Silok system: Αυτός είναι ο Ρώσος “εξολοθρευτής” των αμερικανικών drones – ΦΩΤΟ – ΒΙΝΤΕΟ

Ο ρωσικός στρατός βελτιώνεται συνεχώς στον τρόπο που αντιμετωπίζει και καταστρέφει τα εχθρικά αεροσκάφη και τα drones. Αυτό θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Τα πληρώματα των οχημάτων ηλεκτρονικού πολέμου “Silok » του ρωσικού Στρατού αντιμετώπισαν επιτυχώς μη επανδρωμένα εναέρια αεροσκάφη κατά τη διάρκεια ασκήσεων κοντά στο Λένινγκραντ, όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο στις 2 Νοεμβρίου.

Το Silok είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη σε μια μακρά σειρά συστημάτων που παρεμποδίζουν τη ραδιοσυχνότητα (jamming) που ο ρωσικός στρατός έχει αναπτύξει από τον Ψυχρό Πόλεμο, προκειμένου να μπλοκάρει τις εχθρικές επικοινωνίες, που επιτρέπουν στους χειριστές να ελέγχουν τα αεροσκάφη, καθώς επίσης τα βίντεο και άλλα δεδομένα πληροφοριών που τους προσφέρουν τα drones.

Στη συγκεκριμένη άσκηση «τα μη αναγνωρισμένα UAV προσπάθησαν να εισέλθουν στον κλειστό εναέριο χώρο τους πεδίου της μάχης», δήλωσε το Κρεμλίνο. «Οι ρωσικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν το σύστημα Silok για να εντοπίσουν αυτά τα αεροσκάφη και τα ανάγκασαν να προσγειωθούν.

«Στη συνέχεια, οι δυνάμεις μηχανικού απάλλαξαν τις αυτοσχέδιες εκρηκτικές συσκευές που έφεραν τα UAV και στις συνέχεια δυνάμεις ταχείας ανταπόκρισης προχώρησαν στην σύλληψη των χειριστών τους».

Ενώ ο ρωσικός Στρατός και πιο πριν ο σοβιετικός Στρατός επιχειρούσαν για πολύ καιρό με τέτοια συστήματα jamming, τον Οκτώβριο του 2017, το Κρεμλίνο αποφάσισε στην ανάπτυξη της πρώτης μονάδας Στρατού Ξηράς που θα ήταν εξειδικευμένη με την αντιμετώπιση αυτών των απειλών.

Οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν αυτά τα συστήματα στη Συρία για να προστατεύσουν τις ρωσικές δυνάμεις και τις βάσεις στις οποίες ήταν εδραιωμένες. Το νέο σύστημα jamming “Silok” εντάχθηκε στο ρωσικό οπλοστάσιο και ενσωματώθηκε για πρώτη φορά στις ρωσικές δυνάμεις στη Συρία τον Αύγουστο του 2018.

Τα drones είναι μια από τις μεγαλύτερες απειλές στη Συρία. Στις 5 Ιανουαρίου 2018, ένα σμήνος μικρών μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων με εκρηκτικά, προφανώς ελεγχόμενα από αντικαθεστωτικούς , επιτέθηκαν σε δύο ρωσικές βάσεις στη δυτική Συρία.

Δέκα από τα αεροσκάφη, επιτέθηκαν στην αεροπορική βάση Khmeimim, όπου η Ρωσία έχει εγκαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος της αεροπορικής της δύναμης στη Συρία, ενώ τρια drones επιτέθηκαν σε ρωσικές εγκαταστάσεις στο κοντινό λιμάνι του Τάρτου.

Ένα σύστημα αεροπορικής άμυνας τύπου Pantsir-S κατέστρεψε επτά από τα αεροσκάφη, ενώ ρωσικές δυνάμεις ηλεκτρονικού πολέμου ανάγκασαν έξι από τα UAV να προσγειωθούν, χρησιμοποιώντας πιθανώς συστήματα jamming μπλοκάροντας την διασύνδεσή με τους χειριστές τους.

Η αναβάθμιση των ρωσικών δυνατοτήτων στον ηλεκτρονικό πόλεμο θα μπορούσε να απειλήσει τον αναπτυσσόμενο στόλο UAV των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην Ουκρανία το 2014 “μπλόκαρε” αμερικανικά UAVs.

Το Πεντάγωνο έχει επίγνωση του κινδύνου, με την DARPA να έχει ξεκινήσει μια σειρά πρωτοβουλιών για την βελτίωση των διασυνδέσεων drones και χειριστών καθώς και άλλα προγράμματα που στοχεύουν στην ανάπτυξη τεχνολογίας ανίχνευσης που θα επιτρέπουν στους Αμερικανούς να εντοπίζουν ενδεχόμενα συστήματα jamming, προφυλάσσοντας έτσι τα drones, προτού αναχαιτισθούν και εξουδετερωθούν από τον εχθρό.

Όσο λιγότερες πληροφορίες αναμεταδίδει ένα drone, τόσο λιγότερο ευάλωτο είναι να γίνει αντιληπτό, να εντοπιστεί από τον εχθρό και να εξουδετερωθεί.

Ωστόσο όσο περισσότερο ένα UAV μπορεί να επιχειρεί αυτόνομα, από την στιγμή δηλαδή που απογειωθεί, εκτελέσει την αποστολή και προσγειωθεί, , τόσο λιγότερο χρειάζεται μια ισχυρή συχνότητα διασύνδεσης με τον χειριστή του. Κάτι τέτοιο συνέβη για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2018 με ένα drone της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.

Όμως όσο κι αν εξελιχθεί η αυτονομία στη χρήση των drones, πάντα θα υπάρχει ένας βαθμός διασύνδεσης με τους χειριστές και κατ’ επέκταση ένα “παραθυράκι” για τη δυνατότητα jamming από τον εχθρό. Αυτή είναι μια αδυναμία που θα μπορούσε να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται η Ρωσία.

Δείτε βίντεο :

Πηγή: National Interest