Η πιθανότητα μιας αποστολής ειρηνευτικών δυνάμεων από ευρωπαϊκές χώρες στην Ουκρανία σε περίπτωση εκεχειρίας με τη Ρωσία είναι ένα ζήτημα που κερδίζει συνεχώς έδαφος στις συζητήσεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Kάποιες χώρες έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεση τους, ενώ κάποιες άλλες έχουν εκφράσει την προθυμότητά τους να συμμετάσχουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει λόγους να εξετάσει τη συμμετοχή της σοβαρά, τόσο από μια γεωπολιτική σκοπιά, όσο και από την άποψη της ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεών της.
Η ανάγκη ενίσχυσης της ενιαίας ευρωπαϊκής άμυνας
Η EE επιδιώκει να διαμορφώσει έναν πιο ενεργό και ενιαίο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, ειδικά όσο απομακρύνεται η «αμερικανική ομπρέλα προστασίας», από τότε που ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ. Μια αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία θα αποτελούσε ένα κρίσιμο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, αναδεικνύοντας τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης και την ικανότητά της να λειτουργήσει ως ανεξάρτητος γεωπολιτικός παράγοντας σε κρίσιμες καταστάσεις και με άμεση ανταπόκριση.
Η Γαλλία πρωτοστατεί στις πρωτοβουλίες, με τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να προωθεί ενεργά τη συγκρότηση μιας δύναμης που θα μπορούσε να αναλάβει αποστολές σταθεροποίησης. Οι πρόσφατες συναντήσεις των αρχηγών στρατών και υπουργών Άμυνας στη Γαλλία ανέδειξαν τη σημασία που έχει για το Παρίσι αυτή η πρωτοβουλία.
Αν και οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να συμμετάσχουν άμεσα, η αποστολή αυτή δεν θα σημαίνει απόκλιση από τις διατλαντικές σχέσεις. Αντιθέτως, θα αντανακλά τη στρατηγική των ΗΠΑ που παροτρύνουν την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στη δική της ασφάλεια, όπως έχει δηλώσει και ο Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, το ΝΑΤΟ και οι αμερικανικές δυνάμεις παραμένουν ισχυρές στην ανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα στην περιοχή.
Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και στενός σύμμαχος της Γαλλίας και των ΗΠΑ, έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίξει και να συμμετάσχει σε μια τέτοια αποστολή, ενισχύοντας έτσι τη θέση της εντός της Ένωσης των 27 και διαμορφώνοντας ενεργά το μέλλον της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.
Άλλωστε, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, ήταν οι χώρες που πίεζαν εδώ και αρκετό καιρό να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από το δημοσιονομικό έλλειμμα, για να ενισχυθούν οι αμυντικές επενδύσεις. Ταυτόχρονα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τόνισε στους ομολόγους του ότι η διασφάλιση της ασφάλειας της Ευρώπης δεν μπορεί να περιοριστεί στα ανατολικά της σύνορα, καθώς «απειλές ασφαλείας υπάρχουν και στα Δυτικά Βαλκάνια, την Ανατολική και Νότια Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή».
Η Τουρκία στην ευρωπαϊκή άμυνα
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η «γειτονιά» της Ελλάδας, η ανατολική Μεσόγειος αλλά και η Μέση Ανατολή, αντιμετωπίζει τις δικές της γεωπολιτικές προκλήσεις και αστάθειες.
Σε αυτήν την ασταθή περιοχή, η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει τη δική της επιρροή. Μια πιθανή ελληνική συμμετοχή σε μια αποστολή στην Ουκρανία θα έστελνε ένα σαφές μήνυμα ότι η χώρα μας είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος της Δύσης και παράγοντας σταθερότητας όχι μόνο σα κοντινά της σύνορα, αλλά όπου τίθεται ζήτημα αναθεωρητισμού.
Η Τουρκία, διαθέτοντας τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, έχει εκφράσει την ετοιμότητά της να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στην Ουκρανία, εφόσον κριθεί απαραίτητο για την αποκατάσταση της τοπικής σταθερότητας και ειρήνης (πέρα από τις επαναλαμβανόμενες προτάσεις του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναλάβει τον ρόλο διαμεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις Μόσχας και Κιέβου).
Παράλληλα, η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει σημειώσει σημαντική ανάπτυξη, ενώ με στρατηγικές κινήσεις, η Άγκυρα αποκτά έμμεση πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κονδύλια (των 800 δισ. που εξήγγειλε η πρέοδρος της Κομισιόν) για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη ίδρυση κοινοπραξίας ανάμεσα στην ιταλική Leonardo και την τουρκική Baykar για την ανάπτυξη drones.
Η ελληνική εμπλοκή σε μια ευρωπαϊκή αποστολή θα ενίσχυε τη θέση μας, αποδεικνύοντας ότι η Αθήνα δεν είναι «παθητικός θεατής» αλλά «ενεργός παίκτης» στις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.
Η πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας σε μια ειρηνευτική αποστολή θα της προσέφερε, επίσης, ένα επιπλέον διπλωματικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δική της συμμετοχή ως μια βεβιασμένη αντίδραση στην τουρκική παρουσία. Αντίθετα, η όποια απόφαση πρέπει να βασίζεται σε στρατηγικά κριτήρια και στις συνολικές επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Παράλληλα, σύμφωνα με τους Financial Times, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε φαίνεται να πιέζει τους ηγέτες της ΕΕ να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία και με τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και των διεθνών συμμαχιών
Η οποιαδήποτε συμμετοχή της Ελλάδας σε μια τέτοια ειρηνευτική αποστολή θα εξαρτηθεί από τη φύση της αποστολής και το τι θα ζητηθεί από τους συμμετέχοντες.
Ωστόσο, με βάση προηγούμενες ελληνικές συμμετοχές σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές και τις ανάγκες που θα μπορούσαν να προκύψουν στην Ουκρανία, μπορεί να αναπτυχθούν κάποιες Μονάδες Μηχανικού για τις επισκευές κρίσιμων υποδομών, Μονάδες Ειδικών Δυνάμεων, ιατρικό και υγειονομικό προσωπικό για παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας ή ακόμη και να υπάρξει ναυτική συμμετοχή (εφόσον η αποστολή περιλαμβάνει θαλάσσια επιτήρηση), όπως η φρεγάτα που συμμετέχει στην ευρωπαϊκή αποστολή «ΑΣΠΙΔΕΣ» στην Ερυθρά Θάλασσα.
Η συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε μια τέτοια αποστολή θα προσέφερε σημαντικά επιχειρησιακά οφέλη. Η εμπλοκή σε πολυεθνικές επιχειρήσεις θα ενίσχυε τη διαλειτουργικότητα των ελληνικών δυνάμεων με άλλες ευρωπαϊκές, βελτιώνοντας τη συνεργασία και τον συντονισμό σε σύνθετες αποστολές.
Επιπλέον, η έκθεση σε σύγχρονα μέσα, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να αποκτήσουν πολύτιμη εμπειρία και να ενσωματώσουν νέες τεχνολογίες στις επιχειρησιακές τους δυνατότητες. Αυτή η εμπειρία θα αναβάθμιζε το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεών μας και θα ενίσχυε το κύρος της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο.
Παρότι αυτοί οι κίνδυνοι μιας τέτοιας αποστολής είναι υπαρκτοί, καθώς η Ρωσία έχει ήδη διαμηνύσει ότι οποιαδήποτε αποστολή ξένων δυνάμεων θα θεωρηθεί «εχθρική», η Ελλάδα δεν θα πρέπει να μείνει αμέτοχη στις διεθνείς εξελίξεις. Σε μια περίοδο που η διεθνής σκηνή αναδιαμορφώνεται, η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει την ενεργό συμμετοχή και όχι την ουδετερότητα.
*Της Ελισάβετ Σταύρου / Συντάκτρια OnAlert.gr