Δικτάτορες σε στάση προσοχής, μπροστά στις γυναίκες τους! Απίστευτες ιστορίες

 
Είχαν απίστευτη και απόλυτη εξουσία. Ήταν άρχοντες και κυρίαρχοι στη ζωή και στο θάνατο των υπηκόων τους. Με ένα τους νεύμα μπορούσαν να βάψουν τα ποτάμια κόκκινα από το αίμα. Το άκουσμα και μόνο του ονόματος τους, έκανε τον κόσμο να τρέμει…
Και όμως στο σπίτι, έπεφτε… παντόφλα. Μπροστά στη γυναίκα τους, γίνονταν…κυρίες. Κότες επί το λαικότερον.
 
Μια παροιμία λέει ότι πίσω από κάποιον ισχυρό άνδρα, κρύβεται μια δυναμική γυναίκα. Στις περιπτώσεις που θα δούμε, άνδρες όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι , ο Μάο, στεκόντουσαν “σούζα” μπροστά στις γυναίκες τους.
 
Η Γαλλίδα ιστορικός Ντιάν Ντικρέ ασχολήθηκε με το θέμα. Συγκέντρωσε στοιχεία για τη ζωή των γυναικών – δηλητήριο που καθόριζαν τη ζωή των δικτατόρων συζύγων τους. Η εξουσία του κρεβατιού, είναι πολλές φορές ισχυρότερη από κάθε άλλη εξουσία. Και παραφράζοντας το ρητό “πίσω από κάθε ισχυρό άνδρα…” μπορούμε άνετα να το κάνουμε : “πίσω από κάθε κακό άνδρα, κρύβεται μια ακόμη πιο κακιά γυναίκα”
 
Εύα Μπράουν – Αδόλφος Χίτλερ: Κατέκτησε και ισοπέδωσε ολόκληρη την Ευρώπη. Δολοφόνησε εκατομμύρια ανθρώπους στα πεδία των μαχών αλλά και άμαχους. Κατ έκαψε πόλεις και χωριά ξεκλήρισε φυλές και οικογένειές και έκανε τις υπερδυνάμεις της εποχής να μοιάζουν μικρές μπροστά στην πολεμική του μηχανή.
Παθολογικά ερωτευμένος με την Εύα Μπράουν. Μια βαυαρή από καθολική οικογένεια, η οποία ήταν ρεσεψιονίστ στο ιατρείο κάποιου Γερμανού γιατρού και στα 17 της πόζαρε σαν μοντέλο στον προσωπικό φωτογράφο του Χίτλερ. Την είδε, την ερωτεύτηκε και προς το τέλος της ζωής του, την παντρεύτηκε για 40 ώρες.
Όλοι αποκαλούσαν τον Χίτλερ “Φύρερ” και εάν ο χαιρετισμός δεν ήταν κοφτός και τραχύς, έπαιζαν το κεφάλι τους κορώνα γράμμα με μια μετάθεση στο…εξωτικό ανατολικό μέτωπο. Η Μπράουν δεν τον φώναζε φύρερ φυσικά, ούτε Αδόλφο. Προτιμούσε το Άλφι.
“Άλφι αγάπη μου σου αρέσουν τα μαλλία μου;” , “Αλφι πόσες φορές σου έχω πει ότι θέλω στην γκαρνταρόμπα μου το νέο φόρεμα του Σαλβατόρ Φεραγκάμο…”. Άλφι το ένα Άλφι το άλλο…
 
Ο Χίτλερ υπέμενε τυφλά ερωτευμένος τα καπρίτσια της ερωμένης του. Η οποία επί 24ωρου βάσεως είχε την προσωπική της κομμώτρια, και όπως αναφέρει η Γαλλίδα ιστορικός στο βιβλίο της “για να δει κάποιος τα ρούχα της έπρεπε να διανύσει μια ντουλάπα δεκάδων μέτρων”
Στο βιβλίο της η Ντικρέ αναφέρει κάποια σπαρταριστά γεγονότα μεταξύ του ζευγαριού που εάν δεν ξέρει κάποιος ότι αναφέρεται στον Χίτλερ θα νομίσει πως ο άνδρας για τον οποίο διαβάζει είναι ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που η γυναίκα του τον έχει “σήκω σήκω , κάτσε κάτσε”
“Είσαι φάλτσος σταμάτα αμέσως αυτό που κάνεις. Θα μου διαλύσεις τα αυτιά” Τον επέπλητε κάθε φορά που εκείνος μέσα στο σπίτι, σιγοτραγουδούσε κάποιο τραγούδι της εποχής. Τα μεγάλα δράματα για τον Χίτλερ όμως ξεκινούσαν κάθε πρωί και είχαν μια αφετηρία. Το αγαπημένο του λυκόσκυλο την Μπλόντι: “Αυτή εγώ θα τη φαρμακώσω. Δεν τη θέλω μέσα στο σπίτι μας. Δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα στα αγαπημένα μου τεριέ.” Του έλεγε, και εκείνος δειλά της άφηνε από το βράδυ φοβισμένα σημειωματάκια: “Έφη μου (έτσι αποκαλούσε την Εύα) σε παρακαλώ πολύ εάν θες και εσύ φυσικά, όταν γυρίσω θα μπορέσει η κακομοιρούλα η Μπλόντι να καθίσει για λίγο μαζί μας στον καναπέ;”
Η Μπράουν έδειχνε να απολαμβάνει να μειώνει σε κάθε ευκαιρία τον ναζί δικτάτορα: “ Πως ντύνεσαι έτσι; Τι ρούχα είναι αυτά; Σαν ταχυδρόμος είσαι. Κοίτα τον Μπενίτο (Μουσολίνι) πόσο όμορφα ντύνεται και πόσο αγέρωχος μοιάζει μέσα στα κοστούμια του από το Μιλάνο.” Και συνέχιζε απτόητη: “Αμάν πια! Πότε θα κουρέψεις αυτό το τσουλούφι. Το σιχαίνομαι.”
Το ιδιαίτερο μουστάκι του Χίτλερ απαιτούσε φροντίδα, αλλά αυτό δεν άρεσε στη συμβία του: “Άλφι τι κάνεις στο μπάνιο; Δεν προσέχεις καθόλου, έχει παντού τρίχες και όλο κόβεσαι. Ο νιπτήρας μας έχει περισσότερο αίμα από τα πεδία των μαχών”
 
 Λίντα Ραφανέλι – Μπενίτο Μουσολίνι: Θα μπορούσε κάποιος σήμερα να παρομοιάσει τις επιδόσεις στο κρεββάτι του καραφλού Μπενίτο , με εκείνες του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ότι θηλυκό του γυάλιζε στο μάτι το πολιορκούσε μέχρι να το ρίξει στο κρεββάτι του. Κάποτε όμως και ο ίδιος την πατούσε με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το φασιστικό κόμμα της Ιταλίας δεν είχε αναλάβει ακόμη τη διακυβέρνηση της χώρας και ο Μπενίτο έβγαζε πύρινους λόγους για το “δίκιο του εργάτη” ως σοσιαλιστής ακόμη. Βρισκόμαστε κοντά στο 1913. Σταθερή πάντα στο ακροατήριο του μια όμορφη Ιταλίδα που έλιωνε να παρακολουθεί τον μετέπειτα Ντούτσε. Το όνομα της ; Λίντα Ραφανέλι. Μόλις ο Μπενίτο τελείωσε ένα λόγο του, σηκώθηκε από το ακροατήριο και πήγε να συστηθεί. Ο Ντούτσε τα έχασε από τη σαγήνη της. Την ακολούθησε στο σπίτι της. Ο Μπενίτο και η αχόρταγη Λίντα δεν βγήκαν για πολλές ημέρες από τα ενδότερα υπνοδωμάτια της Ιταλίδας καλλονής.
 
“Μπενίτο” του είπε γεμάτη νάζι, ύστερα από μια εξαντλητική νύχτα και ενώ έπαιρναν το πρωινό τους στο κρεββάτι: “Δεν είμαι χριστιανή. Έχω ασπαστεί τον Μουσουλμανισμό”. Ο Ντούτσε χαμήλωσε το βλέμμα, φούσκωσε τα μάγουλα και έσφιξε τα χείλη του. Πήρε το γνωστό πομπώδες ύφος που χρόνια μετά θα τρέλαινε τους εκστασιασμένους Ιταλούς στις ομιλίες του στο πλήθος. Το έντονο καθολικό του παρελθόν προμήνυε έκρηξη. Όμως τα θέλγητρα της Λίντα και η τέχνη της στο κρεββάτι τον συγκράτησαν. Το ξανασκέφτηκε. Ντύθηκε χωρίς να πει τίποτε και έφυγε. Η Λίντα κλαίουσα και αποσβολωμένη παρέμεινε στο κρεββάτι.
Πέρασαν κάποιες μέρες και ο Μπενίτο θα πρέπει να είχε επιστρέψει στο σπίτι και στη νόμιμη γυναίκα του, όταν ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα της Λίντα. Στην είσοδο στεκόταν ένας άραβας. Ή όχι ήταν ένας Βερβερίνος νομάδας με τη στολή του και το πρόσωπο του καλυμμένο. Στο χέρι του κρατούσε ένα δέμα. Η Ραφανέλι πάγωσε, φοβήθηκε. Η κορμοστασιά του ξένου κάτι της θύμιζε αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Την παραμέρισε. Και μπήκε μέσα. Της πέταξε το δέμα που κρατούσε και με γνωστή φωνή της είπε: “Άνοιξε το και ντύσου”
 
Υπνωτισμένη πήρε το δέμα και χάθηκε στα ενδότερα. Σε λίγο εμφανίσθηκε μπροστά στον άγνωστο. Φορούσε μόνο ένα αραχνοΰφαντο ανατολίτικο πέπλο που έδειχνε παρά έκρυβε το καλοσχηματισμένο χυμώδες κορμί της… “Τώρα θα χορεύεις μόνο για τον βερβερίνο σου. Ξεκίνα” είπε ο άγνωστος και αποκάλυψε το πρόσωπο του. Ήταν ο Μπενίτο. Ο Μουσολίνι, ο άνθρωπος με το σκληρό καθολικό παρελθόν, ο φασίστας ηγέτης της Ιταλίας, ο αναβιωτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Ντούτσε που συνομιλούσε με τον Χίτλερ, είχε ντυθεί άραβας για χάρη της μουσουλμάνας παλλακίδας του.
 
“Εσύ θα μου απαγγέλεις στίχους από το κοράνι και εγώ θα σου διαβάζω Νίτσε” της είπε μη μπορώντας να πάρει τα μάτια του πάνω από το υπέροχο κορμί της.
 
Χε Ζισιέν – Μαο τσε Τούνκ: Ο ηγέτης της επανάστασης, ο αναμορφωτής της Κίνας, ο άνθρωπος που άλλαξε τα σοσιαλιστικά κινήματα ανά τον κόσμο, είχε ένα πάθος. Το ασθενές φύλο. Και το πάθος του αυτό παρολίγον να τον καταστρέψει.
“Αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις” Ψέλλισε, ενώ προσπαθούσε να ανεβάσει τα παντελόνια του. Η Χε Ζισιέν η σύζυγος του είχε εισβάλει στο καμαρίνι μιας ηθοποιού και έπιασε τον Μάο στα πράσα. Βρισκόμαστε στο 1937. Η υπομονή της για τα καπρίτσια του συζύγου της είχε εξαντληθεί.
Τα σχιστά της ματάκια έκλεισαν ακόμη περισσότερο και με κοφτές φαρμακερές λέξεις έλουσε τον μετέπειτα ηγέτη της Κίνας: “Γιέ γουρουνιού, αυγό χελώνας, άχρηστε άνδρα που δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο παρά το πως θα γ…ς τα τσουλάκια που στην πέφτουν. Μίασμα βρωμερό” Ο Μάο κατάφερε να ντυθεί και τώρα προσπαθούσε να της εξηγήσει. Η Χε Ζισιέν όμως ήταν άκαμπτη: “Σκάσε” του είπε και ο Μάο χαμήλωσε το κεφάλι. Άκουσε παρά είδε τα δυο χαστούκια που άστραψε η σύζυγος του στην ερωμένη του. Σήκωσε το κεφάλι και την είδε πεσμένη στο έδαφος να τρίβει το κατακόκκινο μάγουλο της βουρκωμένη. “Άδειασε μας τη γωνιά τώρα μικρή τσούλα” Είπε η Χε Ζισιέν στην ηθοποιό που σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα από το καμαρίνι για να φύγει.
“Εμείς οι δύο θα τα πούμε στο σπίτι” είπε στον Μάο που ξεροκατάπιε. Είχε κερδίσει λίγο χρόνο για να σκεφτεί μια δικαιολογία. Όμως εκείνη τη βραδιά, η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Καθώς η σύζυγός του αφρισμένη και κατακόκκινη έκανε να βγει από το καμαρίνι , είδε στην είσοδο μια Αμερικανίδα δημοσιογράφο απεσταλμένη από τη Νέα Υόρκη για να κάνει συνέντευξη στο Μάο
“Εσύ φταις για όλα” είπε στην αποσβολωμένη δημοσιογράφο και πριν καταλάβει κάποιος τι έγινε, χώνει και σε εκείνη δυο χαστούκια και πάει να φύγει. Η δημοσιογράφος αιφνιδιάζεται αλλά η αντίδραση της είναι άμεση. Πιάνει τη Ζισιέν από τα μαλλιά και με το άλλο της χέρι της ρίχνει ένα επαγγελματικό ντιρέκτ στο πρόσωπο που την ξαπλώνει κάτω
 
Ο Μάο δεν ξέρει τι να κάνει. Κοιτάζει τις δυο γυναίκες και δεν ξέρει εάν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει. Η κατάσταση έχει γίνει κωμική. Η Ζισιέν όμως τον επαναφέρει στη πραγματικότητα με τις φωνές της : ” Τι σόι κομμουνιστής είσαι εσύ. Δεν ντρέπεσαι, μπροστά στα μάτια σου μια ιμπεριαλίστρια χτυπάει τη σύντροφο και γυναίκα σου και δεν αντιδράς. Άχρηστε !”
Ο Μάο είχε φτάσει στα όρια του. Μέσα σε μια μέρα είχε ζήσει αρκετά. Έκανε νόημα σε ένα άνδρα της ασφάλειας του να δώσει τις πρώτες βοήθειες στη γυναίκα του, και έκανε να φύγει. Όμως η Τίγρης σύζυγος του δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Καθώς ο μεγάλος ηγέτης έβγαινε από το καμαρίνι, η μικροκαμωμένη Ζισιέν άπλωσε το πόδι της και του έβαλε τρικλοποδιά…
 
 Έλενα Τσαουσέσκου – Νικολάε Τσαουσέσκου: Ο Δράκουλας της Ρουμανίας έτρεμε μπροστά στα καπρίτσια της συζύγου του, έλενας. Κάθε επιθυμία της όσο παράλογη και εάν ήταν για τον Νικολάε ήταν διαταγή. Τι και εάν ο λαός του δεν είχε να φάει, τι και εάν οι δρόμοι του Βουκουρεστίου είχαν γεμίσει με χιλιάδες ορφανά παιδιά εξαιτίας του απίστευτου μέτρου που είχε λάβει ο δικτάτορας για την υπογεννητικότητα. Τι και αν ο κόσμος δεν άντεχε τον κρύο χειμώνα και πέθαινε μέσα στο σπίτι από την έλλειψη πετρελαίου. Τι και εάν ο λαός στέκονταν με τις ώρες σε μια ουρά για να πάρει ένα καρβέλι ψωμί.
Τίποτε δεν είχε αξία. Μόνο η επιθυμίες της έλενας. Μια από τις επιθυμίες αυτές λίγο έλειψε να δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ρουμανίας και Ιορδανίας.
Ιούνιος 1975, το ζεύγος Τσαουσέσκου, είναι οι επίσημοι προσκεκλημένοι στην κρουαζιέρα που διοργανώνει με το υπερπολυτελές κότερο του ο Βασιλιάς Χουσείν της Ιορδανίας.
“Ε λοιπόν αυτό το γιοτ το θέλω. Δεν θα πάμε πουθενά εάν δεν το αγοράσεις” είπε η Έλενα στον Νικολάε. Ο λαός του πέθαινε από την πείνα και η Έλενα Τσαουσέσκου ήθελε γιοτ για να ξεκινάει από την Κοστάντζα τα ταξίδια της στη Μαύρη Θάλασσα. “Νικολάε φαντάζεσαι τον εαυτό σου μέσα σε ένα τέτοιο σκάφος να πηγαίνουμε κρουαζιέρα και εσύ να ψαρεύεις;” Δεν ήθελε και πολύ ο “χασάπης της Τιμισοάρα” για να “ψηθεί”, τηλεφώνησε αμέσως στον Βασιλιά Χουσείν: “ Εξαιρετική η κρουαζιέρα Βασιλιά μου αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα”. Ο Χουσείν τα έχασε “τι πρόβλημα ;” ψέλισε.
“Το γιοτ σας βασιλιά μου, πρέπει να μας το χαρίσετε. Μην ξεχνάτε είμαι ο Νικολάε Τσαουσέσκου. Ηγέτης της Ρουμανίας.”
Η αγένεια και η απληστία των μουσαφίρηδων του, έκανε τον Βασιλιά να σαστίσει. Τα έχασε. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και όσο πιο ευγενικά μπόρεσε κατάφερε να πει: “ Ξέρετε το σκάφος αυτό, εεεε χμμμμμ, δεν είναι ούτε για να το πουλήσω, ούτε φυσικά το χαρίζω. Το σκάφος αυτό θα είναι το δώρο μου προς την θυγατέρα μου Αλία που σύντομα θα παντρευτεί.” Ο Τσαουσέσκου,όχι επειδή μπλόφαρε αλλά επειδή πίστευε πραγματικά πως έπρεπε να του χαρίσουν το σκάφος, σταμάτησε να μιλάει. Νεκρική σιγή και από τις δυο πλευρές του τηλεφώνου…
Ο Χουσείν ίδρωσε. “Μα τι κάνει αυτός ο άνθρωπος” ίσως να σκέφτηκε “ Μα τον Αλλάχ δεν το έχει σε τίποτε να παγώσει τις σχέσεις των χωρών μας για ένα καπρίτσιο. Αλλά ξέρω ποιος φταίει. Αυτός ο άπληστος σατανάς που έχει δίπλα του. Τι να κάνω; Πρέπει να σκεφτώ μια λύση. Το λιμάνι της Κοστάντζας το έχω ανάγκη για τα πλοία μου….”
Μετά από μια παρατεταμένη σιγή κάμποσων λεπτών ο βασιλιάς Χουσείν είπε: “ …Μπορώ όμως για την εξοχότητα σας, Νικολάε να παραγγείλω ένα παρόμοιο σκάφος και να σας το στείλω στη Ρουμανία. Θα είναι το δώρο μου για τις καλές σχέσεις των χωρών μας.”
 
“Αυτό θα ήταν το καλύτερο” είπε ο Νικολάε και έκλεισε το τηλέφωνο στον αποσβολωμένο Χουσείν. “Λοιπόν Έλενα το θέμα διευθετήθηκε, σε λίγο καιρό θα έχουμε το ίδιο γιοτ για εμάς”
Η Έλενα Τσαουσέσκου, που παλαιότερα λεγόταν Πετρέσκου κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. “ Η Ρουμανία του συντρόφου Νικολάε, είναι πιο γνωστή από τον πύργο του Άιφελ και πιο ισχυρή από την Αγγλία και τη Γαλλία μαζί . Ο σύντροφος Νικολάε έχει εμένα να τον καθοδηγώ…” σκέφτηκε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα λεπτά της χείλη. Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να απολαμβάνει τον καυτό ήλιο της Ερυθράς Θάλασσας…
 
 
 
πηγή: ΤΑ ΝΕΑ