τις ενέργειες του Νετανιάχου και του Μπαράκ”.

«Νομίζω ότι ανησυχούσε ότι οι αποφάσεις ελήφθησαν για πολιτικούς λόγους και νομίζω ότι τον προβλημάτισε», υπενθύμισε ο Πανέττα. Το αν ο Dagan και οι συνάδελφοί του συνεννοήθηκαν ποτέ με μια ξένη κυβέρνηση για να ανατρέψουν τους εκλεγμένους ηγέτες του Ισραήλ παραμένει ασαφής. Φυσικά, οι απόψεις στο Ισραήλ διίστανται σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη και κατά πόσον τέτοιες ενέργειες ήταν σωστές. Οι Δεξιοί υποστηρίζουν ότι, μιλώντας άμεσα στη Κυβέρνηση Ομπάμα, ο Ντάγκαν και οι συνάδελφοί του διέπραξαν προδοσία. Οι Ισραηλινοί στα αριστερά επαίνεσαν τους ίδιους άνδρες για έκαναν ό, τι ήταν απαραίτητο για να αποτρέψουν μια ενδεχομένως παράνομη εντολή και να αποτρέψουν έναν καταστροφικό πόλεμο.

Πηγή Foreign Policy.

Μετάφραση – Επιμέλεια: Δημοσθένης Δ. Δημόπουλος