Πυρηνική συμφωνία για το Ιράν: Ο κίνδυνος του πολέμου και οι εχθροί της Τεχεράνης

Του Ben Hubbard

Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέτρεψαν τη δικτατορία του Σαντάμ στο Ιράκ το 2003, το Ιράν έστειλε όπλα σε πολιτοφυλακές και υποστήριξε εκεί πολιτικά κόμματα, φέρνοντας το Ιράκ στην σφαίρα επιρροής του.

Μετά τις αραβικές εξεγέρσεις της άνοιξης στις αρχές της δεκαετίας που έπληξαν τις κυβερνήσεις της Συρίας και της Υεμένης, το Ιράν ανέπτυξε μαχητές και υποστήριξε τις διάφορες πολιτοφυλακές. Στο χάος του μακρόχρονου εμφυλίου πολέμου της Συρίας, το Ιράν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να οικοδομήσει εκεί μια στρατιωτική υποδομή.

Το 2015, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προσέφερε στο Ιράν τη μεγαλύτερη ευκαιρία από όλες: την ανταλλαγή του πυρηνικού του προγράμματος με την άρση των κυρώσεων που είχαν γονατίσει την οικονομία του Ιράν, ανοίγοντας το δρόμο για την επανένταξή του στο διεθνές σύστημα.

Τώρα ο Πρόεδρος Τραμπ, το Ισραήλ και οι Σουνιτικές αραβικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου θέλουν να αλλάξουν όλα αυτά.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Πρόεδρος Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη διεθνή πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, επαναφέροντας επαχθείς αμερικανικές κυρώσεις και απειλώντας με περισσότερες κυρώσεις για να τιμωρήσουν το Ιράν για την περιφερειακή συμπεριφορά του. Η συζήτηση για καθεστωτική αλλαγή στην Τεχεράνη, που είχε χάσει την δυναμική τις ύστερα από τον πόλεμο στο Ιράκ, επέστρεψε στην Ουάσινγκτον με τέτοιο τρόπο που δεν έχει ιδωθεί ξανά από τότε που ο Πρόεδρος Τζωρτζ Μπους χαρακτήρισε το Ιράν μέρος του «άξονα του κακού» το 2002.

Αλλά όσο απογοητευμένος και αν ήταν Πρόεδρος Τραμπ και οι σύμμαχοι του με την πυρηνική συμφωνία του Ιράν, η οποία δεν κατάφερε να εμποδίσει την ταραχοποιό περιφερειακή δράση του Ιράν, δεν είναι καθόλου σαφές ότι η ακύρωση της συμφωνίας θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

«Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το Ιράν και να ανατρέψουμε αυτό το ιρανικό δίκτυο, τι θα θέσουμε στο τραπέζι;» δήλωσε η Randa Slim, αναλυτής του Ινστιτούτου Μέσης Ανατολής στην Ουάσινγκτον. «Και αν το Ιράν έχει αποκτήσει επιρροή και δυνάμεις μέσα από αυτά τα επιτεύγματα, πώς θα αντιδράσει;»

Το Ιράν διατηρεί τώρα ένα δίκτυο ισχυρών πολιτοφυλακών που υπερασπίζονται τα συμφέροντα του πολύ πέρα από τα σύνορά του.

Ακόμη και όταν ο Πρόεδρος Τραμπ ανακαλούσε την αμερικανική συμμετοχή στην πυρηνική συμφωνία, τα υποστηριζόμενα από το Ιράν πολιτικά κόμματα στο Λίβανο και το Ιράκ διεκδικούσαν την νίκη στις κοινοβουλευτικές εκλογές, ενώ οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν αντάρτες στην Υεμένη εκτόξευαν βαλλιστικούς πυραύλους κατά του Ριάντ.

Το πάλαι πότε μέλος του «άξονα του κακού» έχει πλέον δημιουργήσει αυτό που ονομάζει έναν «άξονα αντίστασης», που εκτείνεται μέσω του Ιράκ και της Συρίας στον Λίβανο. Οι ιρανικές δυνάμεις ή οι συμμαχικές πολιτοφυλακές βρίσκονται τώρα στην ουσία στο κατώφλι του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, των σημαντικότερων περιφερειακών αντιπάλων του Ιράν.

Μια συμμαχία εναντίον του Ιράν έχει δημιουργηθεί, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και τις χώρες του Κόλπου να ενώνονται ενάντια του. Αλλά αν και πλέον είναι περισσότερο αφοσιωμένοι από ποτέ για να αμφισβητήσουν την επιρροή του Ιράν, οι δυνατότητές τους είναι περιορισμένες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διστάζουν να εμπλακούν σε νέους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Ο Πρόεδρος Τραμπ διέκοψε την βοήθεια στη Συρία και δήλωσε ότι επιθυμεί να επαναπατρίσει περίπου 2.000 Αμερικανούς στρατιώτες που έχουν αναπτυχθεί εκεί και αγωνίζονται κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Οι χώρες του Κόλπου, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, έχουν δαπανήσει δισεκατομμύρια για προηγμένα όπλα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, αλλά δεν έχουν ακόμη αποδείξει ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά. Συμπλέκονται σε έναν εναέριο πόλεμο εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών στην Υεμένη και η εξάρτηση τους στην διπλωματία των επιταγών τους έχει αφήσει με λιγοστή επιρροή στον Λίβανο, τη Συρία και το Ιράκ.

Αντιθέτως, το Ιράν έχει επινοήσει δημιουργικούς τρόπους για να καλλιεργήσει στρατηγικές σχέσεις που δεν απαιτούν μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες, τις οποίες δεν μπορεί να κάνει έτσι κι αλλιώς.

«Δεν είναι μόνο τα χρήματα που κινούν τα νήματα, είναι η ιδεολογία και η προθυμία των Ιρανών να ρισκάρουν τους δικούς τους άνδρες στο παιχνίδι», δήλωσε η Randa Slim. «Οι Σαουδάραβες δεν έχουν αυτού του είδους την εργαλειοθήκη.»

Αυτό αφήνει στο Ισραήλ, το οποίο έχει ισχυρότατη στρατιωτική μηχανή, αλλά ελάχιστη ικανότητα να οικοδομήσει συμμαχίες με τις αραβικές χώρες, την κληρονομιά της δημιουργίας του ως εβραϊκού κράτους, η οποία εξακολουθεί να είναι απεχθής στην περιοχή εξαιτίας της μεταχείρισης των Παλαιστινίων.

Η πιο πρόσφατη αναθέρμανση, έλαβε χώρα μετά την εγκατάλειψη της πυρηνικής συμφωνίας από τον Πρόεδρο Τραμπ, όταν οι ιρανικές δυνάμεις στη Συρία εκτόξευσαν για πρώτη φορά πυραύλους κατά του Ισραήλ και τα ισραηλινά πολεμικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν ιρανικούς στρατιωτικούς στόχους στη Συρία ως αντίποινα.

Αναλυτές δήλωσαν ότι καμία από τις πλευρές δεν επιθυμεί την κλιμάκωση σε ένα γενικευμένο πόλεμο, που θα μπορούσε γρήγορα να εκτροχιασθεί σε μία περιφερειακή σύγκρουση. Και έτσι η κατάσταση είχε ηρεμήσει μέχρι το επόμενο πρωί. Αλλά ο κίνδυνος ενός ευρύτερου πολέμου δεν μπορούσε να αποκλειστεί.

«Μπορεί να είμαστε O.K. για τον επόμενο μήνα ή έτσι, αλλά έχουμε ένα μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα», δήλωσε ο Cliff Kupchan, πρόεδρος του ομίλου Eurasia. «Το Ιράν θέλει να χτίσει υποδομές στη Συρία. Το Ισραήλ είναι κάθετα αντίθετο σε αυτό. Πρόκειται για μια προεπισκόπηση ενός σοβαρού χρόνιου σημείου ανάφλεξης. «

Η ανησυχία του επαναλήφθηκε και από τον Ryan C. Crocker, πρώην πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στη Συρία, στο Ιράκ, στον Λίβανο και σε άλλες χώρες.

«Υπάρχει πραγματική πιθανότητα για μια πολύ μεγαλύτερη μάχη από ό, τι είδαμε μέχρι τώρα, με επικεφαλής το Ισραήλ», είπε ο κ. Crocker. «Θα βγει κάτι καλό από αυτό; Τίποτα.»

Το Ιράν θα αγωνιστεί για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από μια άμεση, πολυδιάστατη επίθεση από το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες του Κόλπου.

Ως ένα περσικό, σιιτικό κράτος, είναι μια σεχταριστική και εθνοτική μειονότητα σε μια κατά κύριο λόγο Σουνιτική Αραβική περιοχή. Απομονωμένη διεθνώς, από τότε που η Επαναστατική Ισλαμική Κυβέρνηση κατέκτησε την εξουσία το 1979 και δεν έχει πρόσβαση στα δυτικά όπλα. Και ανίσχυρη οικονομία του Ιράν σημαίνει ότι οι περιφερειακοί εχθροί του, έχουν δαπανήσει πολύ περισσότερα από αυτό σε συμβατικό οπλικό εξοπλισμό.

Αντίθετα, το Ιράν έχει επενδύσει όπου μπορούσε: στις σχέσεις με παρακρατικούς δρώντες που μοιράζονται κυρίως την σιιτική πίστη του Ιράν και το αίσθημα του αουτσάιντερ στην περιοχή.

Το πρότυπο για την εν λόγω στρατηγική ήταν Χεζμπολάχ, την οποία οι αξιωματικοί από το Ισλαμικό Επαναστατικό Στρατιωτικό Σώμα του Ιράν βοήθησαν για να δημιουργηθεί στον Λίβανο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Με το να στηρίζουν την Χεζμπολάχ, το Ιράν βρήκε ένα μέσο για να μάχεται το Ισραήλ κοντά στα βόρεια σύνορα του και αργότερα έδωσε στο Ιράν ρόλο στην πολιτική του Λιβάνου. Η Χεζμπολάχ, η οποία το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν από καιρό χαρακτηρίσει ως τρομοκρατική οργάνωση, έχει μετατραπεί από τότε σε μια περιφερειακή δύναμη από μόνη της.

«Το Ιράν δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο ισχυρό όσο νομίζουμε», δήλωσε ο Bassel F. Salloukh, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Λιβάνου στη Βηρυτό. «Η οικονομία του είναι πολύ αδύναμη, είναι περικυκλωμένο, γι ‘αυτό πρέπει να προβάλει ισχύ για να προστατεύσει τον εαυτό του και αυτή η στρατηγική έχει λειτουργήσει πολύ καλά, και γι’ αυτό την επαναλαμβάνει και αλλού».

Ένα άλλο στοιχείο της ισχύος του Ιράν είναι αυτό που οι εχθροί αποκαλούν την φιλοδοξία και την ικανότητα του να κατασκευάσει μια πυρηνική βόμβα – ένα όπλο το οποίο το Ιράν πάντοτε αρνείται ότι θέλει παρά τις αποδείξεις για ύπαρξη Ιρανικής έρευνας για την κατασκευή πυρηνικών βομβών.

Σύμφωνα με την πυρηνική συμφωνία του 2015, το Ιράν επανέλαβε τη δέσμευσή του να μην «αναζητήσει, να κατασκευάσει ή να αποκτήσει πυρηνικά όπλα». Μέχρι στιγμής, το Ιράν έχει δηλώσει ότι προτίθεται να τηρήσει τη συμφωνία, παρά την Αμερικανική αποχώρηση.
Το περιφερειακό στρατιωτικό δίκτυο του Ιράν δεν θα μπορούσε να το προστατεύσει από μια συμβατική επίθεση, αλλά λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας, απειλώντας με σημαντικό κόστος τους εχθρούς του.

Το Ιράν μπορεί να χτυπήσει το Ισραήλ κατευθείαν μέσω της Χεζμπολάχ, η οποία πιστεύεται ότι έχει περισσότερους από 100.000 πυραύλους και ρουκέτες, μερικοί ικανοί να χτυπήσουν μεγάλες ισραηλινές πόλεις και ευαίσθητες υποδομές. Η ιρανική υποστήριξη των Χούθι στην Υεμένη έχει παρασύρει τη Σαουδική Αραβία σε έναν δαπανηρό πόλεμο εκεί και έχει μετατρέψει τις πόλεις της Σαουδικής Αραβίας ευάλωτες σε βαλλιστικούς πυραύλους από την Υεμένη.

Αυτοί οι παρακρατικοί δρώντες είναι δύσκολο να ηττηθούν στρατιωτικά και οι πόλεμοι εναντίον τους μπορούν να επιδεινώσουν τις αρνητικές δυναμικές σε ένα αποτυχημένο καθεστώς, κατάσταση που το Ιράν, όπως έχει αποδειχθεί, είναι ιδιαίτερα έμπειρο στην εκμετάλλευση τους.

Η Συρία παραμένει το πιο πιθανό σημείο ανάφλεξης, αλλά όλα τα μέρη δηλώνουν ότι δεν θέλουν έναν ευρύτερο πόλεμο και φαίνεται να λαμβάνουν μέτρα για να αποφευχθεί η κλιμάκωση των συγκρούσεων. Στις αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, το Ισραήλ έχει καταβάλει προσπάθειες να στοχεύσει όπλα και όχι ανθρώπους, θεωρώντας ότι μεγάλος αριθμός νεκρών θα ανάγκαζαν το Ιράν και τους συμμάχους του να αντιδράσουν.

Η αντίδραση του Ιράν στις ισραηλινές επιθέσεις μέχρι τώρα ήταν επίσης περιορισμένη. Η επίθεση με πυραύλους στόχευσε σε ισραηλινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, και όχι σε πόλεις.

Δεν είναι σαφές πώς θα ανταποκριθεί το Ιράν στη νέα προσπάθεια να μειωθεί η επιρροή του. Ενώ κάποιοι μέσα στην ιρανική ιεραρχία επιθυμούν να διατηρηθεί η πυρηνική συμφωνία, ακόμη και χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάποιοι επιθυμούν την αντιπαράθεση.

«Η αντίσταση είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε τους εχθρούς, όχι διπλωματία», δήλωσε ο Χοσεΐν Σαλάμι, ο αναπληρωτής επικεφαλής των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης, την περασμένη εβδομάδα. «Η έξοδος από τη συμφωνία και οι ανησυχίες τους για το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν είναι δικαιολογίες για να γονατίσουν το έθνος μας».

Πηγή: The New York Times.

Μετάφραση-Επιμέλεια: Δημοσθένης Δ. Δημόπουλος