Zapad 2017: Τί μάθαμε από την επίδειξη δύναμης της Μόσχας

Ασκήσεις μεγάλης κλίμακος όπως η “Zapad 2017” επιτρέπουν μια “κλεφτή ματιά” στο πραγματικό επίπεδο των δυνατοτήτων των ασκουμένων δυνάμεων αλλά απαιτούν από τους ξένους παρατηρητές προσεκτική και ψύχραιμη αντιμετώπιση. Και αυτό διότι παρά το γεγονός της προσήλωσης της ηγεσίας των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην στρατιωτική θεωρία, τίποτα δεν τους εμποδίζει να δοκιμάζουν νέες προσεγγίσεις στην διεξαγωγή επιχειρήσεων με την ευκαιρία γυμνασίων στρατηγικού χαρακτήρα, εκτιμά ο Roger McDermott, ένας από τους πλέον γνωστούς αναλυτές της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος.

Δηλώνοντας πως στην άσκηση θα συμμετείχαν ελαφρώς λιγότεροι από 13.000 στρατιώτες, η Μόσχα απέφυγε τον “σκόπελο” να υποχρεωθεί να καλέσει ξένους παρατηρητές από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως προβλέπει σχετικά η συνθήκη του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΑ) για την συμμετοχή δυνάμεων που υπερβαίνουν αυτόν τον αριθμό. Ωστόσο και δίχως ξένους παρατηρητές, τα πολύκροτα γυμνάσια ήταν υπό… στενή παρακολούθηση από ιπτάμενα ραντάρ και δορυφόρους του ΝΑΤΟ.

Ένας λόγος παραπάνω γι’ αυτό είναι ο χρόνος διεξαγωγής των γυμνασίων. Ο ρωσικός Στρατός μεταμορφώνεται από τον σοβιετικό Κόκκινο Στρατό του Ψυχρού Πολέμου σε μια σύγχρονη και ευέλικτη στρατιωτική δύναμη, ικανή να διεξάγει συνδυασμένες επιχειρήσεις σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, βάσει μιας ευρείας ποικιλίας σεναρίων. Όπως ακριβώς και οι πλέον σύγχρονοι στρατοί του ΝΑΤΟ.

Ο Ιγκόρ Σουτγιάγκιν, ερευνητής στο think tank RUSI (Royal United Services Institute for Defence and Security Studies) του Λονδίνου, περιγράφει την μεταμόρφωση αυτή ως προσπάθεια της Μόσχας να δημιουργήσει “μια σωστά συγκροτημένη, πλήρως επανδρωμένη, ετοιμοπόλεμη δύναμη, εξοπλισμένη όσο το δυνατόν πληρέστερα με τα πιο σύγχρονα μέσα και υποστηριζόμενη από ευέλικτη υποδομή στα μετόπισθεν”. Παρά την νίκη των Ρώσων στην σύντομη σύρραξη με την Γεωργία το 2008, ο πόλεμος αυτός κατέδειξε πολλές αδυναμίες του ρωσικού Στρατού και οι Δυτικοί εμπειρογνώμονες παρακολούθησαν προσεκτικά τα φετεινά γυμνάσια “Zapad” για να δουν τί έμαθε το ρωσικό Γενικό Επιτελείο από τις πρόσφατες επιχειρήσεις στην ανατολική Ουκρανία και την Συρία.

Κατά τον Ιγκόρ Σουτγιάγκιν “και οι δύο εκστρατείες δείχνουν την κατεύθυνση προς την οποία κινούνται οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις”. Πόσο μπροστά όμως έχει προχωρήσει η μεταμόρφωση του ρωσικού Στρατού; Και το πιο σημαντικό: θα συνεχίσει να έχει η ρωσική κυβέρνηση επαρκείς πόρους για να υποστηρίξει το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών της δυνάμεων;

Η μετάβαση δεν είναι εύκολη καθώς περνά από οργανωτικές αλλαγές που ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί. Δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η επιστροφή στους μεγάλους Σχηματισμούς (μεγάλες Μεραρχίες Πεζικού που δύσκολα επανδρώνονται πλήρως όπως προβλέπεται, αποτελώντας σε μεγάλο βαθμό μονάδες-φάντασμα) είναι ενδεχομένως μια ένδειξη επιστροφής σε παλιές, μη λειτουργικές σε ένα σύγχρονο πεδίο μάχης, πρακτικές.

Από την άλλη, ο επανεξοπλισμός των ρωσικών δυνάμεων με μοντέρνα όπλα –απαραίτητο βήμα για να κλείσει το «τεχνολογικό χάσμα» μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης– κερδίζει έδαφος. Το κλειδί εδώ όμως είναι οι διαθέσιμες πιστώσεις για νέο εξοπλισμό καθώς η ολοκλήρωση των προγραμμάτων επανεξοπλισμού εξαρτάται τόσο από τον αμυντικό προϋπολογισμό όσο και από την πρόσβαση σε δυτικές τεχνολογίες, αμφότερα δύσκολα.

Το «αντιτρομοκρατικό» σενάριο των γυμνασίων «Zapad 2017» δεν εμπόδισε πάντως τις ασκούμενες δυνάμεις να προβούν σε μια εντυπωσιακή επίδειξη πυρός, με θεαματικότερη την εκτόξευση ενός βαλλιστικού πυραύλου Iskander-M από πεδίο βολής στην νοτιοδυτική Ρωσία ο οποίος έπληξε τον στόχο του στο Καζακστάν –κάπου 480 χλμ μακρύτερα. Όσον αφορά την άσκηση αυτή καθεαυτή, τί θα έπρεπε να προσέξει το ΝΑΤΟ;

«Η χρήση οπλικών συστημάτων κρούσης είναι κάτι στο οποίο (η Συμμαχία) θα έπρεπε να εστιάσει την προσοχή της», εκτιμά ο R. McDermott, αφού από το 2013 που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα γυμνάσια, η Μόσχα έχει στρέψει σαφώς το ενδιαφέρον της στα συμβατικά πλήγματα ακριβείας ως ένα μέσον «στρατηγικής πειθούς». Δεν είναι τυχαίο ότι πύραυλοι cruise μεγάλου βεληνεκούς, εξαπολυόμενοι τόσο από αεροσκάφη όσο και από υποβρύχια, χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από την Ρωσία κατά στόχων στην Συρία, καταδεικνύοντας το ολοένα αυξανόμενο ρωσικό ενδιαφέρον για τα πυρομαχικά ακριβείας PGM (Precision Guided Munitions) όπως είναι γνωστά στην Δύση.

Είναι ενδιαφέρον ότι ενώ το ενδιαφέρον των δυτικών ΜΜΕ αναλώνεται στην χρήση τέτοιων όπλων σε εκστρατείες βομβαρδισμού με στόχο την αύξηση της ακρίβειας πλήγματος και μείωση, ει δυνατόν, των απωλειών αμάχων, οι Ρώσοι βλέπουν τα όπλα αυτά υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα. «Στο ορατό μέλλον, τα πυρομαχικά ακριβείας θα δώσουν στην Ρωσία μια «προ-πυρηνική αποτρεπτική ικανότητα» όπως χαρακτηριστικά λένε οι ίδιοι. 

Εκτός από τα επίφοβα όπλα αποτροπής, όπως οι πύραυλοι Iskander-M, ο ηλεκτρονικός πόλεμος είναι ένα ακόμη πεδίο στο οποίο φαίνεται να επενδύουν σοβαρά οι Ρώσοι. Μάλιστα η χρήση του συγκεκριμένου είδους πολέμου στην ανατολική Ουκρανία λέγεται ότι εντυπωσίασε πολλούς Διοικητές του ΝΑΤΟ. Αυτό που τους απασχολεί είναι ότι ενώ οι δυνάμεις τους αδυνατούν να καλύψουν τα κενά στην εκπαίδευση για την διεξαγωγή εντατικών επιχειρήσεων κατά ατάκτων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Ρωσία βελτιώνει σταθερά το επίπεδο των δικών της δυνάμεων –και στον ηλεκτρονικό πόλεμο.

Σε μελέτη του International Centre for Defence and Security που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην Εσθονία, ο McDermott επισημαίνει ότι «η συνεχιζόμενη τεχνολογική πρόοδος της Ρωσίας στον ηλεκτρονικό πόλεμο θα επιτρέψει στις δυνάμεις της να κάνουν παρεμβολές και να διαταράσσουν τις επικοινωνίες του ΝΑΤΟ και την επαφή με ραντάρ, UAV και άλλα μέσα, διακυβεύοντας το μέχρι στιγμής τεχνολογικό πλεονέκτημα της Συμμαχίας στον συγκεκριμένο τομέα πολέμου». Πολλά από αυτά τα συστήματα έχουν ήδη φτάσει σε μονάδες όλων των Όπλων στην ρωσική Δυτική Στρατιωτική Περιφέρεια η οποία «κοιτάζει» τα βορειοανατολικά σύνορα του ΝΑΤΟ.

Η Ρωσία θεωρεί τον ηλεκτρονικό πόλεμο ως κάτι ενιαίο, το οποίο περιλαμβάνει από επιχειρήσεις στο πεδίο της μάχης μέχρι cyber-αποστολές, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε αυτόν με εντυπωσιακά –ή ανησυχητικά, εξαρτάται από την σκοπιά που το βλέπει κανείς– αποτελέσματα. Σημειωτέον ότι οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν οριοθετούν ξεκάθαρα την χρήση του σε πόλεμο και ειρήνη. Σε αυτήν ακριβώς την «γκρίζα ζώνη» η Μόσχα ρίχνει το ειδικό της βάρος, μια πραγματική πρόκληση για το ΝΑΤΟ, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, μακριά από την δυτική αντίληψη του «άσπρου-μαύρου».

Α.Θ