Πόσο «ανθρωπιστικές» είναι οι στρατιωτικές επεμβάσεις – Μια ολοκληρωμένη μελέτη απαντά

Μια μελέτη του Νικόλαου Παούνη συγγραφέα του βιβλίου «ΙΜΙΑ 1996 o bayrak inecek (Εκείνη η σημαία, θα υποσταλεί)» για τα χαρακτηριστικά των ανθρωπιστικών επεμβάσεων και τη νομιμοποίηση τους, μέσα από το παράδειγμα της επιχείρησης στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, αλλά και το μέλλον της ανθρωπιστικής επέμβασης ως μια μορφή δράσης, χρησιμοποιώντας ως υπόθεση εργασίας τη διένεξη Ισραήλ-Ιράν εξαιτίας του πυρηνικού οπλοστασίου του δεύτερου.
Λόγω του όγκου της μελέτης θα δημοσιευθεί σε τρία μέρη.

Σήμερα το πρώτο μέρος:

Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΟΥΝΗ

Το μετα-αφήγημα του Ολοκαυτώματος, και το μέλλον της Ανθρωπιστικής Επέμβασης.

Η περίπτωση του Κοσόβου

1.) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο όρος του μετά-αφηγήματος, αναφέρεται κατά βάση στην κριτική και μεταμοντερνιστική προσέγγιση των νεωτεριστικών πολιτικών θεωριών. Η θεώρηση πάνω στην οποία βασίζεται η παρούσα εργασία, αφορά τον κυρίως τον κλασσικό ρεαλισμό και τα αξιώματα που τον διέπουν, χωρίς να αποκλείονται οι λοιπές θεωρητικές προσεγγίσεις.

Στην εν λόγω μελέτη, καλούμαστε να προσεγγίσουμε με ιστορική και κριτική άποψη, τα χαρακτηριστικά των ανθρωπιστικών επεμβάσεων και τη νομιμοποίηση τους, μέσα από το παράδειγμα της επιχείρησης στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, αλλά και το μέλλον της ανθρωπιστικής επέμβασης ως μια μορφή δράσης, χρησιμοποιώντας ως υπόθεση εργασίας τη διένεξη Ισραήλ-Ιράν εξαιτίας του πυρηνικού οπλοστασίου του δεύτερου. Ο χαρακτηρισμός μιας επέμβασης ως ανθρωπιστικής, εδράζεται στη βάση της προληπτικής πραγματοποίησης της, με στόχο την αποφυγή ενός νέου Ολοκαυτώματος αντίστοιχου του Εβραϊκού, που προκλήθηκε από τον γερμανικό εθνικό σοσιαλισμό.

2.) ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

Με τον όρο Ολοκαύτωμα (Σοά Εβραϊστή), εννοούμε τη συστηματική εξόντωση και γενοκτονία, κυρίως των Ευρωπαϊκών πληθυσμών, Εβραϊκής καταγωγής, έτσι όπως εφαρμόστηκε από το Ναζιστικό καθεστώς, την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην παρούσα εργασία, θα γίνει συνοπτική αναφορά στο αδιαμφισβήτητα ύψιστο έγκλημα κατά του Εβραϊκού λαού, προκειμένου να δοθεί έμφαση στο ζήτημα νομιμοποίησης ή μη, της ανθρωπιστικής επέμβασης.

Η εποχή του μεσοπολέμου, ήταν μια περίοδος άνθησης των θεωριών του Φασισμού, αφού οι συναφείς ιδεολογίες κατέκλυσαν την ευρωπαϊκή Ήπειρο: Εθνικοσοσιαλισμός (Γερμανία), Ορθηισμός (Ουγγαρία), Φρανκισμός (Ισπανία), Σαλαζαρισμός (Πορτογαλία) κ.ο.κ.
Οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια αίσθηση συναίνεσης ανάμεσα στις ηγεσίες και το συντριπτικό σύνολο του λαού, χρησιμοποιώντας του φόβους και τις προσδοκίες τους, σε μια περίοδο έντονης οικονομικής αβεβαιότητας, κοινωνικής αστάθειας, αλλά και αμφισβήτησης του παραδοσιακού συστήματος αξιών. Αναμφίβολα, οι ομοιότητες με το σημερινό περιβάλλον, είναι παραπάνω από εμφανής.

Η 9η Νοέμβρη 1938, σηματοδότησε την ποιοτική μεταβολή των συστηματικών διώξεων κατά της <<μη Άριας φυλής>>, όταν το βράδυ της συγκεκριμένης ημέρας εκδηλώθηκε ενορχηστρωμένο <<πογκρόμ>>, κατά των εβραϊκής καταγωγής Γερμανών πολιτών. Η <<νύχτα των κρυστάλλων>> (kristallnacht), όπως έμελε να μείνει γνωστή στη σύγχρονη Ιστορία, είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν 30.000 Εβραίοι, και να οδηγηθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία και βρήκαν φρικτό θάνατο, ενώ στοχοποιήθηκαν Συναγωγές και καταστήματα Εβραϊκής ιδιοκτησίας, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Το <<Σχέδιο της Τελικής Λύσης>> όπως κωδικοποιήθηκε, προέβλεπε μεταξύ άλλων, τη βίαιη εκτόπιση Εβραϊκών πληθυσμών από τις πατρογονικές τους εστίες, προς την Ασία και την Αφρική, αλλά ελλείψει κατάλληλων μεταγωγικών μέσων, προκρίθηκε η λύση των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Έως το 1942, οι Ναζί επιδίωξαν την εξολόθρευση του Εβραϊκού στοιχείου μέσω της εξοντωτικής εργασίας και της ασιτίας.

Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, σε διάσκεψη η οποία έλαβε χώρα στο Βερολίνο, προκρίθηκε η ανάληψη ενεργότερης δράσης (επιχείρηση Reinhard), με στόχο την ταχεία εξάλειψη των Ιουδαίων. Η εν λόγω διαδικασία, προέβλεπε την ίδρυση στρατοπέδων εξόντωσης, και την άμεση θανάτωση των <<αδύναμων>> πληθυσμιακών ομάδων (ηλικιωμένοι, άτομα με κινητικά προβλήματα κτλ). Μέχρι την πτώση του Ναζισμού, υπολογίζεται ότι εξολοθρευτήκαν περισσότερο από 6.000.000 (έξι εκατομμύρια) άνθρωποι, στα οποία δεν συνυπολογίζονται έτερες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Ρομά.

Αξίζει να επισημανθεί, πως αν και ο κύριος όγκος των δολοφονιών διαπράχθηκε από το Ναζιστικό καθεστώς, ενεργό συμμετοχή στο έγκλημα, ανέπτυξαν και οι περιφερειακοί σύμμαχοι των Ναζί, όπως οι Κροάτες Ustase κατά των Σέρβων στο Jasenovac, και οι Λιθουανοί εθνικιστές, οι οποίοι συνέδραμαν τα τάγματα θανάτου στην εκκένωση του Γκέτο της Βαρσοβίας.

3). Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

Μια εκ των θεωρητικών συνεπειών του Ολοκαυτώματος, υπήρξε η έντονη αμφισβήτηση προς τη <<διαφωτισμένη>> ανθρώπινη φύση, η οποία κατέδειξε τη <<μεσαιωνική>> της βαρβαρότητα, μετά την άνοδο του Ναζισμού. Δριμεία κριτική ασκήθηκε από τους θεωρητικούς της Σχολής της Φρανκφούρτης, Theodor Adorno και Max Horkheimer, οι οποίοι έκαναν λόγο περί απώλειας της ηθικής του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Η επακόλουθη δίκη της Νυρεμβέργης, τεκμηρίωσε το ύψιστο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, και βοήθησε καταλυτικά στην ανάδειξη της αδιαμφισβή-τητης ιστορικής αλήθειας, και της πρόνοιας αποφυγής αντίστοιχων εγκλημάτων στο μέλλον.

Η πρωτοφανής αγριότητα της εξόντωσης των αθώων Εβραίων, οδήγησε τον Raphael Lemkin, να εισαγάγει μεταπολεμικά στο Διεθνές Δίκαιο τον όρο Γενοκτονία (Genocide), ο οποίος αναφέρεται σ’ένα συντονισμένο σχέδιο διαφορετικών πράξεων, με σκοπό την καταστροφή των θεμελιωδών βάσεων της ζωής των εθνικών ομάδων, ή την άμεση εξολόθρευση των ίδιων των ομάδων.
Η αποσύνθεση των πολιτικών και κοινωνικών δομών, της ελευθερίας, της οικονομικής ζωής και της ασφάλειας, δύναται ν’αποτελέσουν ενέργειες του γενικότερου σχεδίου. Κατά τη συζήτηση της <<Υπόθεσης υπ.αρ. 3>> (γνωστή ως υπόθεση της Δικαιοσύνης Η.Π.Α. 1947), κατά την οποία εξετάστηκε η αυθαίρετη διαστρέβλωση της εσωτερικής γερμανικής νομοθεσίας από τον Χίτλερ, έγινε μια πρώτη νομική επίκληση του όρου Γενοκτονία.

Η αναθεώρηση της προσέγγισης των διακρατικών σχέσεων, υπό το πρίσμα του Διεθνούς Δικαίου, ήταν μια ακόμη αναγκαιότητα που προέκυψε μετά το Ολοκαύτωμα. Σταδιακά, ο Νατουραλισμός και ο Θετικισμός, θεωρήθηκαν αναχρονιστικά θεωρητικά υπόβαθρα, τα οποία απέτυχαν να αποτρέψουν το Ολοκαύτωμα, και την άναρχη συμπεριφορά των εμπολέμων. Οι δύο θεωρίες εδράζονταν σε ένα θεωρητικό μοντέλο, το οποίο απείχε από την κοινωνική αλλά και τη διακρατική καθημερινότητα. Έτσι αντί να στοχεύει στην εγκαθίδρυση της Ειρήνης, αγωνίζονταν για την αποτροπή του πολέμου, τον οποίον αντιλαμβάνονταν ως αναπόδραστο γεγονός. Κατόπιν τούτου, προέκυψε μια σύγχρονη κυρίαρχη προσέγγιση του Διεθνούς Δικαίου, γνωστή ως Πραγματισμός, η οποία προσπάθησε ν’αποφύγει την εμμονή στην ουτοπική υψηλή θεωρία, και να θέσει τις βάσεις για ένα βιώσιμο και λειτουργικό σύστημα Διεθνούς Δικαίου.

Λογικό επακόλουθο του Ολοκαυτώματος, αποτέλεσε η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το Μάιο του 1948, καθότι το αίτημα για μια <<μητέρα-πατρίδα>> που θα διαδραμάτιζε τον ρόλο του προστάτη των απανταχού Εβραίων, φάνταζε κάτι παραπάνω από επιτακτική ανάγκη.

Η αμφισβήτηση που διατυπώθηκε από μερίδα Κρατών, αλλά και μεμονωμένων διακεκριμένων και μη προσωπικοτήτων, τόσο για το κατεπείγον της σύστασης Εβραϊκού κράτους, όσο και για την έκταση του Ολοκαυτώματος, περιήλθε σταδιακά σε αδυνασία, όταν οι δυνάμεις του Ισραήλ κλήθηκαν να πραγματοποιήσουν σειρά αντί-εξτρεμιστικών επεμβάσεων, για να προστατεύσουν ανθρώπους εβραϊκής καταγωγής, από την εντεινόμενη παλαιστινιακή τρομοκρατική δράση, με αποκορύφωμα την επιχείρηση στο Enteppe της Ουγκάντας (1976).

Σήμερα, οι απόψεις που αρνούνται το Ολοκαύτωμα ως ιστορικό γεγονός, όσο και το δικαίωμα του Εβραϊκού λαού στη σύσταση κράτους, επανεμφανίστηκαν δριμύτερες.

Η άρνηση της Γενοκτονίας ως ιστορικού γεγονότος, διατυπώθηκε στην Ελλάδα με τον πλέον έκδηλο τρόπο, όταν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν ως προς το περιεχόμενο σχετικού βιβλίου, στο οποίο διατυπώνονταν σαρωτικές αξιολογικές κρίσεις κατά του Εβραϊσμού συλλήβδην, προτρέποντας τους αναγνώστες σε ρατσιστική βία, κάτι το οποίο συνεπάγονταν παράβαση του αντιρατσιστικού νόμου (927/1979).

Τέλος αξίζει να σημειωθεί, πως η ίδρυση του <<κράτους του Δαυίδ>>, συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από την Παλαιστινιακή πλευρά, η οποία υποστηρίχτηκε ενίοτε από πολυμελή αραβική συμμαχία, γεγονός το οποίο δημιούργησε αέναο κύκλο αιματηρής αντιπαράθεσης στη Μέση Ανατολή, με πολυποίκιλες εκφάνσεις έως τις μέρες μας.

4). Η <<ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ>> ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ

Η ανάμνηση του Ολοκαυτώματος, συντέλεσε καταλυτικά στη δημιουργία του απαραίτητου θεωρητικού υποβάθρου, για τις λεγόμενες ανθρωπιστικές επεμβάσεις. Αν και τούτο απορρίπτονταν από το εθιμικό Δίκαιο μέχρι το 1990, στη συνέχεια παρατηρήθηκε στροφή ορισμένων Κρατών, προς υιοθέτηση της εν λόγω πρακτικής.

Πρωτίστως, να διευκρινιστεί ότι με τον όρο <<ανθρωπιστική επέμβαση>>(Humanitarian Intervention), νοείται ή άσκηση νόμιμης βίας, προκειμένου να προστατευθούν βασικά δικαιώματα των πολιτών του Κράτους, κατά του οποίου ασκείτε η βία, και κυρίως το δικαίωμα στη ζωή.

Η χρήση βίας στις διακρατικές σχέσεις, υπόκειται σε γενική απαγόρευση, βάσει του κανόνα που συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 2 του χάρτη του Ο.Η.Ε. ο οποίος αναφέρει <<Όλα τα Μέλη, οφείλουν ν’ απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις, από τη χρήση ή την απειλή χρήση βίας, κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε Κράτους, ή κατά οποιαδήποτε τρόπο ασυμβίβαστο με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών>>.

Εξαιρέσεις του Κανόνα, αποτέλεσαν οι περιπτώσεις α) συλλογικής και ατομικής άμυνας, β) η χρήση βίας μετά από εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, γ) η επέμβαση κατόπιν πρόσκλησης του κυρίαρχου Κράτους, ενώ σταδιακά ετέθησαν ζητήματα εξαίρεσης για την περίπτωση της δ) Ανθρωπιστικής επέμβασης, και ε) τις επεμβάσεις προαγωγής της Δημοκρατίας.

Στρατιωτική δράση της οποίας τα χαρακτηριστικά παρέπεμπαν σε ανθρωπιστική επέμβαση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εμπλοκή της Ινδίας στο Μπαγκλαντές το 1971. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές από το Πακιστάν, προκάλεσε την επέμβαση των στρατευμάτων του δυτικού Πακιστάν εναντίον του πρώτου, τα οποία προέβησαν σε εγκλήματα πολέμου, μαζικές διώξεις και δολοφονίες κυρίως κατά των μειονοτήτων (Hindou), καθώς επίσης και αλλεπάλληλα κύματα μετανάστευσης προς την Ινδία. Οι ωμότητες του Πακιστανικού Στρατού έλαβαν τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας, αφού εκτιμάται ότι οι νεκροί υπερέβησαν τα 2.000.000.

Η Ινδία επενέβη το Δεκέμβριο του 1971, προκειμένου να αναχαιτίσει την ανθρωπιστική καταστροφή, γεγονός το οποίο και επέτυχε χάριν στην υπεροπλία της, έναντι του Πακιστάν. Αποτέλεσμα της ινδικής επέμβασης ήταν η ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές. Ωστόσο, απέφυγε να χρησιμο-ποιήσει τον όρο <<Ανθρωπιστική επέμβαση>>, και επικαλέστηκε λόγους <<νόμιμης άμυνας>>, κάτι το οποίο ακύρωσε την πιθανότητα δημιουργίας εθιμικού Δικαίου. Κάτι αντίστοιχο επαναλήφθηκε και στην περίπτωση της Καμπότζης, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο και πάλι, να εισαχθεί εξαίρεση στον Κανόνα περί μη χρήσης βίας.
Στα πλαίσια της επιχείρησης <<Provide Comfort>>, το Ηνωμένο Βασίλειο αιτιολόγησε τη συμμετοχή του ως μια διαδικασία στα πλαίσια ανθρωπιστικής επέμβασης, αλλά η μετέπειτα νομιμοποίηση από τον Μπούτρος Γκάλι, της επιβολής ζώνης απαγόρευσης πτήσεων (no fly zone), πάνω από το βόρειο και νότιο Ιράκ (1992-2000), προκειμένου να προστατευθούν οι Κουρδικοί και Σιιτικοί πληθυσμοί από το δικτατορικό καθεστώς, περιέβαλε με <<μανδύα>> νομιμότητας την αεροπορική εκστρατεία, και ανέβαλλε εκ νέου την πιθανότητα δημιουργίας εθιμικού Δικαίου.

5). Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ

Η περιπτωσιολογία της επέμβασης στο Kossovo, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (μοναδικό κατ’άλλους), διότι προσέδωσε νέα δυναμική στην επιχειρηματολογία, υπέρ της ανάληψης ανθρωπιστικών επεμβάσεων. Οι χώρες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, έκαναν λόγο για <<ανθρωπιστική καταστροφή>> και <<αναγκαιότητα της επέμβασης, για ανθρωπιστικούς σκοπούς>>, οπότε περιφραστικά (και όχι ευθέως), δημιούργησαν ένα πλαίσιο δημιουργίας εθιμικού Δικαίου.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες (πρωτοστατούσες στις αεροπορικές επιδρομές κατά της Σερβίας), απέρριψαν ευθύς εξ’ αρχής την πιθανότητα <<χρήσης>> του γεγονότος, ως προηγούμενο νομιμοποίησης μελλοντι-κών επεμβάσεων, χαρακτηρίζοντας το ως <<ιδιαίτερο και μοναδικό>>, το Βέλγιο, ανέπτυξε συγκροτημένη νομική επιχειρηματολογία, μέσω της οποίας αποδείκνυε τη νομιμότητα της επέμβασης, αφού δεν στρέφονταν κατά της εδαφικής γιουγκοσλαβικής ακεραιότητας, αλλά υπέρ της προ-στασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας (αλβανόφωνοι Κοσσοβάροι).

Το σύνολο της Διεθνούς κοινότητας, απέρριψε το ενδεχόμενο εισαγω-γής της ανθρωπιστικής επέμβασης ως εξαίρεση, στον Κανόνα περί μη χρήσης βίας, διατηρώντας την πάγια αρχή, ότι για τη νομιμοποίηση μιας εξωτερικής επέμβασης, ως μόνο θεσμοθετημένο και εξουσιοδοτημένο όργανο παρέμενε το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Συμπερασματικά, καταλήγουμε ότι η διεθνής κοινότητα έως σήμερα, δεν μπορεί να δεχτεί την ανθρωπιστική επέμβαση ως προηγούμενο εθιμικού Δικαίου, απονομιμοποιώντας μεμονωμένες ή πολυεθνικές δράσεις, εφόσον δεν προηγηθεί έγκριση του αρμόδιου θεσμοθετημένου οργάνου.

Πως όμως η πολυμερής συμμαχία έφτασε στην ανάγκη ανάληψης δράσης; Στις 29 Νοεμβρίου 1945, ιδρύθηκε η Λαϊκή δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, αποτελούμενη από 6 δημοκρατίες και δύο αυτόνομες περιοχές, μία εξ αυτών το Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια.
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν αλβανικής καταγωγής, και μόλις το 8% σερβικής. Πάγιο αίτημα της αλβανικής πλευράς, ήταν η αναβάθμιση της επαρχίας Κοσσυφοπεδίου σε επίπεδο Δημοκρατίας, υπό την έννοια της έβδομης συστατικής περιφέρειας της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Το Σύνταγμα του 1974, συμπεριέλαβε στις προβλέψεις του πολλά από τα αιτήματα των αλβανών υπηκόων της Γιουγκοσλαβίας, με αποκορύφωμα την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Πρίστινα, και την εκχώρηση δικαιω-μάτων στους κατοίκους του Κοσόβου, που εξίσωναν σε μεγάλο βαθμό την αυτόνομη επαρχία, με τις λοιπές δημοκρατίες.
Η συμβίωση Αλβανών και Σέρβων ήταν προβληματική, και οι εντάσεις καθημερινό φαινόμενο. Εκτράχυνση της κατάστασης παρατηρήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 80, αλλά κυρίως μετά την ανάληψη της σερβικής προεδρίας, από τον Slobodan Milosevic. Εν τω μεταξύ, συγκροτήθηκαν τα πρώτα αλβανικά αποσχιστικά κινήματα, όπως το Red Front, το Movement for the National Liberation of Kosovo κ.α.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κροατία και η Σλοβενία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Η επακόλουθη πολεμική σύγκρουση, ανέδειξε τα εθνοτικά ζητήματα, που επί μισό αιώνα παραμερίστηκαν χάριν της συμβίωσης εντός του Ομοσπονδιακού σχήματος. Τα εγκλή-ματα πολέμου που διεπράχθησαν στο Vukovar της ανατολικής Κροατίας, το φθινόπωρο του 1991, έφεραν στο προσκήνιο εικόνες φρίκης, ανασύροντας μνήμες του Ολοκαυτώματος. Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη βίωνε εντός των τειχών μια πολεμική βαρβαρότητα, ενώ στο πρόσωπο του ηγέτη Μιλόσεβιτς, διαφάνηκαν κοινές ιδεολογικές και πρακτικές καταβολές με τον Αδόλφο Χίτλερ.

Η γενοκτονία των Μουσουλμάνων από τις σερβικές δυνάμεις, στη Srebrenica και το Prijedor, όπου βρέθηκαν ομαδικοί τάφοι με εκατοντάδες στοιβαγμένα πτώματα, διαμόρφωσαν σταδιακά όλο το απαραίτητο θεωρητικό πλαίσιο, για τη νομιμοποίηση μιας επέμβασης, που θα τερμάτιζε τα εγκλήματα πολέμου, και θα απέτρεπε μια ολοκλη-ρωτική εθνοκάθαρση, στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ασπαζόμενος τη θεωρία του σερβικού ζωτικού χώρου, προσπαθούσε να διατηρήσει απρόσκοπτη την πρόσβαση του κεντρικού μητροπολιτικού κέντρου με τη θάλασσα της Αδριατικής. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελούσε η εξουδετέρωση των ετερογενών στοιχείων, μέσα από τη διαδικασία της εθνοκάθαρσης, και η ενίσχυση των σερβικών πληθυσμών. Τούτο συνέβη στην πολυεθνική Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αλλά στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, η πληθυσμιακή αναλογία υπέρ των Αλβανών, ήταν συντριπτική.

Το 1998, ο Απελευθερωτικός Στρατός Κοσόβου (γνωστός ως U.C.K. Ushtria Clirimtare e Kosoves), ξεκίνησε τις επιθέσεις κατά των σερβικών δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίες στάθμευαν στην ευρύτερη περιοχή της Pristina, ενώ μικρότερης σημασίας δράση, αναπτύχθηκε στην κοιλάδα του Presevo.

Το Διεθνές Δίκαιο προνοεί, νομιμοποιώντας την αμυντική δράση του θιγόμενου Κράτους κατά των αποσχιστικών κινημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι η αντίδραση θα είναι σύμφωνη με τις αρχές της Αναγκαιότητας και της Αναλογικότητας. Ωστόσο, η Σερβία υπό το βάρος των δεκάδων διαπραχθέντων εγκλημάτων πολέμου, κατά των λοιπών λαών της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, δεν έπειθε τη διεθνή κοινότητα για το δίκαιο του αγώνα της, επικαλούμενη και εφαρμόζοντας κατά το δοκούν, διατάξεις του Διεθνούς δικαίου.