ΗΠΑ – Συρία: Το τέλος του – σύντομου – απομονωτισμού του προέδρου Τραμπ

Η αιφνίδια αμερικανική πυραυλική επίθεση κατά της συριακής αεροπορικής βάσης Σαϋράτ στην Χομς που διέταξε ο πρόεδρος Τραμπ ήταν ακριβώς μια κίνηση που ο προκάτοχός του, Μπάρακ Ομπάμα, απέφευγε επιμελώς. Και αν ελάμβανε κανείς σοβαρά υπ’ όψιν την προεκλογική ρητορική του Ντόναλτ Τραμπ που διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι η Αμερική έπρεπε να μείνει μακρυά από περιπέτειες στο εξωτερικό και να αφοσιωθεί στον αγώνα για να γίνει “μεγάλη ξανά”, η επίθεση ήταν μια κίνηση που ξένισε πολλούς.

«Ξεχάστε την Συρία και κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά” έλεγε με πάθος. Τέσσερα χρόνια πριν αποκήρυσσε μετά βδελυγμίας το ενδεχόμενο στρατιωτικού πλήγματος αντιποίνων κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσσαντ. Δύο χρόνια πριν έχτισε την προεκλογική του εκστρατεία γύρω από έναν άξονα νεο-απομονωτισμού, ασκώντας σε κάθε ευκαιρία δριμύτατη κριτική, τόσο σε Δημοκρατικούς όσο και Ρεπουμπλικάνους, για την “παρεμβατική” τους πολιτική.

Μόλις πριν από μια εβδομάδα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλλερσον υποστήριζε ότι το αν θα παραμείνει ο Άσσαντ στην εξουσία, είναι ένα θέμα για το οποίο θα αποφασίσει ο συριακός λαός. Δύο ημέρες μετά την “επίθεση με χημικά” στο Χαν Σεϊχούν της επαρχίας Ιντλίμπ, ο πρόεδρος Τραμπ διέταζε την εξαπόλυση μιας “βροχής” πυραύλων cruise κατά της σημαντικής, για τις επιχειρήσεις των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων και των Ρώσων συμμάχων τους, αεροπορικής βάσης Σαϋράτ στην Χομς.

Η δικαιολογία γι’ αυτήν την στροφή 180 μοιρών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δια της προβολής στρατιωτικής ισχύος, ήταν ότι η πρόληψη και αποτροπή της χρήσης και διάδοσης των χημικών όπλων είναι “ζωτικό συμφέρον εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ”. Οι εικόνες των νεκρών μωρών και των άλλων θυμάτων της επίθεσης, συσπείρωσαν -με ορισμένες εξαιρέσεις- Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους γύρω από την επιλογή της “σιδηράς πυγμής”.

Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανάλυση του αμερικανικού think tank Stratfor, η επίθεση κατά της αεροπορικής βάσης συνιστά περισσότερο μια “προειδοποιητική βολή” παρά εναρκτήριες βολές μιας μείζονος στρατιωτικής επέμβασης. Άλλωστε ως στόχος επελέγη μια αεροπορική βάση κι όχι πυροβολαρχίες αντιαεροπορικών πυραύλων του Συριακού Στρατού. Όμως οι αντιδράσεις των “παικτών” του συριακού εμφυλίου είναι το ερώτημα που προκύπτει τώρα.

Οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις θα μπορούσαν να αναμειχθούν στις επιχειρήσεις που διεξάγουν αμερικανικές δυνάμεις στην Συρία. Αμερικανοί πιλότοι πετούν αποστολές υποστήριξης ενώ σε επιχειρήσεις που δεν πολυδιαφημίζονται συμμετέχουν επίλεκτοι των αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων.

Επίσης σημαντικό είναι το ποιά θα είναι η αντίδραση της Μόσχας. Εάν συνεχισθεί η χρήση χημικών στην Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιλέξουν να κλιμακώσουν την στρατιωτική τους παρέμβαση ή θα σταματήσουν εδώ; Σημειωτέον ότι μια πυραυλική επίθεση αποτελεί μεν μια επιλογή στρατιωτικής δράσης χαμηλού ρίσκου -γι’ αυτό και οι “Tomahawk” είναι το όπλο που προτιμούν οι Αμερικανοί πρόεδροι- όμως από στρατιωτικής απόψεως η αποτελεσματικότητα ενός πυραυλικού πλήγματος είναι σχετικά περιορισμένη.

Το θέμα είναι τί θέλει να πετύχει ο πρόεδρος Τραμπ με αυτήν την κίνηση. Θα έχει συνέχεια ή είναι μια ακόμη επίδειξη της ευκολίας με την οποία αλλάζει γνώμη και απόψεις;

Η ειρωνεία, σύμφωνα με την Washington Post, είναι ότι οι στρατιωτικές επιλογές που έχει στην διάθεσή του ο πρόεδρος Τραμπ είναι εξίσου προβληματικές με αυτές που είχε -και δεν χρησιμοποίησε- ο Μπάρακ Ομπάμα.

Εδώ και καιρό οι Αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές εστιάζουν την προσοχή τους στην μάχη κατά του αυτοαποκαλούμενου “χαλιφάτου” του ISIS στην ανατολική Συρία, εκπονώντας σχέδια για την κατάληψη της “πρωτεύουσας” του Ισλαμικού Κράτους στην Ράκκα με μια δύναμη αποτελούμενη κυρίως από Κούρδους μαχητές της Συρίας. Αμερικανικές δυνάμεις θα υποστηρίξουν μια τέτοια επίθεση με βαρύ πυροβολικό, επιθετικά ελικόπτερα Apache και προκεχωρημένους Αμερικανούς συμβούλους -βλέπε Special Forces.

Θεωρητικά, το σχέδιο δείχνει ρεαλιστικό: θα μπορούσε επιτέλους να δώσει τέλος στην τρομοκρατική απειλή των τζιχαντιστών του ISIS, έστω κι αν υπάρχει ο κίνδυνος να ενοχληθεί σφόδρα η Τουρκία και να παραμείνει -προς το παρόν τουλάχιστον- στην θέση του ο Άσσαντ. Όμως στην θεωρία όλα φαίνονται πραγματοποιήσιμα.