Γερμανός ιστορικός ομολογεί: «Κλείναμε τα μάτια στα ναζιστικά εγκλήματα»

Του Γιούλια Κάντορ από την Ροσσίσκαγια Γκαζέτα

Ειλικρινή κατάθεση ψυχής, αλλά και ψύχραιμη επιστημονική ανάλυση κάνει ο σημαντικός Γερμανός ιστορικός, Γκέρμαν Πάρτσινγκερ. Ο ίδιος παραδέχεται ότι οι Γερμανοί έκλειναν τα μάτια στα εγκλήματα των ναζί, και σημειώνει ότι η χώρα είναι μια εξαιρετικά νεαρή Δημοκρατία, μόλις από το 1945.

Η εύρεση «σημείων επαφής», η πραγματοποίηση διαλόγου χωρίς να αλλοιώνεται η αλήθεια, αποτελούν τα επαγγελματικά πιστεύω του καθηγητή Γκέρμαν Πάρτσινγκερ, προέδρου του Ιδρύματος Πρωσικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, του μεγαλύτερου γερμανικού πολιτιστικού οργανισμού που συνεργάζεται στενά με την Ένωση Μουσείων της Ρωσίας.

Παρασημοφορημένος ιστορικός
Για τις εξαιρετικές επιστημονικές του επιτυχίες και την ενεργό συμμετοχή του στην ανάπτυξη των γερμανορωσικών επιστημονικών και πολιτιστικών σχέσεων ο Πάρτσινγκερ τιμήθηκε με το παράσημο Φιλίας, την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ρωσικής Ομοσπονδίας που απονέμεται σε αλλοδαπούς πολίτες.

Ο Πάρτσινγκερ είναι ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς στην Ευρώπη στον τομέα της Αρχαιολογίας και έχει ανεκτίμητη συμβολή στη μελέτη του παρελθόντος των λαών της Ρωσίας. Τον Ιούλιο του 2001 έγινε παγκοσμίως γνωστή η ανακάλυψη από τον ίδιο, του τάφου ενός βασιλιά των Σκύθων στον τύμβο με τη γενική ονομασία Αρζάν-2 στην Τιβά της νοτιοανατολικής Σιβηρία, από τον οποίο ήρθαν στο φως περίπου 6000 χρυσά αντικείμενα. Μια άλλη εντυπωσιακή ανακάλυψη του Πάρτσινγκερ, ήταν η ανακάλυψη το καλοκαίρι του 2006 στα αιώνια χιόνια του Αλτάι ενός παγωμένου μουμιοποιημένου Σκύθου πολεμιστή.

Αναλυτικά, η άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξή του Γκέρμαν Πάρτσινγκερ έχει ως εξής:
Γιούλια Κάντορ: Τι είδους ιστορία ενώνει έναν λαό, και ποιά αντίθετα δημιουργεί κλίμα αντιπαράθεσης σε μια κοινωνία;
Γκέρμαν Πάρτσινγκερ: Οποιαδήποτε ιστορία είναι ικανή να ενώσει έναν λαό, αν αυτή δεν έχει παραμορφωθεί από την προπαγάνδα και δεν αποτελεί όπλο στα χέρια των πολιτικών. Η πολιτική έχει τη δύναμη να αποσπά από το ιστορικό πλαίσιο κάποια μεμονωμένα γεγονότα -αποσιωπώντας άλλα- και καταστρέφοντας τις αποδείξεις. Αλλά ακόμη και στη συγκεκριμένη περίπτωση, περισσότερο προστατευμένη από τη χειραγώγηση είναι αυτή η κοινωνία που αντιμετωπίζει προσεκτικά το παρελθόν της και δεν αδιαφορεί για τις δυσάρεστες σελίδες της.

Εκλειναν τα μάτια στα εγκλήματα των ναζί
ΕΡ: Η σημερινή Γερμανία έχει προσεκτική και έντιμη στάση απέναντι στο παρελθόν της.
ΑΠ: Την ιστορία είναι σημαντικό να την γνωρίζεις, όχι μόνο σαν μια απαρίθμηση των γεγονότων. Τον 20ο αιώνα ηττηθήκαμε σε δυο παγκοσμίους πολέμους και υποχρεωθήκαμε να δώσουμε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα. Γιατί άρχισε αυτός ο πόλεμος, γιατί ήμασταν οι εισβολείς, γιατί δεν καταλάβαμε πού μας οδηγεί ο Χίτλερ; Γιατί τότε που οι ναζί διέπρατταν εγκλήματα στα κατεχόμενα εδάφη, οι Γερμανοί σιωπούσαν; Όλα αυτά τα δύσκολα ερωτήματα είναι αδύνατο να απαντηθούν μόνο «εκ των άνωθεν». Για κάθε Γερμανό, ήταν εντελώς προσωπικά ζητήματα. Τα έθεσα και ο ίδιος στους γονείς μου.
ΕΡ: Απάντησαν;
ΑΠ: Ναι… «Δεν ξέραμε. Δεν πιστεύαμε ότι μπορεί αυτό να συμβαίνει. Νομίζαμε ότι ήταν αντιγερμανική προπαγάνδα». Στην άγνοια ή την απροθυμία να γνωρίσεις την αλήθεια, πρέπει να αντιπαραβάλλεις τα γεγονότα. Το σημαντικό όμως είναι αυτά τα γεγονότα να μην αποτελούν απλά μια «επιφανειακή γνώση».
ΕΡ: Και πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί;
ΑΠ: Με το να μην διαχωρίζεις τον εαυτό σου από το παρελθόν. Σε ολόκληρη τη Γερμανία υπάρχουν μνημειακά συγκροτήματα στους τόπους των πρώην στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τα μουσεία μπορούν να διηγηθούν πολλά ιστορικά πράγματα, μπορούν να βρίσκουν τις συνταγές για οδυνηρά ιστορικά θέματα που γέννησε ο πόλεμος, για αυτά που δεν επιλύθηκαν με πολιτικά μέσα.
Δημοκρατία μόνον από το 1945 
ΕΡ: Ένα παράδειγμα είναι τα επιτυχημένα προγράμματα του Ιδρύματός σας και της Ένωσης Μουσείων της Ρωσίας, «Η εποχή των Μεροβιγγείων» το 2006 και η πρόσφατη έκθεση «Εποχή του χαλκού», η οποία συμπεριλάμβανε εκθέματα από ρωσικά και γερμανικά μουσεία, μεταξύ αυτών αντικείμενα από τη λεγόμενη «μετατοπισμένη τέχνη» (σ.σ. δηλαδή τα αντικείμενα τέχνης που μεταφέρθηκαν από τη Γερμανία μετά τον πόλεμο ως αποζημίωση για εκείνα που εκλάπησαν ή καταστράφηκαν στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές).

ΑΠ: Οι εκθέσεις που αναφέρατε επέτρεψαν για πρώτη φορά να παρουσιαστεί το τεράστιο εύρος των αρχαίων πολιτισμών. Ο κόσμος είναι ανοιχτός και μπορούν τα εκθέματα να βρίσκονται στο ένα ή στο άλλο μέρος. Το σημαντικό είναι τα πράγματα να βρίσκονται σε κλειστούς προστατευόμενους χώρους, και το ποιο μουσείο ή ποια χώρα τα φιλοξενεί, είναι δευτερεύον ζήτημα.
ΕΡ: Όταν όμως κατέστη σαφές ότι η «Εποχή του χαλκού» δεν θα πάει στο Βερολίνο, στη Γερμανία ακούστηκαν φωνές περί του ότι αυτό συνέβη εξαιτίας των διευθύνσεων των ρωσικών μουσείων. Εν τω μεταξύ, η γερμανική πλευρά δεν έδινε εγγυήσεις ότι το τμήμα των εκθεμάτων που προέρχονται από τη ρωσική πλευρά και περιλαμβάνονται στη «μετατοπισμένη τέχνη», θα επιστρέψει πίσω.
ΑΠ: Ναι, η «μετατοπισμένη τέχνη» κατά πάσα πιθανότητα θα κρατείτο. Σύμφωνα με τους νόμους μας, τα αντικείμενα που μεταφέρθηκαν εκτός Γερμανίας στο τέλος του πολέμου και μετά απ’ αυτόν, από τις σοβιετικές στρατιωτικές ομάδες λαφύρων, πρέπει να επιστραφούν. Στη Γερμανία αρέσει σε πολλούς να διδάσκουν πώς πρέπει ή πώς δεν πρέπει να γίνεται κάτι, παραπέμποντας ταυτόχρονα στις «μακροχρόνιες δημοκρατικές παραδόσεις». Αυτές όμως γεννήθηκαν σε μας, μόλις το 1945.
ΕΡ: Τι είναι αυτό που ενώνει τη μνήμη του πολέμου στις χώρες μας;
ΑΠ: Η τραγωδία. Παρόλο που τον κοιτάζουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Για την ΕΣΣΔ αυτός μετριέται με τις περισσότερες από 27 εκατομμύρια χαμένες ζωές. Για μας, όχι μόνο με τον αριθμό των νεκρών, αλλά και με τη συνείδηση ότι εμείς ήμασταν οι εισβολείς. Κι επίσης, νομίζω, μας ενώνει η συνειδητοποίηση ότι η ΕΣΣΔ με τη βοήθεια των συμμάχων της απελευθέρωσε τους Γερμανούς από το φασισμό, κάτι που τελευταίοι δεν μπόρεσαν να κάνουν μόνοι τους.
Χρωστάμε την απελευθέρωσή μας από τον φασισμό
ΕΡ: Είναι παράδοξο, αλλά αποτελεί γεγονός ότι οι σύμμαχοι, οι οποίοι και κατέστρεψαν τη Δρέσδη και το Κάσσελ, θεωρούνται στη μαζική συνείδηση ως απελευθερωτές. Τα σοβιετικά στρατεύματα, τα οποία υπέστησαν τις τερατώδεις απώλειες του τετράχρονου πολέμου, εκλήφθηκαν ως κατακτητές και βιαστές. Για ποιο λόγο;

ΑΠ: Δυστυχώς, στη μαζική συνείδηση μοιάζατε χειρότεροι. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην προπαγάνδα περί «ρώσων βαρβάρων» και στην «πλύση εγκεφάλου» στη Δυτική Γερμανία. Φυσικά, οι σοβιετικοί στρατιώτες έμπαιναν στις πόλεις της Γερμανίας με εντελώς διαφορετική διάθεση απ’ ότι οι σύμμαχοι, καθώς στο Ανατολικό μέτωπο διεξαγόταν ένας διαφορετικός πόλεμος, πρωτοφανής σε σκληρότητα. Πλήθος στρατιωτών σας είχε χάσει τα συγγενικά του πρόσωπα, επομένως η σκληρότητα που επέδειξαν ήταν κατανοητή. Οι Γερμανοί την αντιλαμβάνονταν σαν τιμωρία. Αργότερα όμως έκαναν την εμφάνισή τους το τείχος του Βερολίνου, το κομμουνιστικό καθεστώς στην Ανατολική Γερμανία, τα γεγονότα του 1956 και του 1968 στην Ευρώπη… Γι’ αυτό εμφανίστηκαν αυτές οι διαθέσεις. Ποτέ κανείς όμως δεν αμφισβήτησε το ρόλο της ΕΣΣΔ στη νίκη κατά της ναζιστικής Γερμανίας.
ΕΡ: Στο πάρκο Τρέπτοφ του Βερολίνου, υπάρχει το μνημείο του Στρατιώτη απελευθερωτή. Νικητής και απελευθερωτής, είναι δυο διαφορετικές έννοιες. Απελευθερωτής, είναι πιστεύω μια πιο ανθρωπιστική έννοια.
ΑΠ: Αναμφίβολα. Πιστεύω ότι τα σοβιετικά στρατεύματα και εκείνα των συμμάχων, δεν ήταν μόνο νικητές. Μας απελευθέρωσαν από το ναζισμό. Και πρόσφεραν στη Γερμανία το μέλλον.

ΠΗΓΗ : Η Ρωσία Τώρα

Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «Ροσσίσκαγια γκαζέτα».