Δεκεμβριανά 1944: Tο χρονικό του αίματος

Άρθρο του Πιέρρου Τζανετάκου

Το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου και ενώ οι μάχες μεταξύ των ανταρτών του ΕΛΑΣ και των κυβερνητικών δυνάμεων συνεπικουρούμενων από τα βρετανικά στρατεύματα εξελίσσονταν πλέον εις βάρος του ΕΑΜ, ο άγγλος στρατηγός και διοικητής όλων των ένοπλων δυνάμεων που δραστηριοποιούνταν μετά την Απελευθέρωση στην Ελλάδα Ρόναλντ Σκόμπι πραγματοποίησε τη δεύτερη, εν μέσω της εμφύλιας σύρραξης, επαφή με την ηγεσία του ΚΚΕ.

Πρότεινε στον γραμματέα του Γ. Σιάντο εκεχειρία με τους εξής όρους: Την υποχώρηση του ΕΛΑΣ εκτός του λεκανοπεδίου της Αττικής και τον αφοπλισμό των ανταρτικών στρατιωτικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην μάχη της Αθήνας.

Ο Σιάντος αρνήθηκε, αντιπροτείνοντας μάλιστα την παράδοση των όπλων των κυβερνητικών δυνάμεων, πλην της Ορεινής Ταξιαρχίας. Το ίδιο είχε συμβεί και τέσσερις μέρες νωρίτερα, όταν η πολεμική αναλογία δεν ήταν ακόμα τόσο επαχθής για τις δυνάμεις του Μετώπου.

Αυτή ήταν η δεύτερη και τελευταία ευκαιρία του ΚΚΕ να δώσει τέλος στην ήδη πολύνεκρη εμφύλια διαμάχη και να διαπραγματευθεί με τους Βρετανούς και την κυβέρνηση Παπανδρέου τους πολιτικούς όρους σύμφωνα με τους οποίους θα διαμορφωνόταν η κυριαρχία στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Άλλωστε τη στιγμή εκείνη το ΕΑΜ, ως πρωταγωνιστική δύναμη στην αντίσταση εναντίον των κατακτητών, έχαιρε ευρείας λαϊκής υποστήριξης και θα μπορούσε ακόμα να διεκδικήσει ρυθμιστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Όμως, οι βλέψεις της κομμουνιστικής ηγεσίας- η οποία φοβόταν ότι επέρχεται η παλινόρθωση του προπολεμικού δικτατορικού καθεστώτος- ήταν εξ αρχής άλλες και συνοψίζονταν ως εξής: Ένοπλη αντίσταση στα σχέδια των Βρετανών και της ελληνικής αστικής τάξης και κατάληψη της εξουσίας με τα όπλα, υπό τις ευλογίες της Σοβιετικής Ένωσης.

Η στρατηγική του ΚΚΕ, με κύρια χαρακτηριστικά την άγνοια του διπλωματικού γίγνεσθαι στο ευρωπαϊκό πεδίο, την ελλειμματική ανάλυση των στρατιωτικών συσχετισμών εντός κι εκτός Ελλάδας και την αδυναμία κατανόησης των πραγματικών βλέψεων του Στάλιν λειτούργησε τελικά εις βάρος του συνόλου του αντιστασιακού κινήματος και υπέρ των καλοσχεδιασμένων βρετανικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.

Ποια ήταν αυτά; Ο ΕΛΑΣ αφοπλίστηκε, οι υποστηρικτές του ΕΑΜ και δη του ΚΚΕ περιορίστηκαν εξοντωτικά σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο και τα Δεκεμβριανά έγιναν η αιτία να ορθωθεί ένα σκληρό δεξιό και με σαφή αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, μετεμφυλιακό κράτος.

Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια συνοπτική πολιτική προσέγγιση της δεκεμβριανής σύγκρουσης του 1944, και όσων προηγήθηκαν, κυρίως δια της ανάδειξης των διακριτών στρατηγικών που ακολούθησαν τα εμπλεκόμενα μέρη: Αφενός η διττή- και κατά τεκμήριο λανθασμένη- τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ και η εντέχνως διφορούμενη στάση του Στάλιν στο ελληνικό ζήτημα. Αφετέρου η επιθετική πολιτική του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα και η συμπαράταξη της αστικής πολιτικής τάξης της χώρας με τα βρετανικά συμφέροντα.

Οι πόλοι εξουσίας και τα πολιτικά διακυβεύματα στην προ-δεκεμβριανή Ελλάδα

Όταν στις 18 Οκτωβρίου 1944 η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου έφτανε στην απελευθερωμένη Αθήνα, πλήθος κόσμου διαδήλωνε στους δρόμους της πρωτεύουσας, πανηγυρίζοντας την οριστική αποτίναξη του γερμανικού ζυγού.
Τα πρώτα μηνύματα της- έστω επιφανειακής- πολιτικής ενότητας ως αποτέλεσμα των συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας, επέτρεπαν στον ήδη βαριά δοκιμασμένο ελληνικό λαό να ελπίζει, έστω αμυδρά, ότι οι αντίρροπες δυνάμεις που αναμειγνύονταν στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πλέγματος εξουσίας , θα συνέκλιναν ακόμα περισσότερο.

Όμως, η σκληρή σύγκρουση, που είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου στην ύπαιθρο, μεταξύ των ανταρτικών οργανώσεων- με υπαίτια και κυρίαρχη δύναμη τον ΕΛΑΣ- η αιματηρή ένοπλη διαμάχη μεταξύ των δοσιλόγων των Ταγμάτων Ασφαλείας και των υποστηρικτών του ΚΚΕ (ΟΠΛΑ- εαμική Πολιτοφυλακή) στα αστικά κέντρα, αλλά και τα συνεχή κινήματα στο ελληνικό στράτευμα της Μέσης Ανατολής προμήνυαν ότι η διαδρομή για την όρθωση της μετακατοχικής Ελλάδας θα ήταν ιδιαιτέρως δύσβατη.

Από τις αρχές του 1944 και όταν πλέον η ήττα του Άξονα διαφαινόταν στον πολεμικό ορίζοντα, επί ελληνικού εδάφους είχαν ήδη διαμορφωθεί οι δύο δυναμικοί πόλοι εξουσίας που θα πρωταγωνιστούσαν στη νομή της εξουσίας την «επόμενη μέρα» της Απελευθέρωσης.

Βρετανοί και αστική πολιτική τάξη από τη μία πλευρά και ΕΑΜ- ΚΚΕ από την άλλη. Στους πολέμιους του κομμουνιστικού στρατοπέδου εντάσσονταν και οι δοσίλογοι των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Οι πρώην αξιωματικοί και οι οπλίτες που στελέχωσαν τα Τάγματα, όντες οι περισσότεροι οπαδοί του προπολεμικού καταναγκαστικού καθεστώτος Μεταξά είχαν εξοπλιστεί από τους γερμανούς για την καταπολέμηση του ΕΑΜ, αλλά κατακρίνονταν σε έντονο βαθμό για την τότε δράση τους, τόσο από τους Βρετανούς, όσο και από τον αστικό κόσμο.

Τα κύρια διακυβεύματα για τους συμμετέχοντες στα ελληνικά πολιτικά πράγματα τους μήνες πριν από την Απελευθέρωση ήταν τα εξής: Πρώτον, ο καθορισμός των όρων σύμφωνα με τους οποίους θα γινόταν η συγκρότηση του εθνικού στρατού και της αστυνομίας.

Δεύτερον, η διεξαγωγή εκλογών για πρώτη φορά μετά το 1936 και η προσφυγή σε δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα. Τρίτον, το μέλλον των δοσιλόγων και των ανά την επικράτεια συνεργατών των Γερμανών.

Η ρύθμιση των τριών αυτών θεμάτων ήταν εξαιρετικά καθοριστική για τη διαμόρφωση των πολιτικών δομών της μεταπολεμικής Ελλάδας και ήδη από την άνοιξη του 1944 και με την υστερόβουλη πρωτοβουλία των Βρετανών είχαν ξεκινήσει οι πολιτικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους δυο πόλους εξουσίας.

Η γεφύρωση, όμως, των διαφορών αποτελούσε εξαρχής μια δυσχερέστατη υπόθεση, καθώς τα εμπλεκόμενα μέρη, παρά τη φαινομενική διάθεση συμβιβασμού, διεκδικούσαν επί της ουσίας την απόλυτη κυριαρχία στην μεταπολεμική Ελλάδα, ενώ ταυτοχρόνως διακατέχονταν από έντονα συναισθήματα καχυποψίας για τις προθέσεις του αντιπάλου.

Η στρατηγική των δύο πόλων εξουσίας την περίοδο πριν από τη σύγκρουση

Αντιλαμβανόμενοι οι Βρετανοί και ο αστικός κόσμος ότι είχαν απολέσει τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο στην Ελλάδα, καθώς λίγους μήνες πριν από την Απελευθέρωση το ΕΑΜ κυριαρχούσε τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στην Αθήνα, έθεσαν ως πρωταρχικό στόχο τους τον περιορισμό του αντιστασιακού κινήματος, μέσω καταρχήν της πολιτικής περιχαράκωσής του και σε δεύτερη φάση δια του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ.

Έπρεπε πάση θυσία ν’ εξασφαλίσουν ότι ο γιγαντωμένος αντάρτικος στρατός δεν θα έστρεφε τα όπλα εναντίον τους, όταν θα ερχόταν η ώρα της αποβίβασης στην απελευθερωμένη Ελλάδα.

Το εγχείρημα αυτό ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο, καθώς οι «σκληροί του βουνού» ουδεμία διάθεση επεδείκνυαν να παραδοθούν στον Τσόρτσιλ. Ο οξυδερκής βρετανός πρωθυπουργός δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αποικιοκρατικού χαρακτήρα κυριαρχία της χώρας του στην Ελλάδα, για την οποία έλεγε χαρακτηριστικά ότι οι συμπατριώτες του «είχαν ήδη κάνει πολλές θυσίες».

Γνωρίζοντας τη δυναμική επιρροή του ΚΚΕ και μέσω αυτού της Σοβιετικής Ένωσης στο ΕΑΜ, όντας θορυβημένος από την επέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και θέλοντας να εξασφαλίσει τον πρωταρχικό ρόλο της Βρετανίας στη Μεσόγειο, ο Τσόρτσιλ πραγματοποίησε τον Μάιο 1944 την πρώτη διπλωματική κρούση προς τον Στάλιν, ζητώντας του συμφωνία για τη βρετανική κυριαρχία στην Ελλάδα. Το «αντάλλαγμα» ήταν η παραχώρηση του ελέγχου της Ρουμανίας στη Σοβιετική Ένωση, πρόταση που έγινε κατ’ αρχήν αποδεκτή.

Διαθέτοντας από το σημείο εκείνο και στο εξής τη σιωπηρή συναίνεση του Στάλιν, οι Βρετανοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία σύστασης κυβέρνησης εθνικής ενότητας και με τη συμμετοχή στελεχών του ΕΑΜ. Αυτό κατέστη δυνατό- ως αποτέλεσμα σειράς ενεργειών και διαπραγματεύσεων- στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944, όταν έξι στελέχη του Μετώπου ενσωματώθηκαν στην ήδη σχηματισμένη από τον Μάιο του ίδιου έτους κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Η αποδοχή του ΕΑΜ να συμμετάσχει στο εθνικό σχήμα υπό τους επαχθείς όρους που είχαν τεθεί στο Συνέδριο του Λιβάνου και σύμφωνα με τους οποίους ο ΕΛΑΣ υπαγόταν στις διαταγές της κυβέρνησης και οι Βρετανοί αναλάμβαναν κυρίαρχο ρόλο στη συγκρότηση του εθνικού στρατού, έγινε μόνο κατόπιν των σχετικών μηνυμάτων από τη Μόσχα, τα οποία υπεδείκνυαν στο ΚΚΕ το δρόμο της- προσωρινής τουλάχιστον- συναίνεσης.

Επόμενο- και κρισιμότερο βήμα- στη στρατηγική των Βρετανών ήταν η θεσμική υπαγωγή του ΕΛΑΣ απευθείας στον έλεγχό τους και όχι μέσω της ελληνικής κυβέρνησης. Κι ενώ η Σοβιετική Ένωση τηρούσε δια των αντιπροσώπων της την ίδια στάση, σεβόμενη προς το παρόν τη συμφωνία με τους Βρετανούς, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 ο στρατηγός Σαράφης υπέγραψε τη συμφωνία της Καζέρτας, θέτοντας τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του ανώτατου διοικητή των βρετανικών στρατευμάτων που θα αποβιβάζονταν στην Ελλάδα Ρόναλντ Σκόμπι.

Ο τελευταίος οριοθέτησε όχι μόνο το είδος των εφεξής επιχειρήσεων του ΕΛΑΣ στην ελληνική επικράτεια- δηλαδή αποκλειστικά την παρενόχληση των Γερμανών κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα- αλλά περιόρισε ταυτόχρονα και το χώρο δράσης του: Βάσει της σχετικής διαταγής απαγορεύθηκε στους αντάρτες η είσοδος στην Αθήνα, γεγονός καθοριστικό για τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων.
 
Λίγες μέρες μετά, στις 9 Οκτωβρίου 1944 ο Τσόρτσιλ συναντήθηκε με τον Στάλιν στην περίφημη πλέον διάσκεψη της Μόσχας και συμφώνησαν ότι η επιρροή στην Ελλάδα θα διαμοιραστεί κατά 90%-10% υπέρ των Βρετανών, στη Ρουμανία 90% και στη Βουλγαρία 75% υπέρ των Σοβιετικών, ενώ «εξ ημισείας» χωρίζονταν Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για τη συμφωνία των «ζωνών επιρροής», το κομβικότερο σημείο αναφορικά με τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ελλάδα.

Ο Τσόρτσιλ είχε θέσει τα θεμέλια για την πολιτική (επανα)κυριαρχία της Βρετανίας στην Ελλάδα με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν. Βέβαια, παρά τις αποφάσεις στη Διάσκεψη της Μόσχας, ο βρετανός πρωθυπουργός αφενός δεν εμπιστευόταν το σοβιετικό ηγέτη, αφετέρου πίστευε ότι το ΚΚΕ θα διεκδικούσε εν τέλει την εξουσία δια των όπλων, καθώς αυτό όριζε η επαναστατική φύση του.

Έτσι, ο Τσόρτσιλ κατέστρωνε παράλληλα και πολεμικό σχέδιο αντιμετώπισης του ΕΛΑΣ, πρώτο σκέλος του οποίου ήταν η επιχείρηση ΜΑΝΝΑ, η αποβίβαση δηλαδή βρετανικών στρατευμάτων στην απελευθερωμένη Αθήνα.

Το ΚΚΕ από την άλλη πλευρά, αφενός διακατεχόταν από τον έντονο φόβο ότι πρωταρχικός στόχος των Βρετανών προς επικύρωση της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα ήταν η πραξικοπηματική επιστροφή του Γεωργίου Β’, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου καταναγκαστική περιθωριοποίηση του λαϊκού κινήματος.

Αφετέρου, η κομμουνιστική ηγεσία, διαθέτοντας σαφέστατα τον στρατιωτικό έλεγχο επί της ελληνικής επικράτειας, γνώριζε ότι ήταν σε θέση να έχει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση των μεταπολεμικών συσχετισμών, περιορίζοντας τόσο τους Βρετανούς, όσο και τον αστικό πολιτικό κόσμο. Αυτό που ανέμενε το ΚΚΕ για να προχωρήσει στο σχεδιασμό του ήταν η έγκριση της Μόσχας.

Ο Στάλιν, όμως, είχε προς τον παρόν άλλες προτεραιότητες. Έδινε όλο το βάρος στην ολοκλήρωση του συμμαχικού αγώνα και το οριστικό ξερίζωμα του ναζισμού, ενώ ταυτόχρονα μέσω της Διάσκεψης της Μόσχας διασφάλιζε την κυριαρχία στα βόρεια Βαλκάνια, στο μαλακό υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης.

Το ΚΚΕ είτε αγνοούσε είτε δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ευρύτερη συγκυρία και τις προτεραιότητες του Στάλιν, ενώ το ηγετικό κλιμάκια του Κόμματος αρνούνταν να πιστέψει την ύπαρξη της συμφωνία Μόσχας- Λονδίνου για τις ζώνες επιρροής. Χαρακτηριστική είναι, μάλιστα, η μαρτυρία του καθηγητή Αγγ. Αγγελόπουλου, μετριοπαθούς στελέχους του ΕΑΜ και μέλους της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, ο οποίος προειδοποίησε τον γραμματέα του ΚΚΕ Γ. Σιάντο, ότι οι Σοβιετικοί έχουν παραχωρήσει την Ελλάδα στη Βρετανία.

Ο Σιάντος ήταν κατηγορηματικός: «Μην τα πιστεύεις αυτά Άγγελε. Αυτά τα διαδίδουν οι Άγγλοι για να μας επηρεάζουν. Δεν είναι δυνατόν οι Ρώσοι να παραχωρήσουν, δίχως να το ξέρουμε, την Ελλάδα στους Άγγλους. Αν υπήρχε μια τέτοια συμφωνία θα είχα ενημερωθεί»…

Βάσει αυτού του σκεπτικού, αλλά και αναλογιζόμενη τους φόβους και τις επιθυμίες της η κομμουνιστική ηγεσία είχε καταστρώσει τη λεγόμενη «διπλή στρατηγική» της: Το πρώτο σκέλος της τακτικής ήταν η συμμετοχή στην κυβέρνηση και κατ’ επίφαση διάθεση συναίνεσης μέσω της υπογραφής των Συμφωνιών Λιβάνου και Καζέρτας.

Το δεύτερο και ισχυρότερο σκέλος ήταν η παραμονή σε πολεμική εγρήγορση και η αναμονή έγκρισης από τη Μόσχα για στρατιωτική επέμβαση και κυριαρχία. Κρίσιμος άξονας του όλου σκεπτικού ήταν ν’ αναδειχθεί ότι υπαίτιοι για την επερχόμενη σύγκρουση ήταν αποκλειστικά οι Βρετανοί και η αστική τάξη. Έτσι από το σημείο εκείνο κι έπειτα το ΚΚΕ σχεδίαζε ν’ αφήσει την πρώτη πολεμική κίνηση στον Τσόρτσιλ και ν’ ανταπαντήσει ως δήθεν διωκόμενο.

Ο κρίσιμος Νοέμβριος

Ενώ η κυβέρνηση διήγαγε τον πρώτο μήνα του βίου της, προσπαθώντας να λύσει το οικονομικό και επισιτιστικό πρόβλημα της χώρας, Βρετανοί, Παπανδρέου και ΕΑΜ διαπραγματεύονταν το κρίσιμο ζήτημα της διάλυσης των ανταρτικών οργανώσεων και της συγκρότησης εθνικού στρατού.

Στις 5 Νοεμβρίου 1944 ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο βρετανός αρχιστράτηγος Σκόμπι εξέδωσαν διαταγή σύμφωνα με την οποία: α) Ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα έπρεπε να διαλυθούν έως τις 10 Δεκεμβρίου και η Πολιτοφυλακή την 1η Δεκεμβρίου. β) Οι μόνιμοι αξιωματικοί των αντάρτικων σωμάτων θα επανέρχονταν στον τακτικό στρατό όταν αυτός θα συγκροτείτο. γ.) Θα συνίστατο Σώμα Προσωρινής Εθνοφυλακής με πρόσκληση της κλάσης του 1936, με ημερομηνία κατάταξης την 24η Νοεμβρίου.

Το νέο σώμα θα αναλάμβανε υπηρεσία την 1η Δεκεμβρίου αντί της Πολιτοφυλακής. Οι υπουργοί του ΕΑΜ ενέκριναν την εν λόγω διαταγή, καθώς στο στρατό θα κατατάσσονταν τουλάχιστον 1. 500 αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, ενώ εκ των πραγμάτων προέκυπτε ότι ο κύριος όγκος των νεοσύλλεκτων της κλάσης του 1936 θα ήταν εαμικής προέλευσης.

Το ΚΚΕ, όμως, δυσπιστούσε. Ο προβληματισμός της ηγεσίας του εστίαζε στο γεγονός ότι στη διαταγή Παπανδρέου- Σκόμπι δεν υπήρχε αναφορά στη διάλυση της φιλομοναρχικής Ορεινής Ταξιαρχίας, η οποία τις μέρες εκείνες βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία.

Ο Σιάντος, όντας καχύποπτος για το ρόλο που θα διαδραμάτιζε το συγκεκριμένο σώμα στις μετέπειτα εξελίξεις, αλλά και αναζητώντας αφορμή για να προκαλέσει εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις αξίωσε καταρχάς τη διάλυση και της Ορεινής Ταξιαρχίας, ενδεχόμενο το οποίο απέκλειε ρητά ο Τσόρτσιλ.

Ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ κατέθεσε νέα πρόταση στις 19 Νοεμβρίου σύμφωνα με την οποία δεν θα έπρεπε να διαλυθεί καμία από τις αναγνωρισμένες ένοπλες δυνάμεις της χώρας, αλλά υπό κοινή διοίκηση να πολεμήσουν τον εχθρό μέχρι το τέλος του αντιφασιστικού αγώνα στην Ευρώπη. Επρόκειτο για έναν τακτικό ελιγμό του Κόμματος, ο οποίος ήταν βέβαιο ότι δεν θα γινόταν αποδεκτός από τους Βρετανούς, αλλά εντασσόταν στη στρατηγική της επίρριψης των ευθυνών για την επερχόμενη σύγκρουση στον Τσόρτσιλ και τους εγχώριους υποστηρικτές των Βρετανών.

Όπως συμπεραίνουν με μεγάλη ακρίβεια οι ιστορικοί Baerentzen και Close στη μελέτη τους για τα αίτια των Δεκεμβριανών (The British Defeat of EAM 1944- 45) «οι ελάχιστες απαιτήσεις της μίας πλευράς υπερέβαιναν τις μέγιστες παραχωρήσεις που η άλλη πλευρά ήταν διατεθειμένη να κάνει».

Εν τω μεταξύ, ήδη από τις 7 Νοεμβρίου ο Τσόρτσιλ, προσηλωμένος μεν στην αρχική στόχευση για πολιτική λύση στο ελληνικό ζήτημα, αλλά και όντας βέβαιος για τον απώτερο σκοπό του ΚΚΕ έγραφε στον υπουργό Εξωτερικών Ήντεν: «Λαμβανομένου υπόψιν του τιμήματος το οποίον κατεβάλομεν δια να επιτύχομεν από την Ρωσίαν να έχομεν ελεύθερας τας χείρας εις την Ελλάδα, δεν θα έπρεπε να διστάσομεν να χρησιμοποιήσομεν βρετανικά στρατεύματα δια να υποστηρίξομεν την ελληνικήν βασιλικήν κυβέρνησιν του κ. Παπανδρέου (…) Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι θα έχομεν σύγκρουσιν μετά του ΕΑΜ και ότι δεν πρέπει να προσπαθήσομεν να την αποφύγομεν, υπό τον όρον να εκλέξομεν καλώς το έδαφος».

Κατά τη διάρκεια του κρίσιμου Νοέμβριου, στελέχη του ΚΚΕ ταξίδεψαν στη Γιουγκοσλαβία προκειμένου να συζητήσουν με τον Τίτο το ενδεχόμενο ενίσχυσης του ένοπλου αγώνα κατά των Άγγλων. Ο γιουγκοσλάβος ηγέτης απάντησε τότε θετικά.

Πίσω στην Αθήνα, ο αρχηγός της σοβιετικής αποστολής Γριγκόρι Ποπόφ συνάντησε στα μέσα του μήνα το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Γιάννη Ιωαννίδη προκειμένου να πληροφορηθεί το σχεδιασμό του Κόμματος.

Ο Ιωαννίδης ενημέρωσε τον Ποπόφ ότι ο στενός πυρήνας της ηγεσίας έχει αποφασίσει να μην παραδώσει τα όπλα και εν ανάγκη να συγκρουστεί με τους Βρετανούς. Όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν ότι η ένοπλη διαμάχη ήταν πλέον προ των πυλών.

Στις 30 Νοεμβρίου ο Σιάντος παραβιάζοντας τη Συμφωνία της Καζέρτας ανασυστήνει την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ, προχωρώντας ουσιαστικά σε μια κίνηση άνευ επιστροφής.

Είχε προηγηθεί στις 27 Νοεμβρίου η υπογραφή διαταγής από τον υφυπουργό Στρατιωτικών Λαμπριανίδη, χωρίς την έγκριση του Παπανδρέου για την τοποθέτηση 250 αξιωματικών στα συγκροτούμενα Τάγματα Εθνοφυλακής.

Κανένας από αυτούς τους αξιωματικούς δεν ανήκε στον ΕΛΑΣ, γεγονός που εξόργισε τα κορυφαία κλιμάκια του ΕΑΜ. Παρά την προσπάθεια του Παπανδρέου να αποκλιμακώσει την κατάσταση με την τοποθέτηση στη θέση του υφυπουργού Στρατιωτικών τον ελασίτη στρατηγό Σαρηγιάννη, η ηγεσία του ΚΚΕ θεώρησε την κίνηση Λαμπριανίδη ως απτή απόδειξη της πραξικοπηματικής διάθεσης της «Αγγλοδεξιάς».

Όταν έφτασε η 1η Δεκεμβρίου, η ημέρα δηλαδή που η εαμική Πολιτοφυλακή έπρεπε να διαλυθεί, οι υπουργοί του ΕΑΜ δεν παρέστησαν στο προγραμματισμένο Υπουργικό Συμβούλιο και στις 2 Δεκεμβρίου παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση.

Η Πολιτοφυλακή δεν παρέδωσε τα όπλα. Το ΕΑΜ κάλεσε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου, το οποίο ως γνωστόν διαλύθηκε ενόπλως από τις κυβερνητικές δυνάμεις, με τουλάχιστον 30 νεκρούς και πάνω από 120 τραυματίες. Ο πόλεμος είχε ουσιαστικά αρχίσει.

Η μάχη της Αθήνας: Ο Τσόρτσιλ σε εγρήγορση- Το ΚΚΕ αναζητεί εναγωνίως βοήθεια- Ο Στάλιν αδιαφορεί

Στις 4 Δεκεμβρίου 1. 200 άνδρες της ΙΙ Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση εναντίον των αστυνομικών τμημάτων στις βόρειες και δυτικές περιοχές της πρωτεύουσας και της Οργάνωσης Χ, η οποία στεγαζόταν στην περιοχή του Θησείου.

Την ημέρα έναρξης της αιματηρής εμφύλιας μάχης οι κυβερνητικές δυνάμεις αριθμούσαν περίπου 11. 500 άνδρες, μεταξύ των οποίων οι 2. 500 ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες της Ορεινής Ταξιαρχίας.

Το Α’ Σώμα του ΕΛΑΣ που βρισκόταν ήδη στην Αθήνα αποτελούνταν από 6. 300 άνδρες. Οι βρετανικές δυνάμεις υπολογίζονταν σε περίπου 11. 000 άνδρες. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό των ανταρτών, ήδη από την έναρξη της σύγκρουσης ο ΕΛΑΣ είχε ν’ αντιμετωπίσει δύο σοβαρότατα μειονεκτήματα: Πρώτον υστερούσε τεχνολογικά σε πολεμικό εξοπλισμό σε σχέση με τους Βρετανούς και την κυβερνητική Ορεινή Ταξιαρχία. Δεύτερον, οι αξιωματικοί του δεν διέθεταν καθόλου εμπειρία σε πόλεμο εντός του αστικού ιστού. Η «επιλογή του κατάλληλου εδάφους» για τη διεξαγωγή της μάχης αποτελούσε ήδη μια πρώτη νίκη για τον Τσόρτσιλ.

Ο βρετανός πρωθυπουργός, όμως, δεν αισθανόταν ιδιαιτέρως ανήσυχος για την έκβαση της αναμέτρησης. Με συνεχή τηλεγραφήματά του προς τους ιθύνοντες των στρατευμάτων στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου τους εφιστούσε την προσοχή για την αναγκαιότητα συντριβής του ΕΛΑΣ.

Την ίδια ώρα επανέφερε με σκληρό τρόπο στην τάξη τους εκπροσώπους του αστικού πολιτικού κόσμου που βρίσκονταν στην κυβέρνηση, εντός της οποία είχε ξεσπάσει κρίση. Ο Παπανδρέου παρέμεινε εκών άκων πρωθυπουργός και η μάχη στους δρόμους της Αθήνας κλιμακώθηκε. Ο ΕΛΑΣ σημείωσε τις πρώτες νίκες του καταλαμβάνοντας αστυνομικά τμήματα και σταθμούς Χωροφυλακής.


Όμως, το πολεμικό σχέδιο της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ για την επικράτηση στην πρωτεύουσα ήταν τουλάχιστον ασύνδετο και σε πολλές εκφάνσεις του παράλογο.

Ο συντονισμός των δυνάμεων ήταν ανεπαρκής και κύρια χαρακτηριστικό της στρατιωτικής δράσης ήταν η προχειρότητα εν μέσω ετερόκλητων αυτοσχεδιασμών.

Εν τω μεταξύ, ο ΕΛΑΣ είχε καταμετρήσει σημαντικές απώλειες στις τάξεις του, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων νεκρών και χιλιάδων αιχμαλώτων.

Παρά το γεγονός αυτό, έως τις 11 Δεκεμβρίου οι αντάρτικες δυνάμεις διέθεταν ακόμα την πρωτοβουλία στην Αθήνα, προκαλώντας στον Σκόμπι σημαντικότατα προβλήματα.

Ο βρετανός αρχιστράτηγος, περικυκλωμένος στην ευρύτερη περιοχή του Κολωνακίου από τον ΕΛΑΣ, σκεπτόταν ακόμα και τη σύμπτυξη των δυνάμεών του στο Φάληρο και το Ελληνικό.

Ενώπιον αυτού του ενδεχομένου, εκπρόσωποι της κυβέρνησης αναζήτησαν εναγωνίως τον Τσόρτσιλ, προκειμένου να τον ενημερώσουν για τα εις βάρος τους τεκταινόμενα.

Η σοβαρότητα της κατάστασης αποδεικνύεται από την άφιξη στην Αθήνα του βρετανού αρχιστράτηγου της Μεσογείου Χάρολντ Αλεξάντερ, πρώτη κίνηση του οποίου ήταν ν’ αποτρέψει την οπισθοχώρηση του Σκόμπι.

Μαζί με τον Αλεξάντερ κατέφθασαν μέσω του Πειραιά σημαντικές στρατιωτικές ενισχύσεις, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των βρετανών ανδρών περίπου στους 22. 000.

Ταυτοχρόνως η αγγλική διοίκηση αποφάσισε να εξοπλίσει και τους άνδρες των πρώην Ταγμάτων Ασφαλείας, προκειμένου να μεγεθύνει τη δύναμη πυρός της.

Παρότι κι ο Σιάντος είχε αυξήσει την παρατακτή δύναμη του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα κατά 10. 000 άνδρες, η αντίστροφη μέτρηση για την ήττα του αντάρτικου κινήματος είχε αρχίσει.

Μοναδική ελπίδα για την ηγεσία του ΚΚΕ ήταν η στήριξη των δυνάμεων της από τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα και δη από τη Μόσχα. Προς την κατεύθυνση αυτή, ήδη από τις 5 Δεκεμβρίου, ο Σιάντος είχε επικοινωνήσει μέσω ασυρμάτου- ο οποίος είχε τοποθετηθεί στη βόρειο Ελλάδα- με τον πρώην γ. γ. της Γ’ Διεθνούς βούλγαρο Γκεόργκι Δημητρόφ και τον γ. γ. του ΚΚ Βουλγαρίας Τράικο Κοστόφ, αναφέροντας την κατάσταση στην Ελλάδα και κάνοντας παράλληλα την πρώτη μνεία για βοήθεια. Ματαίως.

Την ίδια μέρα υπήρξε και δια ζώσης επαφή υψηλόβαθμου στελέχους του ΚΚΕ και με τον Τίτο. Οι θέσεις και των δύο ως προς την έξωθεν ενίσχυση του ΕΛΑΣ ήταν ταυτόσημη και περικλείεται στο μήνυμα του Δημητρόφ μέσω του ΚΚ Βουλγαρίας στον Σιάντο, στις 14 Δεκεμβρίου: «Εννοείται ότι οι Έλληνες σύντροφοι πρέπει να συνεχίσουν τον αγώνα, όμως προς το παρόν δεν μπορούν να υπολογίζουν σε βοήθεια απ’ έξω».

Ο Σιάντος απάντησε στις 16 Δεκεμβρίου- μέρα κατά την οποία, όπως σημειώθηκε και στον πρόλογο του παρόντος, αρνήθηκε την πρόταση για συνθηκολόγησης του Σκόμπι- ότι «συνεχίσωμεν παλλαϊκό πόλεμο δια ελευθερίαν λαού και ανεξαρτησίαν χώρας μας». Στις 19 Δεκεμβρίου ο Κοστόφ τηλεγραφεί με τη σειρά του στον Σιάντο: «(…) προς το παρόν παροχή βοήθειας δεν είναι δυνατή. Έχετέ το και αυτό υπόψη για τις αποφάσεις σας».

Οι κατευθύνσεις Δημητρόφ, Κοστόφ και Τίτο στα αιτήματα του ΚΚΕ προέκυπταν φυσικά κατόπιν ενδελεχούς συνεννόησης με τον Στάλιν. Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα που περνούσε και πλησιάζοντας προς το τέλος Δεκεμβρίου η στρατιωτική πλάστιγγα στην Αθήνα έγερνε υπέρ των Βρετανών και των κυβερνητικών δυνάμεων.

Ενόσω η οριστική ήττα και διάλυση του ΕΛΑΣ πλησίαζαν αποδεικνυόταν ότι το ΚΚΕ είχε στηρίξει τη στρατηγική του σε τρεις παντελώς σαθρούς άξονες: Αμφισβήτησε καταρχάς την ύπαρξη της συμφωνίας Βρετανών- Σοβιετικών για τις ζώνες επιρροής. Πίστεψε δεύτερον ότι σε περίπτωση έναρξης ένοπλου αγώνα θα έχει τη βοήθεια των αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων κατόπιν εντολής του Στάλιν. Θεώρησε τρίτον ένας αντάρτικος στρατός με όπλα των αρχών του αιώνα θα μπορούσε να επικρατήσει εντός του αστικού ιστού στη μάχη εναντίον των σύγχρονα εξοπλισμένων βρετανικών και κυβερνητικών δυνάμεων.

Στο σημείο αυτό, όμως, προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα και για τη σοβιετική ηγεσία, τα οποία ακόμα αναζητούν ολοκληρωμένες απαντήσεις. Γιατί ο Στάλιν συμφώνησε εν μέσω του Πολέμου στο διαμοιρασμό των Βαλκανίων με τον Τσόρτσιλ; Γιατί δεν κοινοποίησε στις λοιπές κομμουνιστικές δυνάμεις τις αποφάσεις της Διάσκεψης της Μόσχας για τις ζώνες επιρροής; Γιατί δεν απέτρεψε εξ αρχής το ΚΚΕ από το να ξεκινήσει τη μάχη της Αθήνας; Γιατί παρότρυνε εν συνεχεία το ΚΚΕ να συνεχίσει την εμφύλια σύρραξη, αλλά δεν το ενίσχυσε στρατιωτικά, επιτρέποντας στους Βρετανούς να το συντρίψουν;

Ήταν φανερό, ότι ο Στάλιν είχε αποφασίσει να τηρήσει μια διφορούμενη στρατηγική. Προτεραιότητά του ήταν η συντριβή του ναζισμού και πριν οριστικοποιηθεί αυτός ο στόχος δεν ήταν διατεθειμένος να κλονίσει τη συμμαχία με τους Βρετανούς.

Γι’ αυτό και συμφώνησε με τις προτεινόμενες από τον Τσόρτσιλ ζώνες επιρροής. Δεν κοινοποίησε τη συμφωνία του με τον βρετανό πρωθυπουργό, διότι ήταν βέβαιος ότι συγκεκριμένα κράτη- με προεξάρχουσα την Γιουγκοσλαβία του Τίτο- θα αντιδρούσαν σφοδρά στο διαμοιρασμό, εν μέσω μάλιστα του συμμαχικού αγώνα.

Δεν απέτρεψε το ΚΚΕ από την έναρξη της εμφύλιας σύρραξης διότι αυτή λειτουργούσε ως «μήνυμα- προειδοποίηση» για τις πιθανές βλέψεις των Βρετανών στα υπόλοιπα Βαλκάνια.

Με λίγα λόγια, οι Σοβιετικοί ήθελαν μεν την σύγκρουση στην Ελλάδα, απλώς δεν την ενθάρρυναν και αν την ενθάρρυναν το έκαναν μόνο μέσω τρίτων, προκειμένου να μην κατηγορηθούν ότι αθετούν όσα συμφωνήθηκαν στη Διάσκεψη της Μόσχας και ρισκάρουν την έκβαση του Πολέμου εναντίον των Γερμανών (σημειώνεται ότι παραλλήλως με τα Δεκεμβριανά, στις 17 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν στο δυτικό μέτωπο την αντεπίθεση των Αρδεννών, κατά τη διάρκεια της οποίας παραλίγο ν’ αντιστρέψουν την κατάσταση εισβάλλοντας ξανά στο Παρίσι).

Αποδείχτηκε, τέλος, ότι οι Σοβιετικοί προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη περιοχή των πολύπαθων Βαλκανίων ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν σημαντικό μέρος του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Όπως τελικά συνέβη.

Αντί επιλόγου: Τα Δεκεμβριανά γυρνούν μπούμερανγκ εναντίον του εαμικού κινήματος

Έως την 11η Ιανουάριου, όταν δηλαδή ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ηττημένος την ανακωχή με τον Σκόμπι, το ΚΚΕ είχε ακόμα δύο ευκαιρίες να τερματίσει την αιματηρή εμφύλια αναμέτρηση. Η πρώτη ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων, παρουσία του Τσόρτσιλ στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία.

Η δεύτερη στις 31 Δεκεμβρίου με μοναδικό όρο ν’ αποσυρθούν τα ανταρτικά στρατεύματα εκτός Αττικής. Εντός όμως του πρώτου δεκαήμερου του 1945 ο συσχετισμός έγινε ακόμα επαχθέστερος για τον ΕΛΑΣ, ο οποίος σύμφωνα με τη διαταγή της 11ης Ιανουαρίου ήταν πλέον υποχρεωμένος να εγκαταλείψει όχι μόνο την Αθήνα, αλλά όλα τα αστικά κέντρα και τα χωριά ανατολικώς και νοτίως της γραμμής Ιτέας- Άμφισσας, Λαμίας, Δομοκού, Φαρσάλων, την Πελοπόννησο, καθώς και την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο παρέμεναν σχεδόν ανέπαφες και οι Βρετανοί βρίσκονταν στα όρια της εξάντλησης σε υλικό και ανθρώπινο δυναμικό, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν τόλμησε να ανακινήσει νέα στρατιωτική διαμάχη.

Προφανώς είχε πλέον εμπεδώσει ότι οι βλέψεις της Μόσχας δεν κινούνταν προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως οι επιπτώσεις για το αντιστασιακό κίνημα ήταν ήδη τεράστιες.

Η επιλογή του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια εκκένωσης της Αθήνας να πάρει μαζί του σημαντικό αριθμό ομήρων, πολλοί από τους οποίους είτε εκτελέστηκαν, είτε πέθαναν από τις κακουχίες, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη αγριότητα που επέδειξαν οι αντάρτες στη μάχη της Αθήνας, κατέστησαν συνολικά το αντιστασιακό κίνημα μισητό σε ευρεία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Η ογκώδης υποστήριξη που διέθετε το ΕΑΜ λίγες μέρες πριν από τον Δεκέμβριο, δεν υπήρχε πια. Όσοι υποστηρικτές του Μετώπου έμειναν πίσω στην Αθήνα δέχθηκαν βάναυσες επιθέσεις, ενώ οι συλληφθέντες από τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις εξορίστηκαν πάραυτα, κυρίως σε στρατόπεδα ελληνικής διοίκησης στη Μέση Ανατολή.

Στο πολιτικό επίπεδο, το ΚΚΕ είχε πλέον απολέσει τη νομιμοποίησή του, σε αντίθεση με τους δοσίλογους συνεργάτες των Γερμανών, οι οποίοι επικαλέστηκαν τη συμμετοχή τους στον αντικομμουνιστικό αγώνα ως επιχείρημα για να «ξεπλυθούν» από τις αμαρτίες του πρόσφατου παρελθόντος.

Κατά τη διάρκεια των επομένων δύο ετών και μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας πάνω από 1. 200 μέλη του εαμικού κινήματος δολοφονήθηκαν από ένοπλες παρακρατικές οργανώσεις, ενώ την ίδια στιγμή από τους 2. 773 νόμιμα καταδικασθέντες μόνο οι 279 ήταν πρώην συνεργάτες των Γερμανών. Η πλειοψηφία των υπολοίπων ήταν μέλη του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ.

Ταυτοχρόνως ο θεσμός της βασιλείας, ενώ τα προηγούμενα έτη είχε επιτιμηθεί εξαιτίας της συμμετοχής του Γεωργίου Β’ στην επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, φάνταζε πια- μαζί με τον στρατό- ως ο σταθερότερος θεσμικός αντικομμουνιστικός πυλώνας. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο καθηγητής Ηλ. Νικολακόπουλος «τα Δεκεμβριανά λειτούργησαν εκτός των άλλων και ως μια μηχανή παραγωγής βασιλοφρόνων».

Συμπερασματικά προκύπτει, ότι οι αναλύσεις και οι επιλογές του ΚΚΕ πριν από και κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ήταν τουλάχιστον ατυχείς. Τα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος δεν μπόρεσαν να αξιολογήσουν την παγκόσμια συγκυρία.

Δεν κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν τις πραγματικές βλέψεις του Στάλιν, ενώ δεν αξιολόγησαν σωστά το μέχρι που ήταν διατεθειμένος να φτάσει ο Τσόρτσιλ για να εξασφαλίσει την επιρροή της Βρετανίας στην Ελλάδα.

Αντί το ΚΚΕ να κεφαλαιοποιήσει την αντιστασιακή δράση του, διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετακατοχική πολιτική σκηνή, επέλεξε τον ένοπλο αγώνα, με αποτέλεσμα να βρεθεί για χρόνια περιορισμένο και διωκόμενο από ένα σκληρό, αντικομμουνιστικό κράτος.

Το απόσπασμα από το σημείωμα της Χρύσας Χατζηβασιλείου, μέλους του Π. Γ. του ΚΚΕ στην 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που έγινε στην Αθήνα από τις 5 έως τις 15 Απριλίου είναι αφοπλιστικό.

«Ο προσανατολισμός μας έπρεπε να είναι να βρούμε μια πολιτική λύση, καλύτερη ή χειρότερη ανάλογα πάλι με το συσχετισμό των δυνάμεων, πάντα μια πολιτική λύση συμβιβαστική. Έπρεπε να μας είχε διδάξει ο Λίβανος. Αυτό όμως το πράγμα μας έφυγε ολότελα από τα μάτια. Μας έπιασε η ψύχωση του πολέμου και της επικράτησης και έτσι αφήσαμε ολότελα παιδιακίστικα, ανόητα, να μας διαφύγουν ευκαιρίες στις 18, στις 25 και το χειρότερο στις 31 Δεκεμβρίου. Εν τω μεταξύ είχαμε πάρει τόσο ψηλά τον αμανέ και διακηρύσσαμε ‘’40 χρόνια πόλεμο’’ και με τη Μεγάλη Βρετανία και δεν είχαμε προετοιμαστεί ούτε ιδεολογικά, ούτε εσωκομματικά, ούτε στρατιωτικά. Κάναμε εγκλήματα».

Αναδημοσίευση από www.ert.gr