Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: O έφεδρος αξιωματικός, ο επιλοχίας, ο πολιτικός – ΦΩΤΟ

Πρώτη δημοσίευση: 10:30:52
Tελευταία ενημέρωση: 11:28:52

Ο Έλληνας πολιτικός από την Κρήτη, που δέσποσε στα πολιτικά πράγματα της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 11 Απριλίου 1990 έως τις 13 Οκτωβρίου 1993.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στα Χανιά στις 18 Οκτωβρίου 1918. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του δημοσιογράφου και πολιτικού Κυριάκου Μητσοτάκη (1883-1944) και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη, γόνου πολιτικής οικογένειας των Χανίων και μικρανιψιάς του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Χανιά, όπου ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές τον Ιούνιο του 1935 από το Πρακτικό Λύκειο της πόλης. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), από το οποίο αποφοίτησε τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία

Το προσκλητήριο του πολέμου τον βρήκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στη Σύρο και σύντομα βρέθηκε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων στην Κρήτη, συνελήφθη από τους Γερμανούς και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο. Την ίδια περίοδο ανέλαβε πολιτικές πρωτοβουλίες για την από κοινού δράση των αντιστασιακών οργανώσεων στην Κρήτη και την αποφυγή αλληλοσφαγής, όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στις 7 Νοεμβρίου ως εκπρόσωπος της ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) συνυπέγραψε με τον ομόλογό του του ΕΑΜ Μιλτιάδη Πορφυρογέννη τη Συμφωνία του Θερίσου.

Φωτογραφία από Mητσοτσάκης:  Δεξιά: 25 Δεκεμβρίου 1940. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Επιλοχίας του Λόχου, με τους συναδέλφους του στη Σχολή Εφεδρων Αξιωματικών στη Σύρο.

Αριστερά: Πορτραίτο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως Έφεδρου Αξιωματικού στη Σύρο, στις 17 Ιανουαρίου 1941.

Ο Μητσοτάκης στη πολιτική αρένα

Αμέσως μετά την απελευθέρωση, δραστηριοποιήθηκε στην πολιτική και επανεξέδωσε την εφημερίδα τού Ελευθερίου Βενιζέλου «Κήρυξ» Χανίων. Σε ηλικία 28 ετών εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1946 και επανεξελέγη με τη σημαία του ίδιου κόμματος από το 1950 έως το 1958. Το 1951 έγινε υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου (1 Φεβρουαρίου – 27 Οκτωβρίου), ενώ εκτελούσε και καθήκοντα υπουργού Οικονομικών και Δημοσίων Έργων (12 Σεπτεμβρίου – 27 Οκτωβρίου). Μετά τη νίκη του Ελληνικού Συναγερμού του Αλεξάνδρου Παπάγου το 1952, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναδείχθηκε από τους σημαντικότερους και μαχητικότερους κοινοβουλευτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης.

ον επόμενο χρόνο (6 Ιουνίου 1953) νυμφεύθηκε τη Μαρίκα Γιαννούκου (1930 – 2012), κόρη πλούσιας οικογένειας των Αθηνών, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: τη Θεοδώρα (Ντόρα) (γ. 1954), την Αλεξάνδρα (γ. 1955), την Αικατερίνη (γ.1959), και τον Κυριάκο (γ. 1968), νυν αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες για την ίδρυση νέας πολιτικής κίνησης στο χώρο του κέντρου. Το 1961 συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου κι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εσωκομματικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις του κόμματος. Υπήρξε στενός συνεργάτης και υποστηρικτής του Γεωργίου Παπανδρέου, ιδιαίτερα στις συγκρούσεις του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο.

Την περίοδο 1961 – 1963, μετά τις εκλογές «της βίας και νοθείας» (29 Οκτωβρίου 1961) , υποστήριξε μαχητικά τις θέσεις της ΕΚ εναντίον της ΕΡΕ και της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Δόβα, στο πλαίσιο του «ανένδοτου αγώνα». Μετά το θάνατο του Γεωργίου Καρτάλη το 1957, υπήρξε ο πολιτικός που στήριξε και προώθησε η δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθερία» του στενού φίλου του Πάνου Κόκκα.

Το 1963, μετά τη νίκη της ΕΚ, ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών (8 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου), το οποίο διατήρησε και στη νέα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 (19 Φεβρουαρίου 1964 – 15 Ιουλίου 1965). Τον Ιούλιο του 1965 διαφώνησε με το Γεώργιο Παπανδρέου για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στις σχέσεις πρωθυπουργού – βασιλιά («Ιουλιανά») και πρωταγωνίστησε στο σχηματισμό των βασιλικών κυβερνήσεων 1965 – 1966 (κυβερνήσεις της Αποστασίας). Στις κυβερνήσεις του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα (15 Ιουλίου – 20 Αυγούστου 1965) και Στέφανου Στεφανόπουλου (17 Σεπτεμβρίου 1965 – 22 Δεκεμβρίου 1966) συμμετείχε ως Υπουργός Συντονισμού.

Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η περίοδος των «Ιουλιανών» θα αποτελέσει μόνιμη πηγή επιθέσεων από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν θέλησε να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά αντίθετα προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να τον αποτρέψει από τη σύγκρουση με τον βασιλιά και την παραίτηση. Μία σύγκρουση που κινδύνευε να φέρει αντιμέτωπη την κυβέρνηση με τις Ένοπλες Δυνάμεις, τις οποίες έλεγχε απόλυτα ο βασιλιάς με ευθύνη και του Γεωργίου Παπανδρέου, όπως έχει δηλώσει. Από την ώρα, όμως, της παραίτησης Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης στήριξε τις κυβερνήσεις των «Αποστατών», σε μία προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης. «Ήταν μια δύσκολη πολιτική απόφαση, με προβλεπόμενο μεγάλο προσωπικό κόστος. Έκανα, όμως, εκείνο που μου υπαγόρευε η συνείδησή μου».

Τα χρόνια της δικτατορίας και η σύλληψη του

Μετά την επιβολή της δικτατορίας (21 Απριλίου 1967), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνελήφθη μαζί με τους άλλους πολιτικούς, για να αφεθεί, αργότερα, ελεύθερος με τη γενική αμνηστία και να φύγει στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1973, μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, συνελήφθη και πάλι, από τη χούντα του Ιωαννίδη, και αποφυλακίστηκε με τη μεταπολίτευση.

Τα χρόνια μετά τη χούντα

Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974 κατέβηκε ως ανεξάρτητος στο Νομό Χανίων και δεν εξελέγη, παρά τον σημαντικό αριθμό ψήφων που έλαβε, λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Το 1977 ίδρυσε το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων, με το οποίο εξελέγη βουλευτής Χανίων στις εκλογές του 1977.

Το 1978 προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία, μετά το άνοιγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον κεντρώο χώρο, και ανέλαβε υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Καραμανλή (10 Μαΐου 1978 – 10 Μαΐου 1980) και υπουργός Εξωτερικών (10 Μαΐου 1980 – 17 Σεπτεμβρίου 1981) στην κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.

Φωτογραφία: O Kωνσταντίνος Μητσοτάκης με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή 

Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (18 Οκτωβρίου 1981), διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας έως την 1η Σεπτεμβρίου 1984, οπότε εξελέγη πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπερισχύοντας του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Λόγω του αρνητικού αποτελέσματος στις εκλογές του Ιουνίου του 1985, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ζητά την ανανέωση της εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας στις 24 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Πέντε μέρες αργότερα επανεκλέγεται στην ηγεσία του κόμματος. Ο Κωστής Στεφανόπουλος διαφωνεί με τη διαδικασία και αποχωρεί από το κόμμα για να ιδρύσει τη ΔΗΑΝΑ, το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης.

Φωτογραφία: Στην κυβέρνηση του Παπανδρέου με το Στεφανόπουλο

Στις εκλογές του 1989, η Ν.Δ. δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία, λόγω του εκλογικού συστήματος. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαπραγματεύεται με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Τζανή Τζανετάκη, με πρωταρχικό στόχο την «κάθαρση», δηλαδή τη μη παραγραφή των σκανδάλων που έγιναν την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (κατ’ άλλους «Βρώμικο ’89»).

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, στις οποίες η ΝΔ και πάλι δεν εξασφάλισε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υποστήριξε οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό των Ξενοφώντα Ζολώτα. Τον Απρίλιο του 1990 η Νέα Δημοκρατία πέτυχε την πολυπόθητη αυτοδυναμία με τη συνδρομή του ενός βουλευτή της ΔΗΑΝΑ και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 11 Απριλίου 1990, σε ηλικία 72 ετών.

Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία μετριοπαθής προσπάθεια εφαρμογής μιας φιλελεύθερης πολιτικής, σε μια εποχή που ο κομμουνισμός γκρεμιζόταν και ο νεοφιλευθερισμός άρχισε να γίνεται το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα. Η επίδοσή της πιθανόν θα ήταν πιο επιτυχής, εάν δεν είχε να αντιμετωπίσει σοβαρές εσωτερικές αντιθέσεις και διαφωνίες («Καραμανλικοί», Αντώνης Σαμαράς), οι οποίες συνέβαλαν τελικά στην πτώση της, όταν απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση ο βουλευτής Κιλκίς, Γιώργος Σιμπιλίδης.

Η κυβέρνηση απώλεσε τη δεδηλωμένη και προκήρυξε εκλογές για τις 10 Οκτωβρίου 1993, τις οποίες έχασε από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος και έκτοτε παρέμεινε βουλευτής (και επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ) έως τις 11 Φεβρουαρίου 2004, οπότε αποχώρησε από την ενεργό πολιτική, ύστερα από παρουσία 58 χρόνων.

Βραβεία και τιμές 

Από το 1993 φέρει τον τίτλο του επίτιμου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας ενώ το 1986 τιμήθηκε από το Βρετανικό κοινοβούλιο για την αντιστασιακή του δράση. Τον Νοέμβριο του 1998 ίδρυσε την μη κερδοσκοπική εταιρεία «Ιστορικό Αρχείο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη», η νομική συνέχεια της οποίας είναι το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το οποίο συστάθηκε με προεδρικό διάταγμα τον Απρίλιο του 2001. Στις 31 Οκτωβρίου 2005 ιδρύθηκε προς τιμήν του η έδρα ελληνικών σπουδών «Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης» στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ με πρωτοβουλία της οικογένειας ομογενών Τσακοπούλου – Κουναλάκη, η οποία δώρισε για τον σκοπό αυτό δύο εκατομμύρια δολλάρια. Επίσης έχει πάρει μέρος σε συνεδρίαση της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ (1993), είναι μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης, ιδρυτικό μέλος του εθνικού ιδρύματος ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και έχει τιμηθεί με τον Μεγαλοσταυρό των Κομνηνών Αυτοκρατόρων Τραπεζούντας από το ίδρυμα Παναγία Σουμελά και με το Βενιζέλειο βραβείο από την Παγκρητική Ένωση Αμερικής.

Στον Πρόεδρο κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη απενεμήθη το Μάιο του 2016 η ύψιστη τιμητική διάκριση του Αλεξάνδρειου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης, το μετάλλιο Α΄ Τάξεως «ΧΡΥΣΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ», η οποία απονέμεται σε άτομα υψηλού διεθνούς κύρους που διακρίθηκαν για το ξεχωριστό έργο τους και την ιδιαίτερη συνεισφορά τους στην προαγωγή και προώθηση των Κοινωνικών και Εθνικών θεμάτων σε διεθνές επίπεδο, σε αναγνώριση της πολυσχιδούς παρουσίας του καθώς και του πολυτίμου και σημαντικού έργου του για τη χώρα