Από το «Πεντάγωνο» στη μάχη του βιβλίου.

O Μάκης Μηχιώτης υπήρξε  στρατιωτικός συντάκτης γιά πολλά χρόνια και μετέπειτα διευθυντής Τύπου των Υφυπουργών Εθνικής Άμυνας από τον Οκτώβριο του 1993 ως τον Μάρτιο του 2004.

Σήμερα, από το 2005 γιά την ακρίβεια, είναι «στο τιμόνι» του ιστορικού εκδοτικού οίκου «Κασταλία», κάνοντας ένα επαγγελματικό άλμα. Στη συνέντευξη που παρατίθεται παρακάτω  («Ελευθεροτυπία» της 14/1/11) μιλάει για το βιβλίο και τα προβλήματα του στην συγκυρία της κρίσης που διέρχεται η χώρα μας και γενικά γιά το κεφάλαιο βιβλίο, όπως αυτός το εννοεί.

Να σημειώσουμε ότι στους τίτλους της «Κασταλίας» περιλάμβάνονται και βιβλία που άπτονται θεμάτων Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων, όπως το βιβλίο των Κώστα Γρίβα και Ζαχαρία Μίχα «2021-Ελληνική Αμυντική Στρατηγική γιά τον 21ο αιώνα» που κυκλοφόρησε το 2006, και ένα ανάτυπο ομιλίας του πρέσβεως της Ελλάδος στη Ρουμανία Γεωργίου Διον. Πουκαμισά «Καποδίστριας- Μέττερνιχ: δύο αντίθετες αντιλήψεις γιά το Ανατολικό Ζήτημα» σε σχέση με την επανάσταση του 1821 – έκδοση που κυκλοφόρησε μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.
Επίσης το “Ημερολόγιο από το Μέτωπο” ,που περιέχει καταγραφές ενός Διστομίτη στρατιώτη στο πόλεμο του 1940 αλλά και την δραματική σφαγή.

Το πληρες κείμενο της συνέντευξης Μάκη (Σεραφείμ) είναι το εξής:

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: Πώς επελέγη το όνομα »Κασταλία» για τις εκδόσεις σας;
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΜΗΧΙΩΤΗΣ: Οι εκδόσεις Κασταλία ιδρύθηκαν από τον πατέρα μου, Χαρίλαο Μηχιώτη, τη δεκαετία του ’60. Σύχναζε στους Δελφούς εκείνο τον καιρό, ήταν φίλος του Σικελιανού, ο οποίος είχε σπίτι εκεί. Κοντά βρίσκονταν το Μαντείο των Δελφών και η Κασταλία πηγή. Από κει πήρε το όνομά του ο εκδοτικός οίκος.

Α.Σ.: Η αγάπη του πατέρα σας για τους Δελφούς έδωσε το όνομα στις εκδόσεις. Πείτε μου λίγα λόγια γι’ αυτόν.
Σ.Μ.: Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και στη συνέχεια δημοσιογράφος. Είναι από τους πολλούς αριστερούς που κυνηγήθηκαν μετά τον Εμφύλιο για τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση. Απολύθηκε από το Δημόσιο. Εφυγε από το χωριό του και ήρθε κυνηγημένος στην Αθήνα. Μη έχοντας άλλη δραστηριότητα, άρχισε να γράφει δικά του βιβλία και να τα εκδίδει. «Παιδί» του είναι η εγκυκλοπαίδεια «Θησαυρός Γνώσεων». Βγήκε πρώτη φορά αυτή η εγκυκλοπαίδεια το 1958, πεντάτομη τότε, κι έκανε πάνω από 30 εκδόσεις, δεκάτομη στη συνέχεια, με τους δύο τόμους «Η Ελλάδα μας». Πούλησε ίσως και 150 χιλιάδες σειρές.

Α.Σ.: Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γίνετε αποκλειστικά εκδότης;
Σ.Μ.: Πρώτα απ’ όλα αισθάνομαι παρών σ’ αυτόν τον τομέα διαχρονικά . Αν και τα χρόνια που προηγήθηκαν ήμουν δημοσιογράφος στην Αυγή, αφιέρωνα, ωστόσο, χρόνο και στις εκδόσεις. Υπήρξε, λοιπόν, η συμβολή μου και στον εκδοτικό χώρο πριν ασχοληθώ αποκλειστικώς από το 2005 και μετά.

Α.Σ.: Δεν ήταν μόνος του ο πατέρας σας στην Κασταλία στα χρόνια που προηγήθηκαν.
Σ.Μ.: Οχι. Συνέβαλα στην προσπάθεια αυτή, αλλά με τη δική του καθοδήγηση και φροντίδα. Αυτό έγινε για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, υπήρξε διακοπή από το φθινόπωρο του 1993 ώς την άνοιξη του 2004, περίοδος κατά την οποία εργάστηκα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας ως διευθυντής Τύπου των υφυπουργών εκείνης της περιόδου. Εδώ και έξι χρόνια συνεχίζω την εκδοτική δραστηριότητα του οίκου στο τιμόνι, πλέον, της Κασταλίας.

Α.Σ.: Ηταν εύκολο να μεταπέσετε σε άλλη δραστηριότητα;
Σ.Μ.: Δεν νομίζω ότι είναι δύο ξένες δραστηριότητες, η δημοσιογραφική και η εκδοτική. Επιπλέον, υπήρχε κοινή βάση, αφού είμαι φιλόλογος, απόφοιτος του Αθήνησι, του λεγόμενου Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Συνεπώς, υπήρχε η αγάπη για τη γλώσσα και τα γράμματα. Δεν ήταν, λοιπόν, ιδιαίτερα δύσκολο να συνεχίσω τον δρόμο αυτό, αφού υπήρχε το πιο σημαντικό, δηλαδή η αγάπη για το αντικείμενο. Αν μπορώ να πω κάτι εγωιστικά, είμαι πάντα «μίζερος» με τη γλώσσα, δεν μου αρέσουν οι βαρβαρισμοί στο όνομα των απλουστεύσεων και των νεολογισμών.

Α.Σ.: Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Σ.Μ.: Θυμάμαι ότι διάβασα τη Ζωή εν Τάφω του Μυριβήλη. Την έχω διαβάσει αρκετές φορές. Η προτίμησή μου βέβαια δεν ήταν πάντοτε η λογοτεχνία. Στην αρχή ήταν. Εχω μια… διολίσθηση στο δοκίμιο, το θεωρητικό κείμενο, εκ παραλλήλου με τη λογοτεχνία. Αναγνωρίζω ότι με κέρδισε εν μέρει το δοκίμιο, γι’ αυτό και έχουμε βγάλει αρκετούς τέτοιους τίτλους.

Α.Σ.: Ασχολείστε πιο πολύ με το δοκίμιο, θέλετε να πείτε;
Σ.Μ.: Δεν αρνούμαι ότι το δοκίμιο με έλκει, ως φόρμα και περιεχόμενο. Αλλά για να μπορέσει ένας εκδοτικός οίκος να σταθεί, πρέπει να έχει τίτλους σ’ ένα ευρύτερο ή και ευρύ φάσμα.

Α.Σ.: Δεν υπάρχει κάποια ειδίκευση δηλαδή, κάτι το νέο από την Κασταλία;
Σ.Μ.: Υπάρχει. Είμαστε από τους πρώτους εκδοτικούς οίκους που φέραμε αμιγείς βιογραφίες στη βιβλιαγορά από το 2006. Δεν υπήρχαν πολλές βιογραφίες στην Ελλάδα. Εχουμε εκδώσει 16 βιογραφίες και θα τις συνεχίσουμε . Οταν λέω ότι είμαστε από τους πρώτους, εννοώ ότι εκδόθηκαν βιβλία αποκλειστικώς γι’ αυτόν τον σκοπό, επί τούτου. Οι βιογραφίες μας έχουν γραφεί από τον κατά περίπτωση ειδικό για τον/την αντίστοιχο/η βιογραφούμενο/η, σε πρώτη έκδοση.

Α.Σ.: Με ποιον τρόπο επιλέγετε τους τίτλους που εκδίδετε;
Σ.Μ.: Μερικές φορές είναι απλώς η έμπνευση της στιγμής. Δηλαδή, η διαίσθηση πως το τάδε βιβλίο μπορεί να μας ενδιαφέρει. Δεν είναι, όμως, μόνον αυτό, δεν φτάνει, δεν πρέπει να φτάνει. Χρειάζεται μελέτη του βιβλίου, του περιεχομένου του σε σχέση με το ειδικότερο ή ευρύτερο κοινό που περιμένεις να το διαβάσει. Οφείλεις να δεις πόσο και πού το περιεχόμενό του αφορά την ελληνική πραγματικότητα ή έρχεται να την προβληματίσει σε κάτι νέο. Μετά είναι και οι όροι προσφοράς. Πλέον, το βιβλίο έχει τους δικούς του κανόνες και διαδικασίες: συγγραφικά δικαιώματα, μετάφραση, αν απαιτείται, επιμέλεια, σελιδοποίηση, παραγωγή κ.ο.κ., που μεταφράζονται σε υπολογίσιμες επιβαρύνσεις. Δεν είναι τόσο ρομαντικό πια το θέμα.

Α.Σ.: Οι νέοι συγγραφείς πώς εντάσσονται στο δυναμικό του οίκου σας;
Σ.Μ.: Το πρώτο που κάνω είναι να διαβάζω στα γρήγορα ένα προτεινόμενο κείμενο. Αν η πρώτη εντύπωση είναι θετική, αν με τραβά, το διαβάζουμε πιο προσεκτικά, το βλέπουν και φίλοι και αποφασίζουμε.

Α.Σ.: Η οικονομική κρίση προφανώς και σας επηρεάζει; Τι κάνετε για να την αντιμετωπίσετε;
Σ.Μ.: Η κρίση βεβαίως και αγγίζει το βιβλίο. Αυτήν την περίοδο, ο κόσμος σκέφτεται πού θα δώσει τα χρήματά του. Και από τα πρώτα που περικόπτει, πρώτο θύμα, είναι το βιβλίο, βοηθούσης και της τηλεόρασης και του Διαδικτύου. Εντούτοις, έχω την άποψη ότι σε δύσκολες περιόδους το βιβλίο είναι μια καλή παρέα, ένας καλός συνομιλητής, σιωπηλός μεν, αλλά και ζωηρός. Δεν θα έπρεπε να είναι το βιβλίο από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε ως εκδότες, είναι να προσφέρουμε καλά βιβλία σε προσιτές τιμές. Δεν είναι εύκολο αυτό. Παράλληλα, αν αναλογισθείτε πόσοι διαβάζουν στα ελληνικά σε σχέση με άλλες γλώσσες, αντιλαμβάνεσθε πόσο αυξάνει το κόστος. Ετσι, δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε μεγάλη μείωση των τιμών. Κι έπειτα έρχονται οι απανωτές αυξήσεις του ΦΠΑ. Κάνουμε μεγάλη προσπάθεια να τις απορροφήσουμε στις τρέχουσες τιμές. Αλλά για πόσο;
Α.Σ.: Σας δυσκολεύει η νέα αύξηση του ΦΠΑ;
Σ.Μ.: Σίγουρα. Από το 4 στο 5,5 και από κει πιο πάνω το 2011, είναι μεγάλη η αύξηση. Αυτό είναι πρόβλημα.
Α.Σ.: Δεν υπάρχει βοήθεια από το κράτος;
Σ.Μ.: Πώς και πόσους να βοηθήσει το κράτος; Αν μιλάτε για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών, πρέπει πρώτα να σταματήσουν να είναι αποθήκες βιβλίων και να γίνουν χώροι συνάντησης ανθρώπων και ιδεών, στελεχωμένες από το κατάλληλο προσωπικό. Εχουμε π.χ. μια υποδειγματική βιβλιοθήκη στη Βέροια, αλλά φτάνει αυτή ή και μερικές ακόμη; Γεγονός είναι ότι το βιβλίο χρειάζεται αυξημένη φροντίδα, οι τίτλοι, όλοι οι τίτλοι πρέπει να είναι στις βιβλιοθήκες και όχι κάποιοι μόνον κάποιων. Η Πολιτεία πρέπει να εμπλουτίζει διαρκώς τις βιβλιοθήκες ανά τη χώρα. Δεν έχει γίνει αυτό στην έκταση που πρέπει. Ελπίζω ότι τα υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας θα δουν το θέμα. Υπάρχουν ήδη θετικές ενδείξεις
Α.Σ.: Προσπαθείτε να έρχεστε σ’ επαφή με τους φορείς της εξουσίας;
Σ.Μ.: Υπάρχουν οι συλλογικοί μας φορείς που πρέπει να το κάνουν αυτό. Φυσικά, ο καθένας προσπαθεί για τον εαυτό του να θέσει το θέμα όπως μπορεί. Συνδυάζονται συλλογικές προσπάθειες με ατομικές.
Α.Σ.: Τα συνδικαλιστικά όργανα που εκπροσωπούν το βιβλίο είναι συνεπή;
Σ.Μ.: Δεν υπάρχει θέμα συνέπειας, αλλά αποτελεσματικότητας. Ο κλάδος μας είναι διασπασμένος σε δύο σωματεία. Κάποτε πρέπει να ενοποιηθούν. Το να υπάρχουν δύο φορείς είναι πολυτέλεια, ενώ αυτό στερεί σε αποτελεσματικότητα.
Α.Σ.: Συμμετέχετε στις εκθέσεις βιβλίου; Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτές;
Σ.Μ.: Ναι. Οι εκθέσεις έχουν δύο θετικές ιδιαιτερότητες. Ο επισκέπτης έχει την ευχέρεια να δει στα περίπτερα των εκδοτών το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής τους παραγωγής. Κάτι που δεν μπορεί να δει σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Στα βιβλιοπωλεία διαθέτουν τίτλους σε μικρός βάθος χρόνου. Βλέπετε οι χώροι των βιβλιοπωλείων είναι, κατά κανόνα, περιορισμένοι, οπότε τα βιβλία δεν μένουν στα ράφια για πολύ. Πέραν αυτού ο βιβλιόφιλος που έρχεται σε μια έκθεση μπορεί να αγοράσει τίτλους. Για τους εκδότες που δεν έχουν και βιβλιοπωλεία, αυτό είναι ένα παραπάνω έσοδο, πολύτιμο θα μπορούσα να πω σε περίοδο κρίσης.
Α.Σ.: Βιβλιοπωλεία και εκδότες έχουν καλή σχέση;
Σ.Μ.: Οι όροι δεν είναι συγκρουσιακοί, αλλά δεν είναι και παράλληλοι. Τα κριτήρια με τα οποία παρουσιάζει ο βιβλιοπώλης τα βιβλία στα ράφια δεν μπορεί να είναι πάντα καλά και ισότιμα για όλους. Με το Διαδίκτυο, όμως, δίνεται η ευκαιρία να βρει κάποιος τους τίτλους που θέλει, που δεν είναι κρυμμένοι στα τελευταία ράφια.
Α.Σ.: Ποια είναι η θέση σας για το ηλεκτρονικό βιβλίο;
Σ.Μ.: Είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Εχω τη γνώμη πως δεν μπορούν όλα τα είδη να μπουν σε ηλεκτρονικό βιβλίο. Η σοβαρή ανάγνωση θα μείνει στο έντυπο βιβλίο. Αλλά και κάποιες κατηγορίες βιβλίων δύσκολα θα είναι, πλέον, στο χαρτί.
Α.Σ.: Ποιος ο λόγος να υπάρχει ηλεκτρονικό βιβλίο;
Σ.Μ.: Είναι και η οικολογική πλευρά. Δεν δαπανάς χαρτί. Οι τιμές θα πέσουν, αλλά πιστεύω ότι ακόμη δεν είναι έτοιμη η ελληνική αγορά.
Α.Σ.: Τα ευπώλητα δικαιολογούν τον τίτλο τους; Είναι και θέμα προώθησης;
Σ.Μ.: Είναι και θέμα προώθησης, αλλά πόσο το σηκώνει ο κάθε εκδότης; Από την άλλη πλευρά, έχει και όρια, γιατί υπάρχουν η κρίση και η αποδοχή του κοινού, αλλά και η πλευρά της χειραγώγησης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η διαφήμιση είναι γλυκό προϊόν, που δεν ξέρεις ποτέ πόσο επιστρέφει σε σένα, αν ισοσκελίζεται η διαφημιστική δαπάνη.
Α.Σ.: Υπάρχει καλό αναγνωστικό κοινό;
Σ.Μ.: Το αναγνωστικό κοινό είναι κατά περίπτωση. Η λογοτεχνία αγγίζει τους περισσότερους, με έμφαση τελευταία στο ιστορικό μυθιστόρημα. Στην Ελλάδα αυτό το βιβλίο έχει διευρυμένο κοινό, πιστό θα έλεγα. Λιγότερο διαβάζεται το δοκίμιο, αλλά και τα λευκώματα έχουν τους φίλους τους. Αυτή είναι η ταυτότητα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, καλού στη διάσταση που υπάρχει, αλλά που πρέπει να διευρυνθεί. Πρέπει ο Ελληνας να αγαπήσει περισσότερο το βιβλίο.
Α.Σ.: Πώς προσελκύετε αναγνώστες πέρα από τη διαφήμιση;
Σ.Μ.: Πολύτιμος βοηθός είναι οι ειδικές στήλες των εφημερίδων και οι ελάχιστες -δυστυχώς- εξειδικευμένες τηλεοπτικές εκπομπές. Είναι τα κανάλια από τα οποία ενημερώνεται το κοινό για τις νέες εκδόσεις.
Α.Σ.: Η άποψη σας για τους κριτικούς;
Σ.Μ.: Είναι άνθρωποι που η ζωή τους είναι το βιβλίο. Είναι επαγγελματίες, αλλά εξίσου περιμένεις από αυτούς τη σφαιρική και αντικειμενική -κατά το δυνατόν- ενημέρωση για τη βιβλιοπαραγωγή. Νομίζω ότι αυτό γίνεται ικανοποιητικά, αλλά υπάρχουν και περιθώρια βελτίωσης.
Α.Σ.: Γιατί αξίζει να διαβάζουμε βιβλία;
Σ.Μ.: Γιατί είναι η αληθινή μας ζωή, με τη μορφή εικονικής πραγματικότητας κάποτε. Είναι αυτά που χάσαμε στη ζωή μας και θα θέλαμε να τα ξαναζήσουμε κι αυτά που θέλουμε να ζήσουμε, που τα ποθούμε τόσο και δεν τα ζούμε. Είναι ό,τι στερούμαστε και που θα θέλαμε να πλημμυρίσει, σαν δροσερή αύρα, τη ζωή μας. *