Η ιστορική διαπραγμάτευση της Γενεύης για το Κυπριακό, αποτελεί μόνο την αρχή…

 Γράφει ο Δρ. Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος*

Η ιστορική πλέον διαπραγμάτευση της Γενεύης της 12ης Ιανουαρίου 2017 αποτελεί μόνο την αρχή μιας σειράς από προσπάθειες να ανοίξουν κεφάλαια τα οποία «παραδοσιακά» είναι και θεωρούνται δύσκολα ως προς την επίλυση τους.

Η ανταλλαγή χαρτών ή τα θέματα εγγυήσεων και ασφαλείας, ως παράδειγμα, που αποτελούσαν και αποτελούν ως κυρίως θέματα κατά την 12 Ιανουαρίου 2017, μπορούν να διαπραγματευτούν. Από την στιγμή που διατελούνται διαπραγματεύσεις, όλα «παίζουν». Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να έχουν τόσο θετική όσο και αρνητική κατάληξη, για την όποια πλευρά. Ιδανικά μπορούν να αποφέρουν ίσα αποτελέσματα και ίση κατάληξη, άλλοτε με θετικά αποτελέσματα και άλλοτε αρνητικά.

Μόνο δια μέσου ενός πραγματιστικού (το οποίο ακόμα πιστεύεται δεν έχει προσδιοριστεί τελικά), αλλά και κανονιστικού πλαισίου (αιγίδα του ΟΗΕ), μπορεί να συνεχιστεί μια διαπραγμάτευση. Γνωρίζοντας ωστόσο, πως η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση πιθανώς να γίνεται με «ανταλλάγματα». Και είμαστε μακριά από πραγματικά ανταλλάγματα. Καθώς ορισμένοι όχι δεν επιθυμούν λύση, αλλά πιστεύεται διαμορφώνουν μακροχρόνια πολιτική διαμέσου των ιστορικών αυτών σταθμών.

Σχετικά με το παραπάνω, εγείρεται ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να γίνει κατανοητό και στο οποίο είναι καλό να αναφερθούμε στην παρούσα χρονική διάρκεια: Το πραγματιστικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης δεν είναι σαφές. Αυτό είναι το πρώιμο αποτέλεσμα της Γενεύης! Είναι πρώιμο και ίσως παροδικό, αλλά σημαντικό αποτέλεσμα της παρούσας διαπραγμάτευσης. Έτσι ίσως πρέπει να επικεντρωθούμε τώρα, στο πώς θα γίνει κατανοητό το πραγματικό και πραγματιστικό πλαίσιο, για το οποίο πρέπει να συνεχίσει ο διάλογος για το μέλλον της Κύπρου.

Πλευρές, δεν κατανοούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν, το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο γίνεται διαπραγμάτευση. Ίσως πρέπει ο ΟΗΕ να γίνει σοβαρός διαμεσολαβητής και όχι απλά ένας παροχέας διαχωριστικής γραμμής. Διότι δεν το πράττει στην παρούσα φάση. Απλά επιθυμεί λύση «βιώσιμη». Λόγια ξύλινα, άνευ ουσίας. Ίσως θα πρέπει να αποφασιστεί πρώτα πως βιώσιμη είναι λύση άνευ ξένων στρατευμάτων, κυρίως εισβολέων. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να γίνει. Αυτό λέει και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ. Ελεύθερες χώρες και όχι διαχωρισμένες. Δημοκρατικές όπως δηλαδή η Κυπριακή και μόνη Δημοκρατία της Κύπρου. Δηλαδή την μόνη Πολιτεία η οποία θα συνεχίσει τις εργασίες τις και μετά την λύση του Κυπριακού.

Δεν γίνεται να γίνονται διαπραγματεύσεις σε άλλη βάση παρά στην βάση επιστροφής όλης της Κυπριακής Δημοκρατίας στους Κύπριους πολίτες της και μόνο.

Δεν είναι φυσιολογικό να υπάρχουν συζητήσεις στο πλαίσιο ή στα πλαίσια ίσων όρων που εξακολουθεί να επιδιώκει η Τουρκία και αυτό χρειάζεται προσοχή. Διότι το κάνει χρήση «ως όπλο επιθετικό» ώστε να κρατά τις υπόλοιπες πλευρές να «απασχολούνται αλλά και να αμύνονται». Η Τουρκία επιθυμεί και εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως επί ίσων όρων, αλλά και όχι ως εγγυητής μόνο. Συνεπώς ως δύναμη παραμονής. Παρουσιάζεται ταυτόχρονα και ως το «θύμα». Ωστόσο, την Κύπρο την έχει διαχωρίσει μόνο μια δύναμη εισβολής. Κάτι το οποίο δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Και αυτή είναι η Τουρκία.

Και αν πιστεύουμε πως μπορεί επειδή είμαστε Έλληνες, να είμαστε ή να εμφανιζόμαστε ως αδιάλλακτοι ως προς τους μη Έλληνες, να θυμίσουμε πως κατά την περίοδο διαπραγματεύσεων στις 12 Ιανουαρίου 2017, Βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης έδειχναν την χρονική έναρξη της εισβολής της Κύπρου το 1974. Με τον τρόπο τους υπενθυμίζουν την εικόνα της εισβολής.

Προφανώς όχι μόνο να υπενθυμίσουν, αλλά να ενισχύσουν προσπάθειες εντατικοποίησης των συζητήσεων. Να επικεντρωθεί η διεθνής κοινότητα στο Κυπριακό ζήτημα και τις διαπραγματεύσεις. Καθώς τα συμφέροντα περιφερειακά και διεθνή πλέον επικεντρώνονται ξανά στην Μέση Ανατολή προφανώς από άλλο τακτικό πρίσμα.

Μια πιθανή λύση θα προκαλέσει και ντόμινο στις γύρω περιοχές της Μέσης Ανατολής που άλλοι ίσως να μην επιθυμούν να γίνει μήπως ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας».

Επανερχόμενοι τελικά στο θέμα της πραγματιστικής διαπραγμάτευσης. Πρέπει να θυμόμαστε και να ξέρουμε τελικά σε μακροχρόνιο επίπεδο τί αντιπροσωπεύουμε. Που αποσκοπούμε πραγματικά. Τί επιδιώκουμε. Και πως θα πετύχουμε το σκοπό μας. Αυτοί είναι και οι όροι στρατηγικής διαπραγμάτευσης. Καθώς επίσης και όποιας στρατηγικής ακολουθούμε.

Με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004, το Κυπριακό ζήτημα είχε γίνει δευτερεύον ζήτημα. Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ αποτέλεσε το τότε μεγαλύτερο θετικό αποτέλεσμα, που φάνηκε πως «λάβωσε την Τουρκία».

Και κάπου εκεί κάποιος θα έπρεπε να μελετήσει τον μακροχρόνιο αντίκτυπο στην εξωτερική πολιτική της Κύπρου αλλά και της Ελλάδος που «επαναπαύθηκαν» στην «αναγνώριση» της Κύπρου ως ίσου Ευρωπαϊκού Κράτους.

Ήταν και είναι αναμενόμενη, υπό συνθήκες, η αντίδραση της Τουρκίας καθώς «λαβώθηκε» κατά τα δεδομένα και τις προοπτικές της δικής εξωτερικής προοπτικής και σκοπών αυτής. Σήμερα το 2017, εξακολουθεί να τηρεί την πολιτική της «λαβωμένης χώρας στο Κυπριακό διότι η Κύπρος είναι σήμερα μέλος της ΕΕ, και η Τουρκία ζητά αναγνώριση «προσπαθειών» της να το «ξεπεράσει» όταν ταυτοχρόνως επιδιώκει να κάνει πράξει άλλες προοπτικές. Πολιτική η οποία είναι παρόμοια και στο θέμα του προσφυγικού αναφορικά με τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ.

Από την άλλη, η αναφορά των δισεκατομμυρίων ευρώ από την ΕΕ για τους εκτοπισμένους ή την ανάπτυξη των περιοχών της Κύπρου δεν έκανε πολύ μεγάλη διαφορά σε καμία πλευρά. Διότι τα αποτελέσματα, τα συμφέροντα και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις θα είναι πολύ μεγαλύτερες από τα όσα χρήματα θα διαθέσει η ΕΕ. Και η Τουρκία σήμερα προσβλέπει πιο πολύ στις αναπτυσσόμενες και άλλες χώρες (όχι Ευρωπαϊκές) που αποφέρουν περαιτέρω οικονομικές, εμπορικές, πολιτισμικές και ως αποτέλεσμα στρατηγικές και στρατιωτικές συμμαχίες.

Και τί πρέπει να γίνει τελικά; Θα πρέπει κατανοητό πως η στρατηγική θέση της Κύπρου είναι σημαντική. Πρέπει να γίνει ορισμός της στρατηγικής θέσης της Κύπρου. Σήμερα και για το μέλλον. Αυτό αναζητά η Τουρκία. Και για αυτό δεν θέλει να φύγει. Θέλει να ορίζει να πούμε το λιγότερο. Δεν πιστεύεται πως επιθυμεί πραγματικά μια λύση όπως θα έπρεπε να την οραματιζόμαστε όλοι, δεδομένου ότι έπρεπε μέχρι σήμερα να έχουν φύγει από την νήσο αν πραγματικά υπήρχε θέμα εγγυήσεων, εφόσον οι παγκόσμια κοινωνία εξελίσσεται και οι Κύπριοι ξέρουν καλύτερα το μέλλον τους από την Τουρκία πλέον.

Ωστόσο η ιστορία μας έχει δείξει πως η Τουρκία ήθελε και θέλει να παίξει ρόλο περιφερειακό και ίσως τώρα και παγκόσμιο. Και δεν αφήνει ούτε μια ευκαιρία χωρίς να το δείξει αυτό. Εξίσου ιστορικά όταν χαρακτηρίζει κάτι ως Τουρκικό δεν θα το αφήσει έτσι απλά.

Έτσι ίσως έχει έρθει η στιγμή να βρεθούν άλλες λύσεις με μεγαλύτερες προοπτικές και σημασία ανάπτυξης της Κύπρου αλλά και άλλων περιοχών. Ίσως πρέπει και εμείς να δούμε στο τί μας διδάσκει η ιστορία και τί η στρατηγική πολιτική αλλά και οι αξίες μας ως Ελληνες με παγκόσμια ιδεώδη.

Υπάρχουν σοβαρές δυναμικές και σημαντικές προσπάθειες σε πραγματικό επίπεδο οι οποίες έχουν ήδη γίνει και γίνονται. Αναβαθμίζουν την Κύπρο και θα προσδώσουν καρπούς. Ίσως τελικά πρέπει να επικεντρωθεί η Κύπρος πως να γίνει δυνατή με άλλες βαθμίδες και τρόπους ώστε να γίνει στην Τουρκία κατανοητό πως υπάρχουν και άλλες μέθοδοι λύσεων του Κυπριακού ζητήματος, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είναι για όλους τους πολίτες της.

Η Κύπρος δεν πρέπει άλλο να στερείται το μέλλον της διαχωρισμένη. Αλλά στο μεταξύ οφείλει να επωφεληθεί των επιλογών της ως παγκόσμιο μέλος κράτος μιας κοινότητας με πολλές ευκαιρίες συμμαχιών δεδομένης της γεωπολιτικής της τοποθεσίας, οικονομικών της ευκαιριών και προοπτικών αλλά και σημαντικών συμμαχιών οι οποίες συντελούνται.

*Ο Δρ Μάριος Ευθυμιόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Ασφάλειας και Στρατηγικής στο
Αμερικανικό Πανεπιστήμιο των Εμιράτων και Μέλος της Γεωστρατηγικής Επιτροπής της Κύπρου

Τα όσα αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές και μόνο απόψεις του συγγραφέα και δεν ταυτίζονται με κυβερνητικές απόψεις ή θέσεις.